Του Γιώργου Μπουρδάρα
Διαπιστωμένες ανάγκες μεταρρυθμιστικών αλλαγών και εκσυγχρονισμού του καταστατικού χάρτη της χώρας συναντώνται με επικοινωνιακούς σχεδιασμούς και πολιτικές σκοπιμότητες ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών, μέσα από το σχετικά πρόωρο άνοιγμα της δημόσιας συζήτησης για τη νέα συνταγματική αναθεώρηση.
Το θέμα που άνοιξε με εμφατικό τρόπο από τον πρωθυπουργό με την τελευταία συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ, ουσιαστικά και επίσημα –όπως άλλωστε ο ίδιος κατ’ αρχήν προσδιόρισε– θα ανοίξει στα τέλη του τρέχοντος ή στις αρχές του επόμενου έτους, δηλαδή σε αρκετούς από σήμερα μήνες, με τον πολιτικό χρόνο να είναι εξαιρετικά πυκνός έως τότε. Υπενθυμίζεται ότι προτάσσοντας το θέμα της κατάργησης της συνταγματικά προβλεπόμενης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103), ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε επίσης για τα άρθρα: 24 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, 86 περί της ποινικής ευθύνης των υπουργών και 16 για τα μη δημόσια πανεπιστήμια.
Σε κάθε περίπτωση, δεν περνά απαρατήρητο ότι ο κ. Μητσοτάκης απευθύνθηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στο ΠΑΣΟΚ, ως αν όχι μοναδικό, τουλάχιστον ως προνομιακό συνομιλητή του κυβερνώντος κόμματος. Η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε ως έχουσα δύο βασικούς στόχους: αφενός, να ενισχύσει την εικόνα ενός ισχυρού διπολισμού στο κατακερματισμένο κοινοβουλευτικό σύστημα· αφετέρου, να προκαλέσει προβλήματα στο εσωτερικό της Χαριλάου Τρικούπη, δεδομένων των διαφορετικών προσεγγίσεων που καταγράφονται μεταξύ των στελεχών της.
Εάν τα προς αναθεώρηση άρθρα ψηφιστούν με αυξημένη πλειοψηφία από την παρούσα Βουλή, η επόμενη κυβέρνηση θα μπορεί να τα διαμορφώσει όπως εκείνη επιθυμεί – Το δίλημμα της Χαρ. Τρικούπη.
«Εύχομαι», είπε, «το ΠΑΣΟΚ να μην προσέλθει σε αυτή τη συζήτηση με μια λογική «εγώ δεν ψηφίζω τίποτα, κανένα άρθρο, γιατί πολύ απλά δεν θέλω να δώσω τη δυνατότητα στην επόμενη Βουλή να διαμορφώσει με απλή πλειοψηφία το περιεχόμενό τους».
Ως προς αυτό υπάρχει και η διαδικαστική εξήγηση. Η συνταγματική αναθεώρηση πραγματοποιείται σε δύο στάδια: η τωρινή Βουλή αποκαλείται «προτείνουσα», διότι αποφασίζει ποιες διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να αναθεωρηθούν. Και η επόμενη, εκείνη που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές, θα είναι η αναθεωρούσα. Αν στην πρώτη επιτευχθεί υπέρ της αναθεώρησης μιας διάταξης πλειοψηφία 180 βουλευτών, στη δεύτερη θα αρκεί απλή πλειοψηφία 151 για να διαμορφωθεί το περιεχόμενο της νέας διάταξης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα χρειάζονται στη δεύτερη τουλάχιστον 180 ψήφοι για τη λήψη απόφασης.
«Δεν εμπιστευόμαστε τον κ. Μητσοτάκη και δεν θα δώσουμε λευκή επιταγή», σχολίασε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Κώστας Τσουκαλάς, μιλώντας μεν για την αναθεώρηση του άρθρου 16, δίνοντας ουσιαστικά πρόγευση της συνολικότερης στάσης της Χαριλάου Τρικούπη: Το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει να προσφέρει –όπως έγινε την προηγούμενη φορά με το θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ– στην επόμενη κυβέρνηση τη δυνατότητα να διαμορφώσει κατά το δοκούν τη νέα διάταξη του Συντάγματος, έστω και με οριακή πλειοψηφία 151 βουλευτών. Το πρόβλημα είναι πως θα πρέπει να το πράξει με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δώσει στη Ν.Δ. την αφορμή να αξιοποιήσει μια τέτοια άρνηση επικοινωνιακά, εμφανίζοντάς την ως δείγμα «πράσινης» ηττοπάθειας ή και αναγνώρισης πως μετά τις εκλογές νικήτρια θα είναι και πάλι η «γαλάζια» παράταξη.
