Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τη μητέρα του Φωτεινή, το 1933. Φωτ. Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»
Ἐγεννήθην εἰς τὰς 8 Μαρτίου τοῦ 1907 εἰς τὸ χωρίον Πρώτη τοῦ Παγγαίου. Ὁ πατέρας μου ἦταν δημοδιδάσκαλος τοῦ χωριοῦ καὶ καπνοκαλλιεργητής. Ὕστερα ἀπὸ ἐμένα ἐγεννήθησαν ἄλλα τρία ἀγόρια καὶ τέσσερα κορίτσια, τὸ ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἀπέθανεν εἰς μικρὰν ἡλικίαν.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν εὑρίσκετο εἰς τὸ ἀποκορύφωμά του. Ὁ πατέρας μου ἦτο ἐνεργώς ἀναμεμιγμένος εἰς τὸν ἀγῶνα, γι’ αὐτὸ καὶ ἦτο ὁ στόχος τῶν Τούρκων καὶ τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμα τὰ ὅπλα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀποθηκευμένα σὲ μία ὑπόγειο κρύπτη τοῦ σπιτιοῦ μας καὶ τὰ ὁποῖα ὁ πατέρας μου διοχέτευε πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀντάρτας. Τὸ βράδυ μάλιστα τῆς γεννήσεώς μου συνέβη νὰ φιλοξενήται στὸ σπίτι μας ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁμάδος Παγγαίου, καπετὰν Δούκας, μὲ μερικὰ παλλικάρια του. Ὅταν τοὺς ἀνηγγέλθη ἡ γέννησίς μου, τὴν ἑώρτασαν μὲ πυροβολισμοὺς τῶν ὁποίων τὰ ἴχνη στὴν ὀροφὴν διετηρήθησαν ἔκτοτε κατ’ ἐπιθυμίαν τοῦ πατρός μου. Τὰ πρῶτα μου χρόνια ἔζησα μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς Ἐθνικῆς ἐξάρσεως καὶ ὅταν μὲ ρωτοῦσαν τί θὰ γίνης ἅμα μεγαλώσεις, ἀπαντοῦσα, Καπετάνιος. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς φωτογραφίες μου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐμφανίζομαι ὁπλισμένος σὰν ἀστακός. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ τὸ ἐνεθάρρυνεν καὶ ἡ ἀγαθὴ καὶ εἰρηνικὴ κατὰ τὰ ἄλλα μητέρα μου, γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ στρατηγὸς Νταῆς , ὁ ὁποῖος ἔδρασε στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα, ὑπὸ τὸ ψευδώνυμον Καπετὰν Τσάρας, διηγεῖτο ἀργότερα τὸ ἑξῆς περιστατικό: Ὅταν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀγῶνος οἱ τοῦρκοι συνέλαβαν καὶ ἐφυλάκισαν τὸν πατέρα μου, οὗτος ἐπεσκέφθη τὴν μητέρα μου κατ’ ἐντολὴν τοῦ Προξενείου καὶ τῆς προσέφερε 100 λίρες. Ἡ μητέρα μου ἠρνήθη νὰ τὰς δεχθῇ μὲ τὴν παράκλησιν νὰ διατεθοῦν γιὰ τὸν ἀγῶνα. «Ἐμεῖς θὰ βολευθοῦμε καὶ θὰ τὰ βγάλουμε πέρα», τοῦ εἶπε.
Ἦταν τέτοια ἡ ἔξαρσις τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήματος, ὥστε ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς μας νὰ φέρουν τὴν σφραγῖδα του. Καὶ ἦταν πατριωτισμὸς ἁγνός. Ἦταν ἀγάπη γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα. Δὲν ἦτο ὁ παραμορφωμένος πατριωτισμὸς ποὺ συγκαλύπτει ἐθνικοὺς ἐγωισμοὺς καὶ πολιτικὲς φιλοδοξίες καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου διαπράττονται τὰ ἱστορικὰ ἐγκλήματα.
Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν ἦτο κυρίως πόλεμος μεταξὺ Ἑλλήνων ἀνταρτῶν καὶ Βουλγάρων κομιταζήδων. Οἱ Τοῦρκοι, τῶν ὁποίων ἄλλωστε ὁ ζυγὸς εἶχε καταστεῖ ἀνεπαίσθητος, τὸν παρηκολούθουν σχεδὸν ὡς θεαταί. Ἀθήνα καὶ Σόφια προσπαθοῦσαν νὰ δημιουργήσουν, ἐν ὄψει τῆς καταρρεύσεως τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας εὐνοϊκὰς ἐθνολογικὰς συνθήκας.

Τὴν πρώτη ἐμπειρία τοῦ πολέμου, τὴν ἀπέκτησα τὸ 1913, ὅταν κατὰ τὸν Δεύτερο Βαλκανικὸ πόλεμο, οἱ Βούλγαροι κατέλαβαν τὸ Παγγαῖο. Ὁ πατέρας μου μετὰ τὴν ὑποχώρησιν τῶν μικρῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων μὲ τὰς ὁποίας συνεπολέμησε στὸν Ἀγγίτη, ἐπανῆλθεν εἰς τὸ χωριό, γιὰ νὰ μᾶς ὀδηγήση εἰς τὴν ἐκεῖθεν τοῦ Στρυμῶνος περιοχήν, ἡ ὁποία ὑπετίθετο, ὅτι ἐλέγχεται ἀπὸ τὰς ἑλληνικὰς δυνάμεις. Ὅταν φθάσαμε ὅμως εἰς ἕνα ἐνδιάμεσο χωριό, τὸ Ροδολίβος, ἐπληροφορήθημεν ὅτι οἱ Βούλγαροι προελάσαντες εἶχαν ἀποκόψη τὸν δρόμο. Ἠναγκάσθημεν λοιπόν, νὰ καταφύγωμεν εἷς μίαν φιλικὴν οἰκογένειαν, ὅπου καὶ διανυκτερεύσαμεν. Περὶ τὸ μεσονύκτιον εἰσέβαλον οἱ Βούλγαροι εἰς τὸ χωριὸ μὲ πυροβολισμοὺς καὶ ἕναν πρωτοφανῆ θόρυβο. Ἐνθυμοῦμαι ζωηρῶς τὴν σκηνὴν τοῦ πατρός μου καὶ τεσσάρων πέντε ἄλλων ἀνδρῶν, ὁπλισμένων