Στις εκλογές του 2019 και ακόμη περισσότερο σε εκείνες του 2023, η πολιτική «τριγωνοποίηση» ήταν το βασικό στρατηγικό δόγμα της Ν.Δ.
Προτάσσοντας ζητήματα όπως η πολιτική σταθερότητα, οι επενδύσεις, η μείωση της φορολογίας, ζητήματα εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, απευθύνθηκε στο δεξιό ακροατήριο, που είναι και η βασική εκλογική δεξαμενή της. Αλλά ταυτόχρονα ακολούθησε πολιτικές προερχόμενες από το κεντροαριστερό οπλοστάσιο, όπως τα επιδόματα στήριξης, με αιχμή κυρίως τα μέτρα για την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στο κυβερνών κόμμα να υπερβεί τα στενά παραταξιακά του όρια και να δημιουργήσει έναν προνομιακό χώρο πολιτικής επιρροής, πετυχαίνοντας εισροές από όλο το πολιτικό φάσμα.
Η στρατηγική αυτή, βέβαια, υλοποιήθηκε σε ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες για τη Ν.Δ. Αν το «δεξιό» σκέλος της πολιτικής ήταν επιλογή της κυβέρνησης, το «αριστερό» της επιβλήθηκε από τη συγκυρία, λόγω των αλλεπάλληλων εξωγενών κρίσεων.
Η κάμψη της Ν.Δ. μετά τις δημοτικές εκλογές του 2023, η άνοδος κομμάτων που τοποθετούνται στα «δεξιά» της, η «γκρίνια» ενός πιο παραδοσιακού εκλογικού ακροατηρίου για κάποιες επιλογές της έχουν επαναφέρει συζητήσεις για το αν η στρατηγική αυτή μπορεί να συνεχιστεί και πώς, ή αν πρέπει η Ν.Δ. να στραφεί σε μια πιο «δεξιά» ατζέντα.
Η συνεχής αμφίπλευρη στόχευση και η διατήρηση της «τριγωνοποίησης» μοιάζει με εκλογικό μονόδρομο. Οι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται στη βάση παραδοσιακών πολιτικών όρων μειώνονται συνεχώς. Ενα κόμμα εξουσίας που φιλοδοξεί να έχει πλειοψηφική απήχηση πρέπει να απευθύνεται σε ακροατήρια πέραν εκείνων που περιγράφονται από τους κλασικούς πολιτικούς όρους. Οι διαιρετικές τομές και τα πολιτικά ορόσημα που διαμόρφωσαν το σημερινό πολιτικό περιβάλλον επίσης υπερβαίνουν τις παραδοσιακές ιδεολογικές αναφορές. Το ότι έχουν κάπως επουλωθεί, δεν σήμανε αυτομάτως επαναφορά των προηγούμενων διαιρέσεων.
Επιπλέον, η κάμψη της Ν.∆. σήμερα έχει κυρίως πραγματιστικό – διαχειριστικό υπόβαθρο και λιγότερο ιδεολογική βάση. Αυτά που κυρίως την πλήττουν είναι η ακρίβεια, η κόπωση, ζητήματα διαφθοράς κ.λπ., όχι τόσο η αίσθηση απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές αξίες της. Η μομφή αυτή έχει πρωτίστως εσωκομματικές προεκτάσεις, αλλά δεν είναι μομφή που ακούγεται πέραν του κομματικού ακροατηρίου. Είναι –ασφαλώς είναι– πρόβλημα, δεν είναι το σημαντικότερο όλων.
Μια στροφή της Ν.Δ. σε λογικές περιχαράκωσης θα έδινε, εκτός των άλλων, χώρο στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο, παρά τις αδυναμίες του, είναι ο σημαντικότερος πολιτικός ανταγωνιστής της. Οσο η Ν.Δ. διατηρεί «γέφυρες» με κεντρογενή κοινά, μπορεί να περιορίσει τη δυναμική του προς όφελός της. Οι ψηφοφόροι που φεύγουν από τη Ν.Δ. προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, τον κ. Βελόπουλο ή άλλα περιθωριακά «δεξιά» κόμματα, δεν θα επιστρέψουν εύκολα στη Ν.Δ., έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί. Αντιθέτως, οι διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ (ή μέρος όσων κατευθύνονται προς το κόμμα της κυρίας Λατινοπούλου) είναι ευκολότερα επαναδιεκδικήσιμες, ειδικά αν η στρατηγική των κομμάτων αυτών το επιτρέψει.
Υπάρχει ακόμη το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας, το οποίο μετά βεβαιότητος θα είναι από τα πλέον κεντρικά της προεκλογικής περιόδου. Το (κρίσιμο) εκλογικό ακροατήριο που θέλει η χώρα να αποφύγει μια πιθανή ακυβερνησία επίσης δεν περιορίζεται σε έναν πολιτικό χώρο. Αν η Ν.Δ. θέλει να αναδειχθεί στον βασικό εκφραστή αυτού του αιτήματος οφείλει να συνομιλεί με στελέχη, κόμματα και κυρίως ψηφοφόρους πέραν του δικού της χώρου.
Το λάθος τακτικής που έχει γίνει από πλευράς Ν.Δ. είναι ότι ορισμένες φορές δόθηκε η αίσθηση πως γέρνει προς τα «αριστερά» περισσότερο από όσο έπρεπε. Δηλώσεις διαφόρων κυβερνητικών στελεχών για «ξεπερασμένες» ταμπέλες κ.λπ. είναι επιζήμιες. Αυτά ενοχλούν την παραδοσιακή βάση και δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα. Ενα παραδοσιακό κόμμα δεν μπορεί να αποδομεί την ταυτότητά του.
Η λύση, συνεπώς, δεν είναι αν η Ν.Δ. θα πάει προς το Κέντρο ή προς τα δεξιά, αλλά η επιδίωξη μιας διαρκούς ισορροπίας: με σαφή σήματα πολιτικής ταυτότητας στον κυρίαρχο δεξιό κορμό και ταυτόχρονα να διατηρεί την αξιοπιστία και ελκυστικότητά της προς το κοινό που βρίσκεται στα αριστερά της. Κυρίως με πολιτικές, καθώς η φθορά του πολιτικού προσωπικού είναι μεγάλη. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι ενδεικτικές ως προς αυτό. Πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, όπως π.χ. τα πρόσφατα έκτακτα μέτρα για το μεταναστευτικό, οι προληπτικές εξετάσεις στην υγεία ή ακόμη και οι πρόσφατες οικονομικές εξαγγελίες, έχουν σαφώς πιο θετική απήχηση από τη συνολική αποδοχή της κυβέρνησης. Η κόπωση και η συσσωρευμένη φθορά, ωστόσο, δεν της επιτρέπουν να τις κεφαλαιοποιήσει.
Η απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποιες κινήσεις τακτικής. Πρέπει να εστιάζει στο πρόταγμα μιας ατζέντας με ευρύτερη αποδοχή. Η στρατηγική αυτή συνιστά μονόδρομο για τη Ν.Δ., αν δεν θέλει απλώς να συσπειρώσει τη βάση της, αλλά να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στο πολιτικό τοπίο.
O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

