Υπό το βάρος καταδικαστικών αποφάσεων για τις συνθήκες διαμονής αιτούντων άσυλο και ασυνόδευτων ανηλίκων στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Μεταναστών (ΚΥΤ) της Σάμου, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νίκος Παναγιωτόπουλος βρέθηκε προχθές στο νησί. «Αναγνωρίζουμε ότι η δομή στη Σάμο έχει υποστεί πίεση ιδίως το τελευταίο διάστημα, συνεπώς είναι ανάγκη να συνεχιστεί η αποσυμφόρησή της με τακτικές μεταφορές φιλοξενουμένων σε δομές της ενδοχώρας σε δύο επίπεδα: τόσο στα ασυνόδευτα ανήλικα όσο και στον γενικό πληθυσμό», τόνισε.
Οι συνθήκες στις οποίες βρίσκονται πολλά ασυνόδευτα παιδιά που παραμένουν μέσα στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης Μεταναστών χωρίς προστασία δύσκολα γίνονται γνωστές, καθώς η πρόσβαση δεν επιτρέπεται παρά μόνο με ειδική άδεια. Ομως κάποια παιδιά που βρίσκονταν στη λεγόμενη «ασφαλή ζώνη» στο ΚΥΤ της Σάμου κατάφεραν να επικοινωνήσουν με ένα δικηγορικό γραφείο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, όπως ρούχα, παπούτσια, θέρμανση και ιατρική περίθαλψη. Φυσικά αυτά τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν και πρόσβαση στην εκπαίδευση, αλλά προέχουν οι βασικές ανάγκες επιβίωσης.
Καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Διοικητικό Δικαστήριο Σύρου – Τι αναφέρει η ηγεσία του υπουργείου Μετανάστευσης.
Η ασφαλής ζώνη που έχει δημιουργηθεί μέσα στο ΚΥΤ της Σάμου, ώστε να διαμένουν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και να προστατεύονται από τους ενηλίκους, έχει χωρητικότητα 200 ατόμων. Ομως λόγω των αυξημένων αφίξεων των τελευταίων μηνών έφθασε να φιλοξενεί έως και 500 παιδιά. Με βάση τη νομοθεσία, αυτά τα παιδιά θα έπρεπε να παραμείνουν στη συγκεκριμένη δομή έως ότου καταγραφούν –το μέγιστο για 25 ημέρες– και στη συνέχεια να μεταφερθούν σε κατάλληλες για την ηλικία τους δομές. Πολλά από τα παιδιά παρέμειναν στην ασφαλή ζώνη εντός του ΚΥΤ Σάμου για περισσότερες από 100 ημέρες, ενώ κάποια έφθασαν και τις 120 ημέρες. Κοιμούνται στο πάτωμα αφού δεν υπάρχει χώρος, ενώ πολλά έχουν σοβαρές δερματικές ασθένειες. Οπως τα ίδια τα παιδιά μετέφεραν στους δικηγόρους με τους οποίους επικοινώνησαν, δεν έχουν χειμερινά ρούχα και κουβέρτες και πολλά βρίσκονται σε δωμάτια χωρίς θέρμανση. Αρκετές ημέρες το φαγητό δεν επαρκεί για όλους ή είναι σε πολύ κακή κατάσταση. «Προσφύγαμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ζητήσαμε ασφαλιστικά μέτρα για τα παιδιά, δεδομένου ότι κινδυνεύουν να υποστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση», λέει στην «Κ» η δικηγόρος Ιωάννα Μπεγιάζη, η οποία συνεργάστηκε με την οργάνωση Human Rights Legal Project. Το δικαστήριο επικοινώνησε με την ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο οι εξηγήσεις που έλαβε προφανώς δεν ήταν επαρκείς. Ετσι στις 5 Φεβρουαρίου τo Eυρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε να χορηγήσει ασφαλιστικά μέτρα για τέσσερις ασυνόδευτους ανηλίκους, οι οποίοι βρίσκονταν στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Μεταναστών στη Σάμο, ζητώντας από την κυβέρνηση να τους μεταφέρει σε κατάλληλη δομή, όπου θα έχουν καθαρό νερό, φαγητό και ρούχα.
Δύο εβδομάδες αργότερα, την προηγούμενη Παρασκευή, το Διοικητικό Δικαστήριο Σύρου με απόφασή του αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι η παραμονή ανηλίκων στην ασφαλή ζώνη εντός του ΚΥΤ για περισσότερες από 25 ημέρες αποτελεί de facto κράτηση, ισοδυναμεί δηλαδή με φυλάκιση, η οποία ως τακτική δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την προστασία ανηλίκων. Μάλιστα καθώς το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου ανέφερε ότι δεν μπορούσε να μεταφέρει τα παιδιά λόγω έλλειψης χώρου και θέσεων, το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφασή του διευκρινίζει ότι «οι καθυστερήσεις της διοίκησης δεν είναι λόγος να συνεχίζεται η κράτηση», ανοίγοντας τον δρόμο για να δοθεί άδεια εξόδου σε αυτά τα παιδιά που παραμένουν για μήνες εγκλωβισμένα στο ΚΥΤ. Επικοινωνήσαμε με τον ιδρυτή και διευθυντή της «Ζεύξις», της ΜΚΟ που έχει αναλάβει τη διαχείριση της safe zone υπογράφοντας σύμβαση με το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, η οποία ανανεώθηκε πριν από λίγες ημέρες.
Ο κ. Νίκας τονίζει ότι η προηγούμενη σύμβαση αφορούσε τη φιλοξενία πληθυσμού 1.000 παιδιών σε χρονικό διάστημα ενός έτους και ο πληθυσμός των ανηλίκων που τελικά φιλοξενήθηκαν το 2024 έφθασε τα 3.800 παιδιά. «Πραγματικά δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στις αυξημένες ανάγκες επαρκώς. Δεν είχαμε ρούχα για όλα τα παιδιά και το προσωπικό μας δεν ήταν αρκετό. Για να προσφέρουμε ιατρικές υπηρεσίες θα πρέπει να υπάρχουν γιατροί. Οδοντίατρος δεν υπάρχει στο νοσοκομείο και άρα θα πρέπει να απευθυνόμαστε σε ιδιώτες. Για δερματολόγο θα πρέπει να πηγαίνουμε στον γιατρό του ΕΟΠΥΥ, ο οποίος μπορεί να βλέπει έως τρία παιδιά την ημέρα».