καὶ ἕτοιμων νὰ ἀμυνθοῦν ἐὰν οἱ Βούλγαροι εἰσέβαλον στὸ σπίτι. Ἐπίσης τὴν σκηνὴν τῶν γυναικῶν καὶ ἡμῶν τῶν παιδιῶν ποὺ μᾶς ἀνέβασαν στὴν στέγη – ταβάνι – διὰ λόγους ἀσφαλείας. Ἐξενυκτίσαμε ὅλοι ἀγωνιοῦντες. Τὴν πρωίαν τῆς ἑπομένης ἕνας κῆρυξ, κατ’ ἐντολὴν τῶν Βουλγάρων, ἐκάλεσε τοὺς προσφυγῶντας ἐκεῖ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, νὰ ἐπανέλθουν στὰ σπίτια τους. Ὀλίγον πρὸ μεσημβρίας μὴ δυνάμενοι νὰ πράξωμεν ἄλλως ἐξεκινήσαμεν ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν Πρώτην. Ἡ συνοδεία ἀπετελεῖτο ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἀπὸ τὶς δύο μικρότερες ἀδελφές μου, καὶ ἀπὸ δύο ἄλλας φιλικὰς οἰκογενείας. Εἰς τὰ μέσα τοῦ δρόμου συνηντήθημεν μὲ μία Βουλγαρικὴν μονάδα ἡ ὁποία μᾶς ἐσταμάτησεν γιὰ νὰ κάμη τὸν ἔλεγχον. Κατὰ κακὴν καὶ περίεργον σύμπτωσιν, ἐπί κεφαλῆς τῆς μονάδος αὐτῆς εὑρίσκετο ἕνας Βούλγαρος ἀξιωματικὸς μὲ τὸν ὁποῖον ὁ πατέρας μου εἶχεν συγκρουσθῇ ὑπὸ τὰς ἑξῆς συνθήκας. Κατὰ τὸν Πρῶτον Βαλκανικὸν πόλεμον, ἦταν κοινὸς ὁ ἀγὼν μετὰ τῶν Βουλγάρων, ἐναντίον τῶν Τούρκων καὶ ἐπεκράτει μία σύγχισις ἡ ὁποία ἐπετείνετο ἀπὸ τὴν προσπάθειαν Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων νὰ δημιουργήσουν προγεφυρώματα ἐν ὄψει νικηφόρου τερματισμοῦ τοῦ κατὰ τῆς Τουρκίας πολέμου. Τότε ἀκριβῶς ἦλθε στὸ χωριό μας ὁ ἐν λόγῳ Βούλγαρος ἀξιωματικὸς καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα μου νὰ κοινοποιήσει στοὺς χωρικοὺς ὁρισμένα κείμενα βουλγαριστὶ συντεταγμένα. Ὁ πατέρας μου ἠρνήθη νὰ τὰ δεχθῇ μὲ τὴν δήλωσιν ὅτι τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο ἦτο καὶ θὰ παραμείνη ἑλληνικὸν καὶ τὸν ἀπέπεμψεν, φαίνεται, σκαιῶς ἀπὸ τὸ χωριό. Ὁ ἴδιος αὐτὸς ἀξιωματικὸς ἀναγνωρίσας τὸν πατέρα μου τοῦ ὑπενθύμισεν τὴν παλαιὰν ἐκείνην σκηνὴ καὶ ἀφοῦ τὸν ἐρράπισε, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ προχωρήση ὅλη ἡ συνοδεία πλὴν τοῦ πατρός μου τὸν ὁποῖον ἐκράτησεν μὲ πρόθεσιν νὰ τὸν κακοποιήση ἢ νὰ τὸν ἐκτελέση. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπήδησα ἀπ’ τὸ μουλάρι καὶ γαντζώθηκα στὰ πόδια τοῦ πατέρα μου. Ἀφοῦ ἔκαναν μία προσπάθεια νὰ μὲ ἀποσπάσουν καὶ περάσαμε ὅλοι στιγμὲς ἀγωνίας, ὁ Βούλγαρος ἀξιωματικὸς συγκινηθεὶς προφανῶς, ἄφησε τὸν πατέρα μου νὰ μᾶς ἀκολουθήση, ἀφοῦ τοῦ εἶπε: «Νάχης χάρι στὸ παιδί, γιατί ἔχω καὶ ἐγὼ παιδιά». Ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτάς, ἐπανήλθαμε εἰς τὸ χωριὸ ὅπου εὑρήκαμε ἐντελῶς λεηλατημένο τὸ σπίτι μας.
Πρὶν καλὰ καλὰ τερματισθῇ ὁ Πρῶτος Βαλκανικὸς πόλεμος, εἶχε καταδειχθῇ ἡ δολιότης τῶν Βουλγάρων, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκον τὴν μερίδα τοῦ λέοντος ἀπὸ τὰ ἀπελευθερούμενα ἐδάφη. Καὶ θὰ ἐπετύγχανον τοῦ σκοποῦ των ἐὰν ἡ ἀλαζονεία των δὲν προκαλοῦσε τὰς ἀνησυχίας καὶ τὴν ἐσπευσμένην συμμαχίαν Ἑλλήνων καὶ Σέρβων καὶ δὲν εἶχαν προκαλέση τὸν Δεύτερον Βαλκανικὸν πόλεμον.
Τὴν ἧτταν τῶν Τούρκων τὴν εἶχαν δεχθῇ μὲ συγκρατημένον ἐνθουσιασμὸν γιατί μᾶς κατεῖχε ἡ ἀγωνία διὰ τὴν τύχην τῆς περιοχῆς μας ποὺ εἶχε ἤδη καταληφθῇ κατὰ τὴν πρώτη φάσιν τοῦ πολέμου ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους. Ἡ ἧττα τῶν Βουλγάρων ποὺ κατὰ τὴ ἀποχώρησιν των ἐσφαγίασαν ἀθώους πληθυσμοὺς καὶ ἐπυρπόλησαν πόλεις, ἔκαμαν τὴν Ἀνατολικὴν Μακεδονίαν ὁριστικῶς ἑλληνικήν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς ποὺ διαδέχθηκε τὴν ἀγωνίαν μας ἔφθασε στὸ παραλήρημα. Ἑλληνικὲς σημαῖες, πατριωτικὰ τραγούδια καὶ λιθογραφίες ποὺ παρίσταναν τὶς νῖκες τοῦ στρατοῦ μας μὲ τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Βενιζέλο, ἐπλημμύρισαν πόλεις καὶ χωριά. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἀπελευθερώσεως, ποὺ ἐσυμβόλιζαν, τὴν νίκην ἀλλὰ καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ Ἔθνους ἦτο τότε ἀδιαίρετη, πρὸ τοῦ διχασμοῦ.
Κατὰ τὸν τερματισμὸν τοῦ πολέμου, ἐνεγράφην εἰς τὸ δημοτικὸν σχολεῖον τοῦ χωριοῦ μου ὅπου ἐφοίτησα μέχρι τὸ 1916, ὁπότε κατελήφθη ἐκ νέου τὸ χωριό μου μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους.
