«Η δύναμη των Ελλήνων». Το προεκλογικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ήταν χτισμένο πάνω σε μια εναλλαγή στιγμών από την ελληνική Ιστορία, ξεκινώντας από την Επανάσταση του 1821 και καταλήγοντας στη χαμογελαστή μορφή του Αλέξη Τσίπρα. Η αλληλουχία των εικόνων παρέπεμπε στο γνώριμο φορτίο της Αριστεράς: Αντίσταση, ΕΔΑ, Πολυτεχνείο. Εως τη στιγμή της Μεταπολίτευσης. Εκεί, άρχιζαν οι εκπλήξεις. Πρώτα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο αεροπλάνο της επιστροφής. Και μετά, πιο ευδιάκριτα, ο Ανδρέας Παπανδρέου με λευκό ζιβάγκο στα έδρανα της Βουλής και μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ παραμονές του 1981.
Η ίδια η αρχιτεκτονική του σποτ θύμιζε κάτι γνώριμο: μια παλαιότερη, αλλά εμβληματική, διαφήμιση του ΠΑΣΟΚ. Εκείνη του 1993, όταν το ιστορικό νήμα ξεκινούσε από τα βάθη των αιώνων και κατέληγε στο σύνθημα «η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη». Τότε που ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Παύλος Μελάς –ήμασταν στην εποχή του Μακεδονικού– έδιναν τη θέση τους στον Αρη Βελουχιώτη, τον Γρηγόρη Λαμπράκη και το Πολυτεχνείο με υπόκρουση την υποβλητική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Σε μια πρώτη ματιά, η σύγκριση των δύο σποτ –με τις εικόνες που μοιράζονται– μοιάζει να επιβεβαιώνει το κυρίαρχο σχήμα της πολιτικής ανάλυσης για τη σχέση του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς: οικειοποίηση. Το ΠΑΣΟΚ άλωσε τα συνθήματα της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ κόπιαρε τη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου. Μόνο που το σχήμα απαιτεί μια αποσαφήνιση. Δεν επρόκειτο για κάποιο σκοτεινό και δόλιο κόλπο. Οι δύο διαφημίσεις παραπέμπουν σε μια πολιτική λογική: τη γενεαλογία μιας «δημοκρατικής παράταξης» που εκβάλλει στο σήμερα. Και η κατασκευή αυτής της γενεαλογίας υπήρξε επιτυχημένη –είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί– γιατί πάτησε σε ιδεολογικές διεργασίες που συνδέθηκαν με σύγχρονα κοινωνικά αιτήματα. Κανένα σποτ δεν μπορεί να δημιουργήσει από μόνο του μια πειστική αφήγηση αν αυτή δεν υπάρχει ήδη στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι την όποια αφήγηση –στην προκειμένη περίπτωση το «εδώ είναι ο χώρος μου– να την επισφραγίσει.
Η επιτυχία του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε, όπως είναι γνωστό, στη μετατόπιση της κοινωνικής βάσης της προδικτατορικής Αριστεράς. Το κλειδί γι’ αυτό ήταν η παρουσίαση της ΕΑΜικής εμπειρίας ως μιας προδομένης επανάστασης εξαιτίας της πρόσδεσης του ΚΚΕ στη Μόσχα. Η ανάγνωση αυτή –διατυπωμένη από τον Ανδρέα Παπανδρέου ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας– κούμπωνε στις εμπειρίες χιλιάδων ανθρώπων. Και ταυτόχρονα συνδεόταν με τη στρατηγική της «εθνικής ανεξαρτησίας» απέναντι και στους δύο πόλους του Ψυχρού Πολέμου: τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Οσο και αν η κομμουνιστική Αριστερά κατήγγελλε τις ανακολουθίες του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, είχε να αναμετρηθεί με δύο δεδομένα: την ένταξη σε αυτό δικών της εμβληματικών μορφών –πρώτα του Μανώλη Γλέζου και αργότερα του Μάρκου Βαφειάδη– και κυρίως την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης που ικανοποίησε έναν χρόνιο πόθο της.
Η επιτυχία του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε, όπως είναι γνωστό, στη μετατόπιση της κοινωνικής βάσης της προδικτατορικής Αριστεράς. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε με διαφορετικούς πρωταγωνιστές στα χρόνια των μνημονίων.
