Ξεκίνησε όταν ήταν 15 χρόνων. Είχαν μουδιάσει τα χέρια της. Το σαγόνι της είχε μαγκώσει. Πήγε σε νευρολόγους, έκανε μαγνητικές. Της είπαν ότι έχει επιληψία. Για τρία χρόνια έπαιρνε χάπια που αποσυντόνισαν το ορμονικό της σύστημα. Οταν στα 18 της μετακόμισε για σπουδές στην Ολλανδία, είχε κρίσεις κάθε εβδομάδα. Κάποια στιγμή, νιώθοντας ανήμπορη να βοηθήσει τον εαυτό της, πήγε στο νοσοκομείο και αυτό που της είπαν άλλαξε τα πάντα. Δεν είχε επιληψία, η αρχική διάγνωση ήταν λάθος. Στην πραγματικότητα, η Σελένα Κοφινά υπέφερε από κρίσεις πανικού. «Με έπιαναν όποτε είχα εξετάσεις, ή έπρεπε να κάνω κάποια παρουσίαση, ή αν έβγαινα με ένα αγόρι που μου άρεσε», δηλώνει στην «Κ». Οποιος έχει περάσει κρίσεις πανικού –παγκόσμιες έρευνες υποστηρίζουν ότι τουλάχιστον το 35% του πληθυσμού θα έχει μια τέτοια κρίση τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του– γνωρίζει ότι είναι μια τρομερά δυσάρεστη εμπειρία. Συνήθως κρατάει μερικά λεπτά, αλλά μοιάζουν αιώνες. Για εκείνες τις βασανιστικές στιγμές, ο κόσμος καταρρέει με κάθε σου κομμένη ανάσα.
Αρχίζεις μετά να πηγαίνεις στους γιατρούς. Ολες οι εξετάσεις είναι καλές. Οσοι μίλησαν στην «Κ», τις κρίσεις πανικού τις έπαθαν πολύ νέοι, στη δεκαετία των 20. Στην αρχή, αντιμετωπίζεις την καλή σου υγεία με δυσπιστία. «Δεν μπορεί, σίγουρα κάτι πρέπει να έχω», σκέφτεσαι. Κάποια στιγμή, κάποιος θα σου πει ότι είναι κρίσεις πανικού. Για τη Σελένα Κοφινά, αυτή η διάγνωση δυστυχώς άργησε τρία χρόνια. Εκοψε τα χάπια επιληψίας και άρχισε να καταφεύγει σε άλλες μεθόδους. «Κάθε φορά που είχα κρίση, έπρεπε κάποιος να χαϊδεύει το μέτωπό μου ή να έχει πάγο στις φλέβες μου, αλλιώς δεν ηρεμούσα», σημειώνει. Πολλές φορές της συνέβαινε όταν περιτριγυριζόταν από κόσμο με τον οποίο ένιωθε ότι δεν μπορούσε να μοιραστεί τι περνούσε. «Το έχει τόσος κόσμος, αλλά λίγοι το συζητούν, είναι ακόμα ταμπού», λέει. Συνήθως το βίωνε μόνη της, κάνοντας υπομονή μέχρι να περάσει η εφιαλτική μισή ώρα που υπολόγιζε ότι θα κρατούσε κάθε φορά, ή έπαιρνε τη μητέρα της τηλέφωνο.
Αλλοι τις έχουν βιώσει διαφορετικά. Για τον Σταμάτη Γερμανό, οι κρίσεις ξεκίνησαν στα 20. Ο πανικός τού δημιουργούσε ακραία ταχυπαλμία. «Ενιωθα να σφίγγεται η καρδιά μου», λέει στην «Κ». Μέσα σε ένα εξάμηνο, πήγε τρεις φορές στο νοσοκομείο. «Ολες μου οι εξετάσεις ήταν καθαρές, σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να είμαι 20 χρόνων και να πηγαίνω στο νοσοκομείο, πρέπει κάτι να κάνω», αναφέρει. Αφησε όλες τις επιπλέον αρμοδιότητες που είχε αναλάβει παράλληλα με τις σπουδές του και το άγχος για ένα διάστημα πέρασε. Για μερικά χρόνια ήταν καλά. «Στον στρατό είχα άγχος, αλλά όχι σε αυτό το επίπεδο», λέει. Στα 28 του ξεκίνησαν πάλι. Δεν είχε ένα ξεκάθαρο επαγγελματικό πλάνο, σε αντίθεση με τον περίγυρό του, ένιωθε ότι ήταν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση, όταν όλοι οι γύρω του είχαν ήδη αρχίσει να χτίζουν τις καριέρες τους. Μπήκε και σε μια κακή σχέση, και οι κρίσεις κράτησαν για χρόνια, μέχρι που χώρισε, άλλαξε δουλειά και ξεκίνησε ψυχοθεραπεία. «Δύσκολες εποχές» – έτσι περιγράφει τη μαύρη περίοδο των κρίσεων.