Ἡ Βουλγαρία μετὰ πολλοὺς δισταγμοὺς εἰσήρχετο τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1915 εἰς τὸν πόλεμον παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν κεντρικῶν δυνάμεων. Ἡ γνωστὴ διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου ἔπαιρνε ὀξυτέραν ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικωτέραν μορφὴν καὶ ὁδηγοῦσε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ εἰς τὴν κατάληψιν ὑπὸ τῶν Βουλγάρων τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης.
Γιὰ τὴν διαφωνίαν αὐτὴ ἡ ὁποία ἐξελίχθη εἰς ἐθνικὸν διχασμὸν καὶ παρακολουθεῖ μέχρι σήμερον σὰν κατάρα τὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους, ἐγράφησαν πολλά. Καὶ ἀπεδείχθη ὅτι ἡ θέσις τοῦ Βενιζέλου ὑπῆρξεν ἡ ὀρθή. Ἡ ὀρθότης ἄλλωστε τῆς θέσεως αὐτῆς δὲν ἀπεδείχθη μόνον ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἦτο ἐξ ὑπαρχῆς λογικῶς θεμελιωμένη. Ἡ γεωγραφικὴ θέσις τῆς Ἑλλάδος, ὁ συσχετισμὸς τῶν δυνάμεων τῶν ἐμπολέμων, ἡ ὕπαρξις ἀλυτρώτων τμημάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τέλος αἱ πάγιαι διαφοραί μας μὲ τὴν Τουρκίαν καὶ τὴν Βουλγαρίαν, προσδιόριζαν σαφῶς καὶ ἐπιτακτικῶς τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος.
Ὀλίγους μῆνας μετὰ τὴν εἰσβολήν των, οἱ Βούλγαροι ἀπήγαγον τὸν ἄρρενα πληθυσμὸν καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν πατέρα μου, τὸν ἀδελφόν του καὶ ἕναν ἐξάδελφόν του ὡς ὁμήρους εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ὅπου ἐχρησιμοποιήθησαν εἰς καταναγκαστικὰ ἔργα καὶ ὅπου ἀπέθαναν οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν. Τὰ δύο χρόνια τῆς κατοχῆς ὑπῆρξαν χρόνια σκληρᾶς δοκιμασίας. Στὴν πεῖνα ποὺ θέριζε τοὺς πληθυσμοὺς προσετίθετο καὶ ἡ βαρβαρότης τῶν κατακτητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ των νὰ ἐκβουλγαρίσουν τὴν περιοχήν, ἐχρησιμοποίουν μεθόδους ἀληθοῦς γενοκτονίας.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ὁμηρίας τοῦ πατρός μου, ἡ οἰκογένεια ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὴν μητέρα μου, ἀπὸ δύο ἀγόρια καὶ δύο κορίτσια, μεγαλύτερος τῶν ὁποίων ἤμουν ἐγὼ καὶ κατ’ ἀνάγκην καὶ ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας. Ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ δουλεύω στὰ χωράφια, νὰ φροντίζω γιὰ τὰ ζῶα καὶ νὰ κάνω ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Αἰσθανόμουν δὲ ὑπερήφανος ὅταν στὶς χειρονακτικὲς αὐτὲς ἐργασίες συναγωνιζόμουν καὶ πολλὲς φορὲς ξεπερνοῦσα τοὺς μεγαλυτέρους μου.
Τὸ 1918 μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τῶν Βουλγάρων, ἐσυνέχισα τὰ μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, τὸ δὲ 1919 μ’ ἔστειλαν οἱ γονεῖς μου στὸ ἡμιγυμνάσιον τῆς Νέας Ζίχνης. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη πόσο βαρειὰ μοῦ φάνηκε ἡ ξενιτιὰ καὶ μοῦ φάνηκε βαρειὰ γιατί ἀπὸ παιδὶ εἶχα μία δυσκολία ποὺ μὲ παρηκολούθησε σ’ ὅλη μου τὴν ζωή, νὰ ἐξοικειώνομαι μὲ καινούργιους ἀνθρώπους. Ἀμφιβάλλω δὲ ἂν θὰ μποροῦσα νὰ ἀνθέξω καὶ νὰ συνεχίσω τὶς σπουδές μου ἐὰν ἡ οἰκογένεια ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε δὲν μοῦ ἔδειχνε πραγματικὴ καλοσύνη. Μετὰ ἕναν χρόνο μετεγράφην εἰς τὸ γυμνάσιον τῶν Σερρῶν, ὅπου ἐφοίτησα ἐπὶ τριετίαν καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὸ ὄγδοον γυμνάσιον Ἀθηνῶν, ἀπ’ ὅπου πῆρα τὸ 1926 τὸ ἀπολυτήριόν μου, Τὸν ἴδιο χρόνο ἐνεγράφην εἰς τὴν Νομικὴν Σχολὴν Ἀθηνῶν. Τὰ καλοκαίρια πήγαινα στὸ χωριὸ καὶ βοηθοῦσα στὶς γεωργικὲς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Ἀπέκτησα ἔτσι προσωπικὴ πεῖρα καὶ τοῦ μόχθου καὶ τῆς ἀγωνίας τοῦ καπνοπαραγωγοῦ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ξέρη ποτὲ τὸ εἰσόδημα τῆς χρονιᾶς του, ἀφοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες καὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ἀστάθειαν τῶν τιμῶν. Τὸ χωριὸ δὲν ἔχει βέβαια γιὰ τοὺς μονίμους κατοίκους του τὸν εἰδυλλιακὸ χαρακτῆρα ποὺ τοῦ ἀποδίδουν οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ποιηταί. Ἡ ζωή του, ὅταν μάλιστα εἶναι ἀδικημένη καὶ ἀπὸ τὴν φύσιν εἶναι δυσάρεστη, γιατί στὸν μόχθο καὶ στὴν ἀνέχεια προστίθεται καὶ ἡ ἀνία. Εἶναι ὅμως καὶ μοναδικὸ σχολεῖο γιὰ κεῖνον ποὺ θέλει νὰ μελετήση τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κάνη παρατηρήσεις κοινωνικές. Στὸ χωριὸ οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ κακίες των, οἱ ἐπιτυχίες καὶ ἀποτυχίες των ἔχουν ἁπλήν, πρωτόγονον θὰ ἔλεγα μορφὴν καὶ ὡς ἐκ τούτου συλλαμβάνονται καὶ ἐξηγοῦνται εὐκολότερον. Στὸ σχολεῖο αὐτὸ ἐπῆρα μαθήματα ποὺ ἀπεδείχθησαν χρήσιμα στὴν ὑπόλοιπον ζωή μου.