«Φουντώνει» η πολιτική αντιπαράθεση
Του Σταύρου Παπαντωνίου
Ηδη, λίγο μετά τη δημόσια ανακοίνωση του πρωθυπουργού πως προτίθεται να φέρει προς αναθεώρηση το άρθρο 103 που αφορά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων που θα συνδέεται άμεσα με την αξιολόγηση, ξεκίνησε μια πολιτική αντιπαράθεση, που όπως φαίνεται θα κρατήσει στον δημόσιο διάλογο για καιρό, καθώς επισήμως η αναθεώρηση του Συντάγματος τοποθετείται στα τέλη του χρόνου.
Αρνητικές οι πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού για άρση της μονιμότητας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκεπτόμενος χθες τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τασούλα έθεσε ξανά το θέμα: «Η συνταγματική αναθεώρηση είναι η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, η οποία πρέπει να εξελιχθεί σε δύο διαδοχικές Βουλές», είπε, τονίζοντας την ανάγκη συναινέσεων μεταξύ των κομμάτων, καθώς χρειάζεται πλειοψηφία 180 βουλευτών.

Ο πρωθυπουργός επανέλαβε την ανάγκη να κριθεί αναθεωρητέο το άρθρο 103 του Συντάγματος, που αφορά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, διασαφηνίζοντας τη νοοτροπία που «αφορά πρωτίστως τη θεσμική κατοχύρωση της έννοιας της αξιολόγησης και της δυνατότητας αφενός να μπορούμε να επιβραβεύουμε τους συνεπείς και εργατικούς δημοσίους υπαλλήλους, αλλά αφετέρου, αν υπάρχουν περιπτώσεις υπαλλήλων οι οποίοι συστηματικά δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της θέσης τους, να μην υπάρχει συνταγματικό κώλυμα προκειμένου να απομακρύνονται».
Οι πρώτες αντιδράσεις των κομμάτων είναι αρνητικές και προμηνύουν την πολιτική μάχη που θα δοθεί το επόμενο διάστημα. Ο Νίκος Ανδρουλάκης τόνισε πως θέλει ένα Δημόσιο στα πρότυπα της Γαλλίας και της Γερμανίας, όπου «και εκεί υπάρχει μονιμότητα, αλλά υπάρχει αξιολόγηση», τονίζοντας πως η μονιμότητα υπάρχει «για να περιφρουρεί τη νομιμότητα των αποφάσεων των υπαλλήλων, ώστε να μην είναι προϊόν πιέσεων». Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατέληξε πως η αναθεώρηση του άρθρου «δεν θα μας λύσει κανένα πρόβλημα», θεωρώντας την πρόταση Μητσοτάκη «επικοινωνιακή». Και ο Σωκράτης Φάμελλος επιτέθηκε στον πρωθυπουργό χαρακτηρίζοντάς τον «υπουργό της διαθεσιμότητας και των ρουσφετιών», που «ξεπουλάει την ελληνική πολιτεία και έχει την καραμέλα της μονιμότητας». Ο γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας ανέφερε πως ο πρωθυπουργός «επιδιώκει να ξεμπερδέψει με τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο», ενώ η Εφη Αχτσιόγλου της Νέας Αριστεράς σημείωσε πως «στόχος της Ν.Δ. και του κ. Μητσοτάκη, που επενδύουν στον κοινωνικό αυτοματισμό, είναι η περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων στο Δημόσιο». Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός παραχώρησε συνέντευξη στη «Europe Early Edition» του CNBC, όπου εστίασε την προσοχή του στην ελληνική οικονομία, τονίζοντας την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.