«Κάθε φορά, τα πρώτα δευτερόλεπτα είναι παραλυτικά», λέει στην «Κ» ο Μάκης, που επίσης, μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε και να αποδεχθεί ότι ήταν ψυχολογικό, έκανε πολλές εξετάσεις και επισκέφθηκε πολλούς γιατρούς. Η Μαριάννα μετρούσε τους σφυγμούς της. Ξυπνούσε τα βράδια σαν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου και μετά έμενε παραλυμένη για ώρα στο σκοτάδι. Της Ιωάννας έτρεχε αίμα η μύτη της. «Οι δύσκολες ώρες ήταν όταν το φως της ημέρας γινόταν σκοτάδι», τότε την έπιανε ο πανικός, δηλώνει στην «Κ». Αλλους τους χτυπούσε στο στομάχι – με εμετούς ή αφαγία. Οι περισσότεροι είχαν ζαλάδες, ένιωθαν αστάθεια. Ο Γιώργος, τις δύο φορές που το έπαθε σε τάξη πανεπιστημίου, ένιωθε να βγαίνει από τον εαυτό του, να παρακολουθεί τη ζωή του από ψηλά.
Κοινά χαρακτηριστικά
«Η κρίση πανικού έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους ανθρώπους, όπως πολύ μεγάλο άγχος που εκφράζεται σε δύο επίπεδα», λέει στην «Κ» ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής Αθανάσιος Αλεξανδρίδης. Το πρώτο είναι στο μυαλό, σημειώνει. «Φοβούνται ότι δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και ότι αυτό που συμβαίνει είναι κάτι τρομερό, όλα τούς φαίνονται μπερδεμένα», εξηγεί. Το δεύτερο είναι στο σώμα. «Νιώθουν μεγάλο σφίξιμο, σαν να παθαίνουν έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό, όλο το σώμα είναι σε πάρα πολύ μεγάλη ένταση λόγω σπασμού», δηλώνει, συμπληρώνοντας ότι πολλοί βιώνουν και το αίσθημα επικείμενου θανάτου. «Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απειλή, είναι διάχυτο αυτό που νιώθουν ότι μπορεί να τους συμβεί, δεν προσδιορίζεται», τονίζει.
Οι κρίσεις πανικού, συμπληρώνει, ενεργοποιούν κάποιες τραυματικές συνθήκες που έχουν συμβεί πολύ νωρίς στη ζωή του ατόμου. Τόσο ο ίδιος όσο και ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής Σάββας Σαββόπουλος θεωρούν ότι πίσω από τις κρίσεις βρίσκεται το άγχος του αποχωρισμού ή της εγκατάλειψης που το άτομο βίωσε στην πρώιμη παιδική του ηλικία.
«Το φαινόμενο της διαταραχής πανικού είναι πολύ συχνό – περίπου 10% με 15% που πηγαίνουν σε γενικό γιατρό είναι με κρίση πανικού, ενώ το ποσοστό που έρχεται σε εμάς τους ψυχιάτρους είναι ακόμα μεγαλύτερο», σημειώνει ο κ. Σαββόπουλος. Οι κρίσεις συνήθως εμφανίζονται όταν συντελείται «κάμψη της ψυχικής λειτουργίας», αναφέρει. «Είναι η στιγμή που η σκέψη προσωρινά σταματάει και εκδηλώνεται το άγχος επειδή αυτό που μας ανησυχεί δεν μπορεί να βρει μια ψυχική έκφραση», εξηγεί. Σύμφωνα με τη δική του εμπειρία, είναι πιο συχνό φαινόμενο στις γυναίκες, αλλά τονίζει πως μπορεί απλώς οι γυναίκες να μιλούν για το άγχος ή να ζητούν βοήθεια πιο εύκολα από τους άνδρες.
«Τα λόγια δεν βοηθούν»
Οσον αφορά το τι μπορεί να κάνει κάποιος τη στιγμή που παθαίνει μια κρίση πανικού, ο κ. Αλεξανδρίδης δηλώνει ότι το άτομο πρέπει να προσπαθήσει να σκεφτεί πως αυτό που ζει είναι μεν πολύ έντονο, αλλά ούτε θα τον σκοτώσει ούτε θα τον τρελάνει. «Βοηθάει να έχει έναν-δυο έμπιστους ανθρώπους με τους οποίους θα μπορεί να επικοινωνήσει εκείνη τη στιγμή, για να τον καθησυχάσει κάποιος», εξηγεί στην «Κ». «Τα λόγια δεν βοηθούν», λέει, «είναι καλύτερη μια αγκαλιά, το άγγιγμα, να αισθανθεί ότι κάποιος τον στηρίζει».
*Φωτ. Φίλιππος Αβραμίδης