Ἀπὸ τὴν περίοδον ἐκείνην τῆς ζωῆς μου διάφορα περιστατικὰ ἔμειναν ζωηρὰ στὴν μνήμη μου. Πλάϊ στὸ χωριό μας ὑπῆρχε ἕνα ἄλλο χωριό, τὸ Ροδολίβος. Μεταξὺ τῶν δύο χωριῶν ὑπῆρχεν μόνιμος ἐχθρότης, διότι ἀμφότερα διεκδικοῦσαν τὴν πρωτοκαθεδρίαν τοῦ Παγγαίου. Ἡ ἐχθρότης αὐτὴ ἦτο πιὸ ἔντονος μεταξὺ τῶν παιδιῶν καὶ ἔβρισκε τὴν ἔκφρασίν της στὸν πετροπόλεμον. Ἑκατοντάδες παιδιὰ ἑκατέρωθεν, συναντούμεθα μία δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα στὰ μέσα τῆς ἀποστάσεως καὶ ὁπλισμένοι μὲ σφενδόνες καὶ ὀργανωμένοι στρατιωτικῶς ἐκάναμεν πραγματικὲς μάχες. Στὶς μάχες αὐτὲς ἐλάμβανα ἐνεργὸ μέρος καὶ διετήρησα ἔκτοτε τὰ ἀποτυπώματά τους στὸ πρόσωπό μου.

Ἕνα πρωὶ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1918 ξεκινήσαμεν μὲ τὴν μητέρα μου καὶ ἕναν ἐξάδελφό μου νὰ πᾶμε στην Δράμα, γιὰ νὰ εἰσπράξωμεν τὸ ἀντίτιμον τοῦ καπνοῦ ποὺ εἶχε ἀγοράσει μία ἑταιρεία. Ἀφοῦ ἐκάναμε τὴν διαδρομὴ ὀκτὼ ὡρῶν μὲ τὰ μουλάρια, ἐφθάσαμε τὸ βράδυ στὴν πόλιν καὶ κατελύσαμεν σὲ ἕνα μικρὸ ξενοδοχεῖο. Λίγο ἀργότερα ἔγινε ἐπιδρομὴ συμμαχικῶν ἀεροπλάνων, τὰ ὁποῖα ἐβομβάρδισαν ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον τὸν σιδηροδρομικὸν σταθμὸν τῆς Δράμας. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀποκτούσαμεν τὴν ἐμπειρίαν αὐτὴν καὶ μᾶς κατέλαβε ἕνα αἴσθημα κωμικῆς ἀμηχανίας παρὰ φόβου. Ὅταν μετὰ πέντε λεπτὰ ἐπληροφορήθημεν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, κατὰ συμβουλὴν τῆς μητρός μου χωθήκαμε κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι, ὅπου αἰσθανθήκαμε πράγματι ἀσφαλεῖς.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ οἰκογένεια μεγάλωσε, τὰ οἰκονομικὰ της ἐπεδεινώθησαν λόγῳ τῆς καπνικῆς κρίσεως καὶ αἱ δυσκολίαι ἐπολλαπλασιάσθησαν. Διήνυα τὸ δεύτερον ἔτος τοῦ Πανεπιστημίου, ὅταν ὁ πατέρας μου μοῦ ἔγραψε ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ χρηματοδοτήση περαιτέρω τὰς σπουδάς μου, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ συνεταιρισμὸς τοῦ χωριοῦ του ἠρνήθη δάνειον μὲ τὴν δήλωσιν ὅτι «δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σπουδάζεις τὰ παιδιά σου ὅπως δὲν σπουδάζουν καὶ τὰ δικά μας». Τὰ ἀνθρώπινα πάθη στὶς μικρὲς κοινωνίες ἐκδηλώνονται πιὸ ἔντονα παρὰ στὶς μεγάλες. Καὶ εἶναι φυσικὸν αὐτό, δεδομένου ὅτι ὁ φθόνος ποὺ εὑρίσκεται στὴν ρίζα ὅλων τῶν παθῶν, δὲν ἀναπτύσσεται παρὰ μεταξὺ γνωστῶν καὶ ὁμοίων.
Τότε εὑρέθηκα στὴν ἀνάγκην νὰ ἐργασθῶ καὶ νὰ συνεχίσω τὶς σπουδές μου. Ἀνέλαβα τὴν ἀντιπροσωπείαν μίας ἀσφαλιστικῆς ἑταιρείας καὶ περιερχόμην εἰς τὰ χωριὰ τῆς Μακεδονίας, κάνοντας ἀσφαλιστικὰ συμβόλαια. Εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτὴν ἐπέτυχα πέραν πάσης προσδοκίας καὶ ἐκέρδιζα τόσα χρήματα, ὥστε ὄχι μόνον νὰ καλύπτω τὰ δικά μου ἔξοδα, ἀλλὰ νὰ σπουδάζω καὶ τὸν δεύτερον ἀδελφόν μου καὶ νὰ ἐξοφλῶ καὶ χρέη τοῦ πατρός μου. Ἐνθυμοῦμαι δὲ τὴν βαθεῖαν ἱκανοποίησιν ποὺ αἰσθάνθηκα, ὅταν, ἀφοῦ συνεκέντρωσα ἀξιόλογον ποσόν, ἐπῆγα στὸ χωριὸ μὲ δῶρα γιὰ τὰ ἀδέλφια μου καὶ παρήγγειλα στὸν μπακάλη μία σημαντικὴ ποσότητα τροφίμων γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ πράγματι ὑπέφερε. Ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτὰς ἐτελείωσα τὰς σπουδάς μου χωρὶς τακτικὴν φοίτησιν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι οὔτε ὡς μαθητής, οὔτε ὡς φοιτητὴς ὑπῆρξα ὑπόδειγμα ἐπιμελείας καὶ εὐταξίας.
Τὸ 1931 ἐπῆρα τὸ δίπλωμά μου καὶ γιὰ νὰ κερδίσω χρόνον ἐνεγράφην δι’ ἐπαγγελματικὴν ἄσκησιν καὶ συγρόνως κατετάγην εἰς τὸ 19ον Σύνταγμα Σερρῶν, πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς στρατιωτικῆς μου θητείας. Στὸν στρατὸ δὲν ἐπέρασα καὶ πολὺ καλὰ καὶ διότι ἤμουν ἐκ χαρακτῆρος ἀνυπότακτος, ἀλλὰ καὶ διότι ὑφιστάμην ὡς «Καλαμαρᾶς» κακομεταχείρισιν ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους μου. Παρὰ ταῦτα αἰσθανόμουν ἄνετα, διότι ἡ ζωὴ τοῦ κληρωτοῦ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ φροντίδες καὶ εὐθύνες. Δὲν ἔχεις κἂν τὸ πρόβλημα τῆς ἐκλογῆς γιὰ τὸ τί θὰ φᾶς τί θὰ φορέσεις καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ συμπεριφερθῇς. Τὰ ρυθμίζει ὅλα ὁ στρατιωτικὸς κανονισμός. Εἶχα πάντως ἐπίδοσιν εἰς τὰς ἀσκήσεις καὶ καλὸ παράστημα. Ἐνθυμοῦμαι μάλιστα ὅτι, ὅταν σὲ μίαν ἐπιθεώρησιν ὁ Στρατηγὸς Ὀθωναῖος στάθηκε μπροστά μου καὶ ἔκαμε μίαν κολακευτικὴν παρατήρησιν γιὰ τὸ παράστημά μου, ὁ λοχαγὸς μὲ τὸν ὁποῖον εὑρισκόμην σὲ μόνιμον ἐχθρότητα, περνῶντας μπροστά μου μοῦ ἐπέταξεν τὴν φράσιν: «Ἔπρεπε νὰ ξέρη τί κουμάσι εἶσαι».