Το φαινόμενο επαναλήφθηκε με διαφορετικούς πρωταγωνιστές στα χρόνια των μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2010, όταν θεωρητικά ήταν ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αναζήτησε ζωτικό χώρο στη λαϊκή κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ. Στη ρητορική του αναδυόταν ένα δίπολο: το «καλό» ΠΑΣΟΚ της Μεταπολίτευσης που προδόθηκε από τη σταδιακή μεταμόρφωσή του σε μια «κακή» εκδοχή μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την τελική υποταγή στην πολιτική της Δεξιάς. Η υποδοχή πολιτικών προσώπων που συμβόλιζαν τη λογική αυτή –συχνά περνώντας από τη γέφυρα του ΔΗΚΚΙ–, η εμφανής προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να εμφανιστεί ως ένας σύγχρονος Παπανδρέου, η ανάλυση της οικονομικής κρίσης μέσα από το πρίσμα της εθνικής υποτέλειας παρήγαγαν εκείνη τη στιγμή νόημα γιατί εξυπηρετούσαν ένα ισχυρό κοινωνικό αίτημα: την αντίσταση στις πολιτικές των μνημονίων.
Σήμερα, κανένας πολιτικός φορέας δεν μπορεί να ισχυριστεί πειστικά ότι αποτελεί τη σύγχρονη εκδοχή της γενεαλογίας της «δημοκρατικής παράταξης». Και αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η επίκλησή της δεν οδηγεί σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Η επέτειος της 3ης Σεπτεμβρίου λειτουργεί ως αφορμή να σκεφτούμε τα όρια της ιστορικότητας. Μπορεί να κατακλυζόμαστε από memes όπου δεσπόζει ο Ανδρέας Παπανδρέου –«με Ανδρέα δεν ξέραμε τι χρώμα είχε το λαμπάκι της βενζίνης»– και στα πανηγύρια να ακούγεται ο ύμνος του ΠΑΣΟΚ. Ομως η φαινομενική νοσταλγία στην πραγματικότητα ενέχει μια ειρωνική ή και σαρκαστική διάσταση. Για τις νεότερες γενιές –αυτές που συγκροτούν το μαζικό κόμμα της αποχής– όλα αυτά είναι περισσότερο ο τρόπος τους να εκφράσουν την απόσταση από ένα απροσδιόριστο παρελθόν, το οποίο οδήγησε στο σημερινό ταξικό χάσμα μεταξύ των insiders της αφθονίας και των outsiders της επισφάλειας, παρά έκφραση μιας πεποίθησης ότι είναι δυνατή η επιστροφή σε αυτό.
Το παρελθόν –είτε στη μορφή του 1981 είτε του 2015– απλώς ρίχνει τη σκιά του στο τώρα. Δεν κινητοποιεί, δεν συγκινεί, δεν συγκροτεί σχήματα συνέχειας. Πρώτον γιατί τα πολιτικά κόμματα που επικαλούνται εκείνες τις στιγμές μοιάζουν οριακά αμήχανα απέναντι στην ίδια την ιστορική τους διαδρομή. Κυρίως όμως γιατί απουσιάζει εκείνη η κεντρική ιδέα –το απτό κοινωνικό αίτημα– που με τη σειρά του συνενώνει διαφορετικές παραδόσεις και δίνει σχήμα σε νέες γενεαλογίες. Γι’ αυτό οι στερεότυπες τελετουργίες για το «Χ που μας εμπνέει και μας οδηγεί» ακούγονται αδιάφορες ή και ενοχλητικές σε μια συνθήκη που ο χώρος της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας –διεθνώς– βρίσκεται σε κρίση και δεν απαντά στο απλό ερώτημα «οκ, σας οδηγεί, για να πάμε πού ακριβώς;». Οι άνθρωποι ξέρουν ότι αυτό που πέρασε, δεν επαναλαμβάνεται. Το παρελθόν αποκτά δύναμη –ως υπόστρωμα για την υλική πολιτική δράση– μόνο όταν καταφέρνει να συνδεθεί με τη νοηματοδότηση του παρόντος και την ενατένιση του μέλλοντος.
Οι στερεότυπες τελετουργίες για το «Χ που μας εμπνέει και μας οδηγεί» ακούγονται αδιάφορες ή και ενοχλητικές σε μια συνθήκη που η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία δεν απαντούν στο απλό ερώτημα «οκ, σας οδηγεί, για να πάμε πού ακριβώς;».
*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