Τὸ 1932 ἐπῆρα τὴν ἄδειαν τοῦ δικηγορεῖν καὶ ἐγκατεστάθην ὡς δικηγόρος εἰς τὰς Σέρρας. Δὲν ἤμουν βέβαια διακεκριμένος νομικός, δεδομένου ὅτι καὶ αἱ σπουδαί μου καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ μου προπαίδευσις ὑπῆρξαν ἐξ ἀνάγκης πλημμελεῖς. Κατόρθωσα ὅμως ἐντὸς ὀλίγου νὰ συμπληρώσω τὰ κενά μου, νὰ ἐπιβληθῶ ἐπαγγελματικῶς καὶ νὰ κερδίζω τόσα χρήματα, ὥστε νὰ προικίσω τὶς τρεῖς ἀδελφές μου καὶ νὰ σπουδάσω τοὺς ἀδελφούς μου. Κατὰ κακήν μου τύχην ἡ πρώτη ὑπόθεσις ποὺ ἀνέλαβα, ἦταν ἀνθρωποκτονία ἐκ προμελέτης. Ἕνας κτηνοτρόφος ἐσκότωσε εἰς τὸ βουνὸ ἕναν συνάδελφόν του καὶ ἐφυγοδικοῦσεν. Ἑτοιμαζόμουν διὰ τὴν ὑπεράσπισίν του, ὁπότε μετὰ ἀπὸ μίαν ἑβδομάδα ἔμαθα μὲ ἀνακούφισιν, ὅτι ἐδραπέτευσεν εἰς τὴν Ρουμανίαν.
Εἰς τὰς Σέρρας κατὰ τὰς ἐκλογὰς τοῦ 1932 τὸ Λαϊκὸν Κόμμα, τὸ ὁποῖο ἠκολούθη ἡ οἰκογένειά μου, εἶχε διασπασθῇ καὶ ἐνεφανίζετο μὲ δύο συνδυασμούς. Πρὶν νὰ ἐκδηλωθῇ ἡ διάσπασις, ὁ τοπικὸς τύπος προέβαλε ζωηρῶς τὴν ὑποψηφιότητα μου, ἡ ὁποία ἐγένετο συμπαθῶς δεκτὴ ἀπὸ τὴν κοινὴν γνώμην. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ὁ πατέρας μου συνίστα εἰς τοὺς φίλους ποὺ εἶχε εἰς τὴν περιοχήν μας νὰ μὴν μὲ ἐνθαρρύνουν. Πληροφορηθεὶς τοῦτο, ἐπῆγα στὸ χωριὸ καὶ τοῦ παρεπονέθην γιὰ τὴν ἀπροσδόκητον αὐτὴν στάσιν του. Ὁ πατέρας μου προσεπάθησε νὰ μὲ πείση νὰ μὴν ἐπιδοθῶ εἰς τὴν πολιτικὴν καὶ διότι δὲν εἶχε ὑπόληψιν εἰς τοὺς ἀσχολουμένους μὲ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ διότι ἐπίστευε ὅτι ὁ χαρακτήρ μου μὲ καθίστα ἀκατάλληλον πρὸς τοῦτο. Μοῦ εἶπε συγκεκριμένως ὅτι ἡ πολιτικὴ θέλει ψέμματα, συμβιβασμοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἀτιμίες, πράγματα ποὺ δὲν συμβιβάζονται μὲ τὸν εὐθὺ καὶ ἄτεγκτον χαρακτῆρα μου. Καὶ προσέθεσε συμπερασματικῶς: «Ἐὰν μπεῖς στὴν πολιτική, ἢ θὰ θυσιάσης τὸν χαρακτῆρα σου γιὰ νὰ ἐπιτύχης, ἢ θὰ μαρτυρήσης ἂν θελήσης νὰ τὸν διατηρήσης».
Ἀφοῦ μοῦ εἶπεν τὰς σκέψεις του αὐτάς, μὲ ἠρώτησε: «Ἐγώ σου εἶπα γιατί δὲν πρέπει νὰ πολιτευτῆς, νὰ μοῦ πῇς ἐσὺ τώρα, γιατί θέλεις νὰ πολιτευτῆς». Χωρὶς πολὺν σκέψιν του ἔδωσα τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν: «Ἐγὼ πιστεύω ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται στὴν ζωὴ ὀφείλει νὰ δικαιώση τὴν παρουσία του σ’ αὐτὴν καὶ νομίζω ὅτι τὴν καλλίτερη δικαίωσι τὴν ἔχει ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ, ὅτι ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του στὴν ὑπηρεσίαν ἑνὸς λαοῦ ὁλοκλήρου». Ὁ πατέρας μου ἐξεδήλωσε τὴν ἐκτίμησίν του γιὰ τὴν φιλοσοφίαν μου αὐτή, ἀλλὰ προσέθεσε: «Στὸ χωριό μας ἔχουμε μία παροιμία ποὺ λέει ἄλλα λένε τὰ γράμματα καὶ ἄλλα λένε τὰ πράγματα», ἐννοῶν μὲ αὐτό, ὅτι ἄλλο θεωρία καὶ ἄλλο πρᾶξις.
Ἐπιμείναμε καὶ οἱ δύο στὶς ἀπόψεις μας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χωρίσωμεν ψυχραμένοι. Καὶ τὸν ἐπανεῖδα μετὰ δύο μῆνας, ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὀλίγον πρὶν πεθάνη, ἐζήτησε μὲ νεῦμα ἀπὸ τὴν μητέρα μου νὰ μᾶς συγκεντρώση γύρω του. Μᾶς ἔβλεπε θλιμμένα καὶ περιέφερε τὴν ματιὰ του ἀπὸ μένα στὰ παιδιὰ καὶ ἀντιστρόφως, σὰν νὰ μὲ ρωτοῦσε μὲ ἀγωνία ἐὰν θὰ τὰ προστατεύσω. Ἡ ματιὰ αὐτὴ μὲ παρηκολούθησε σ’ ὅλη μου τὴν ζωὴ καὶ ἐνέπνευσε τὶς θυσίες ποὺ ἔκανα γιὰ τὴν οἰκογένειά μου. Ἔχω δὲν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἀπέθανε μὲ τὸ αἴσθημα ὅτι ὁ γυιος του, ἐπιδοθεὶς εἰς τὴν πολιτικήν, δὲν ἠκολούθησεν τὸν ὀρθὸν δρόμον. Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς σταδιοδρομίας μου εἶχα πολλὲς φορὲς τὴν εὐκαιρία νὰ ἐνθυμηθῶ τὰς συμβουλάς του καὶ νὰ διερωτηθῶ ἐὰν ἔκανα καλὰ νὰ τὰς ἀγνοήσω.
Ὁ διάλογος αὐτὸς τὸν ὁποῖον εἶχα μὲ τὸν πατέρα μου, φωτίζει ἴσως τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἤσκησα τὴν πολιτικὴν καὶ ἐτερμάτισα τὴν σταδιοδρομίαν μου, διότι κίνητρον εἰς τὰς πράξεις μου δὲν ἦτο ἡ κατάκτησις καὶ διατήρησις τῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ ἡ ἱκανοποίησις τοῦ αἰσθήματος ὅτι ἐκπληρῶ ἀποστολήν. Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς μὲ κατέστησεν ἱκανὸν νὰ ἀποφεύγω τοὺς εὐτελεῖς συμβιβασμοὺς καὶ τὴν ὀξύτητα ποὺ εἶναι τόσον συνήθεις εἰς τὴν πολιτικὴν καὶ ἰδίως ἐν Ἑλλάδι.

Ἐν τῷ μεταξὺ στὰς Σέρρας ἀπεκορυφώθη ἡ διένεξις μεταξὺ τῶν δύο συνδυασμῶν, οἱ ὁποῖοι τελικῶς διεξεδίκουν ἀμφότεροι τὴν συμμετοχήν μου. Ἀφοῦ ἔκανα μίαν προσπάθειαν συνδιαλλαγῆς, ἡ ὁποία μάλιστα μ’ ἔφερε εἰς ζωηρὰν ἀντίθεσιν μὲ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ ἐπισήμου συνδυασμοῦ Ἀργυρόν, διακεκριμένον καὶ ἔντιμον πράγματι πολιτικόν, ἀπεφάσισα νὰ μὴν μετάσχω τῆς ἐκλογῆς τοῦ 1932. Πάντως ἡ ἀξιοπρεπὴς αὐτὴ συμπεριφορὰ καὶ ἡ ἔκδηλος συμπάθεια τῆς κοινῆς γνώμης, μὲ καθιέρωσαν ἔκτοτε ὡς σοβαρὸν πολιτικὸν παράγοντα τῆς περιοχῆς μας.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός μου, ἐπισυμβάντα τὸν Νοέμβριον τοῦ ἰδίου ἔτους, εὑρέθην εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀναλάβω πλήρως τὴν προστασίαν τῆς οἰκογενείας μου, ἡ ὁποία ἐκτὸς τῆς μητρός μου περιελάμβανεν τρεῖς ἀδελφὰς καὶ τρεῖς ἀδελφούς, ὁ μικρότερος τῶν ὁποίων Ἀχιλλεύς, ἦτο τότε τριῶν μόλις ἐτῶν. Ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτὰς ἦτο φυσικὸν νὰ μὴν κάνω σκέψιν περὶ συμμετοχῆς μου εἰς τὰς ἐκλογὰς τοῦ 1933 αἵτινες ἔφεραν εἰς τὴν ἐξουσίαν τὸ Λαϊκὸν Κόμμα.
Κατὰ τὰς ἐκλογὰς τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1935 ἐξελέγην διὰ πρώτην φορὰν Βουλευτὴς Σερρῶν καὶ ἐνθυμοῦμαι τὴν ἀπογοήτευσιν τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασα εἰς τὴν πρώτην ἐπαφήν μου μὲ τὴν πολιτικὴν πραγματικότητα.
Κατὰ τὰς ἐκλογὰς τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1936 ἐξελέγην ἐκ νέου Βουλευτὴς γιὰ νὰ δοκιμάσω καὶ πάλιν νέαν ἀπογοήτευσιν μὲ τοὺς φανατισμοὺς καὶ τὶς μικρότητες τῶν κομμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπὶ μῆνας ἠρνοῦντο νὰ δώσουν εἰς τὸν τόπον Κυβέρνησιν, μὲ τὸ καταπληκτικὸν διὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην Σύμφωνον Σοφούλη – Σκλάβαινα καὶ ἄλλα παρόμοια, ποὺ ὡδήγησαν τελικῶς εἰς τὴν πτῶσιν τῆς Δημοκρατίας. Ἦτο καὶ τότε τόση ἡ τύφλωσις τοῦ πολιτικοῦ κόσμου ὥστε νὰ ἐμπιστευθῇ οὗτος τὴν Κυβέρνησιν εἰς τὸν Ι. Μεταξᾶν ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν ἐντολέων του παρεσκεύαζεν τὴν δικτατορίαν.
Διαλυθείσης τῆς Βουλῆς τὸ 1936 ἐπανῆλθον εἰς τὰς Σέρρας καὶ ἠσχολήθην μὲ τὴν δικηγορίαν καὶ τὰς οἰκογενειακάς μου ὑποχρεώσεις ἀρνηθεὶς νὰ συνεργασθῶ μὲ τὴν κυβέρνησιν Μεταξᾶ.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1939 ὁ Χίτλερ, ἀφοῦ προηγουμένως ἔκανε τὸ περίφημον τὲστ τοῦ Μονάχου, ἐξαπέλυσε τὴν μοναδικὴν εἰς τὴν ἱστορίαν ἐπίθεσίν του πρὸς κατάκτησιν τοῦ κόσμου. Καὶ ἐπαλήθευε οὕτω τὴν προφητεία τοῦ στρατάρχου Φός, ὁ ὁποῖος, ὅταν, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ρομαντικοῦ Οὐίλσωνος, ὑπογράφετο ἡ Συνθήκη τῶν Βερσαλλιῶν, εἶπε ὅτι δὲν πρόκειται περὶ συνθήκης εἰρήνης ἀλλὰ περὶ εἰκοσαετοῦς ἀνακωχῆς.

Μετὰ ἕναν χρόνον, ὁ Μουσολίνι, φιλοδοξῶν καὶ αὐτὸς νὰ ἀκολουθήση τὰ ἴχνη τῶν Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων, ἐκάλει τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1940 τὴν Ἑλλάδα νὰ παραδωθῇ. Οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωσαν διὰ τοῦ Πρωθυπουργοῦ των τὴν ἀπάντησιν ποὺ ἔδωσεν ὁ Λεωνίδας εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν κατὰ τὴν μάχην τῶν Θερμοπυλῶν, «Μολὼν λαβέ». Οἱ Ἕλληνες ἀπεδέχθησαν τὴν πρόκλησιν χωρὶς δισταγμὸν καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὴν θυσίαν μὲ ἐνθουσιασμόν. Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σταθῇ κανεὶς μὲ θαυμασμὸν μπροστὰ στὴν ἀπόφασι αὐτὴν τῶν Ἑλλήνων, ἐὰν μάλιστα ἀναλογιστῆ ὅτι ἐλήφθη σὲ μιὰ στιγμὴ πού, ὅπως λέει καὶ ὁ ἐθνικός μας ποιητής, τὰ Ἔθνη τῆς Γῆς τὰ «ἔσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Ἡ Εὐρώπη εἶχε ὑποταχθῇ στὸν Χίτλερ καὶ ὁ Μουσολίνι πεπεισμένος πλέον γιὰ τὴν νίκην ἐξήρχετο παρὰ τὸ πλευρόν του. Ἡ Ρωσία ἐσυνέχιζε τὴν ὕποπτον οὐδετερότητά της, καὶ ἡ Ἀγγλία μὲ τὴν προσδοκίαν τῆς ἐξόδου τῆς Ἀμερικῆς, ἐμάχετο ἀπεγνωσμένως ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ ἀδαμάστου Τσώρτσιλ. Οἱ Ἕλληνες, μολονότι ἐγνώριζαν τὴν μοῖραν ποὺ τοὺς ἀνέμενε, ἐπολέμησαν μὲ ἀληθῆ γενναιότητα, ἐξευτέλισαν τὸν Μουσολίνι καὶ ἔδωσαν εἰς τὸν ἐλεύθερον κόσμον τὴν πρώτη του νίκη καὶ τὴν πρώτη του ἐλπίδα. Καὶ δὲν ὑπέκυψαν παρὰ ὅταν προσεβλήθησαν καὶ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἀφοῦ ἐκάλυψαν μὲ αὐτοθυσίαν τὴν ἀποχώρησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι συμμαχικῶν δυνάμεων.
Ἦτο ἡ στιγμὴ τῆς ἐξάρσεως τοῦ Ἔθνους. Ἕνας Ρωμαῖος ἱστορικὸς εἶπε ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τοὺς Ἕλληνες εἶναι «τὸ πρόσκαιρον καὶ τὸ ὑπερβολικόν». Καὶ πράγματι, αἱ κατὰ καιροὺς ψυχικαὶ καὶ πνευματικαὶ ἐξάρσεις των φθάνουν σὲ ὕψη ἀπροσπέλαστα, ἀλλὰ δὲν μένουν ἐκεῖ, παρὰ μονάχα γιὰ μιὰ στιγμή. Καὶ τὴν στιγμὴν ὅμως αὐτὴν δίδουν στὸν κόσμο ἰδέες καὶ φωτεινὰ παραδείγματα, ἐνῷ οἱ ἴδιοι ξαναπέφτουν στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ συνέβη πολλὲς φορὲς στὴν ἱστορία μας καὶ ἐπανελήφθη καὶ κατὰ τὸν τελευταῖον Παγκόσμιον Πόλεμον. Τὴν ἔξαρσιν τοῦ 1940 τὴν διεδέχθη ἡ ἀθλιότης τοῦ ἐμφυλίου πολέμου μὲ ὅλας τὰς συνεπείας του. Ὅπως διεδέχθη ὁ ἐμφύλιος διχασμὸς τὰς νίκας τοῦ 1913 καὶ ὅπως διεδέχθη ἡ ἐθνικὴ συμφορὰ τοῦ 1922 τὸν θρίαμβο τῶν Σεβρών.
Καὶ ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ μῦθος τοῦ Σισύφου δὲν ὑπῆρξεν αὐθαίρετο δημιούργημα φαντασίας, ἀλλὰ συμβολισμὸς καὶ ἀπεικόνισις τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Μὲ μίαν ὅμως διαφοράν, ὅτι ὁ μὲν Σίσυφος ὑφίστατο τὸ μαρτύριόν του ἐκτελῶν καταδίκη τῶν Θεῶν, ἐνῷ οἱ Ἕλληνες τὸ δημιουργοῦν οἱ ἴδιοι ὑποκύπτοντες εἰς μίαν ἀνεξήγητον, ἀλλὰ καὶ ἀκατανίκητον τάσιν αὐτοκαταστροφῆς. Τὴν τάσιν αὐτὴν πολλοὶ ἱστορικοὶ τὴν ἐπεσήμαναν καὶ τὴν ὤκτιραν. Πολὺ χαρακτηριστικὴ ἐν προκειμένῳ εἶναι μία ἀναφορὰ τοῦ Δεριγνὺ εἰς τὴν ὁποίαν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Οἱ Ἕλληνες ἐπιδίδονται εἰς τὸν ἀλληλοσπαραγμὸν ὅταν ἀκριβῶς ἡ τύχη τοὺς μειδιάσει».
Ὀλίγους μῆνας βραδύτερον, ἀπέθνησκε καὶ ἡ μητέρα μοῦ κατόπιν ἐγχειρήσεως εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὀδυνηρὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν ἐπῆγα στὸ χωριὸ καὶ ἀνεκοίνωσα στὰ ὀρφανὰ ἀδέλφια μου τὸν θάνατον τῆς μητρός των, τὴν ὁποία εἶχα ἐνταφιάσει στὴν Ἀθήνα.
Μετὰ τὴν ὑποταγὴν τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν διὰ τρίτην φορὰν κατάληψιν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, κατεφύγαμεν ὡς πρόσφυγες εἰς τὰς Ἀθήνας ὅπου ὅμως ἡ ζωὴ μέρα μὲ τὴν ἡμέρα καθίστατο δύσκολος μέχρι ποὺ κατέστη ἀδύνατος. Ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτὰς ἠναγκάσθην νὰ στείλω τὰ ἀδέλφια στὴν Νιγρίτα ὅπου εἶχα ἀρκετοὺς φίλους καὶ ὅπου ἡ συντήρησίς των ἦτο εὐκολωτέρα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Κυβέρνησις ἔλαβε μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστήμονας πρόσφυγας ἐξ Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητα αὐτήν μου ἐπροτάθη καὶ Γενικὴ Γραμματεία καὶ Νομαρχία. Ἠρνήθην νὰ δεχθῶ, μολονότι εἶχα ἀνάγκη, διότι αὐτὸ δὲν συνεβιβάζετο μὲ τὰς ἀρχάς μου.
Ὅλοι οἱ καταληφθέντες ἀπὸ τὰς δυνάμεις τοῦ Ἄξονος λαοὶ ὑπέφεραν. Αἱ δοκιμασίαι ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι. Καὶ τοῦτο διὰ δύο λόγους. Πρῶτον διότι ἡ Ἑλλὰς δὲν ὑπῆρξεν ποτὲ αὐτάρκης εἰς τρόφιμα καὶ δεύτερον διότι ἐτέθη ὑπὸ τριπλῆν κατοχήν.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Κατοχῆς ὑπεστήριζα ἐπιμόνως ὅτι ἔπρεπε ἡ ἀπελευθέρωσις νὰ εἶναι ἡ ἀφετηρία μιᾶς νέας πολιτικῆς ζωῆς, μὲ νέους πολιτικοὺς σχηματισμοὺς καὶ νέους ἀνθρώπους. Εἶχα ἤδη τὴν πεῖραν τοῦ παρελθόντος καὶ ἐπίστευα ὅτι, ἐὰν δὲν ἐπιτυγχάνετο ἡ ἀνανέωσις τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς, ἡ ἐπικράτησις τοῦ ΕΑΜ θὰ ἦτο βεβαία ἐξ ἀντιδράσεως πρὸς τὰ παλαιὰ κόμματα. Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ συνεκροτήσαμεν μίαν προοδευτικὴν πολιτικὴν ὁμάδα τῆς ὁποίας μετεῖχον διακεκριμένοι διανοούμενοι ὅπως ὁ Τσάτσος, ὁ Ζολώτας, ὁ Ἀγγελόπουλος, ὁ Πολίτης, ὁ Γεωργούλης, ὁ Πέτρος Κόκκαλης κλπ. Προσεπάθησα νὰ πείσω τὴν ὁμάδα νὰ ἀναλάβη δρᾶσιν θέτουσα τέρμα εἰς τὰς ἀκαδημαϊκὰς συζητήσεις. Ἔλειπεν ὅμως τόσον ἡ πεῖρα ὅσον καὶ ὁ ρεαλισμός, ὥστε ἀναγκάστηκα νὰ ἀποχωρήσω ἀπὸ τὴν ὁμάδα ἡ ὁποία μετὰ τινα χρόνον διελύθη. Διὰ νὰ ἀποδειχθῇ δι’ ἄλλην μίαν φορὰν ὅτι ὁ Βίσμαρκ εἶχε δίκαιο ὅταν, δυσπιστῶν πρὸς τὰς πολιτικὰς ἱκανότητας τῶν διανοουμένων ἔλεγε: «Δύο ἀκόμη καθηγηταὶ καὶ ἡ πατρὶς ἐχάθη».
Τὴν ἄνοιξιν τοῦ 1944, καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ κ. Παπανδρέου γιὰ τὴν Αἴγυπτον, εἶχαν ὀργανωθεῖ ἀποστολαὶ πολιτικῶν προσώπων γιὰ τὴν Μέσην Ἀνατολήν, ὅπου ἡ κατάστασις ἐνεφανίζετο ἀπελπιστικὴ μετὰ τὰ σημειωθέντα στρατιωτικὰ κινήματα. Εἰς τὴν δευτέρα ἀποστολὴν τῆς ὁποίας μετεῖχον οἱ κ.κ. Τσαλδάρης, Χέλμης, Τσάτσος, Παπαθανάσης καὶ δύο τρεῖς ἀξιωματικοί, συμπεριελήφθην καὶ ἐγώ. Μᾶς ὁδήγησαν νύχτα εἰς τὸ Πόρτο Ράφτη ἀπ’ ὅπου θὰ ἐπιβιβαζώμεθα εἰδικοῦ ἱστιοφόρου. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως τὸ ἱστιοφόρον συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἐπιστρέψαμεν κακὴν κακῶς καὶ πεζοὶ εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἐν συνεχείᾳ μετέσχον ἄλλων δύο ἀποστολῶν εἰς μίαν ἐκ τῶν ὁποίων παρ’ ὀλίγον νὰ συλληφθῶ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ αἱ ὁποῖαι ἐπίσης ἀπέτυχον. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους ὀργανώθηκε νέα ἀποστολὴ καὶ ἐπεβιβάσθημεν εἰς τὴν Ἀνάβυσσον ἑνὸς μικροῦ ἱστιοφόρου τὸ ὁποῖον μετὰ πολλὰς περιπετείας ἔφθασεν εἰς τὸ στενὸν μεταξὺ Ἄνδρου καὶ Τήνου. Ἐπειδὴ ὅμως ὑπῆρχεν ἰσχυρὸ μελτέμι, δὲν μπορέσαμε νὰ συνεχίσουμε τὸν πλοῦν καὶ ἀναγκαστήκαμε νὰ καταφύγωμεν εἰς μίαν σπηλιὰν μέχρις ὅτου πέσει ὁ καιρός. Στὴν περιπέτειαν αὐτὴν μὲ ἐσυνόδευαν δύο ἀξιωματικοὶ τοῦ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ. Τὴν τρίτην ἡμέραν κατὰ τὴν αὐγήν μας συνέλαβαν οἱ ἀντάρται τοῦ κλιμακίου τὸ ὁποῖον εἶχε ἐγκαταστήση ὁ ΕΛΑΣ εἰς τὴν νῆσον, μᾶς ὁδήγησαν εἰς τὴν Πάνορμον καὶ μᾶς ἐνέκλεισαν εἰς τὸ ἐκεῖ παλαιὸν τελωνεῖον. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων ἦσαν, ἐὰν ἐνθυμοῦμαι καλῶς, οἱ ἀξιωματικοί: Παπαθανασιάδης, Γεννηματὰς καὶ Νάτσινας. Ἡ ἐντολὴ ἦτο νὰ μᾶς μεταφέρουν εἰς τὴν Εὔβοιαν καὶ νὰ μᾶς παραδώσουν εἰς τὸ ἐκεῖ στρατηγεῖον τοῦ ΕΛΑΣ. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ μελτέμι ἐσυνεχίζετο, δὲν καθίστατο δυνατὴ ἡ μεταφορά μας ἐπὶ ἑβδομάδας. Ἡ ζωή μας ἐκεῖ ἦτο ἀφόρητος διότι δὲν εἴχαμε οὔτε τροφὴ οὔτε νερό. Συντηρούμεθα μὲ λίγο ψωμί, μὲ σῦκα καὶ μὲ νερὸ λιμνάζον. Μιὰ μέρα παρεκάλεσα τὸν ἐπί κεφαλῆς τοῦ κλιμακίου καὶ μὲ ὁδήγησεν εἰς τὸ παραπλεύρως χωριὸ γιὰ νὰ μπαλώσω τὰ παπούτσια μου ποὺ εἶχαν ξηλωθῇ. Ἐκεῖ εὑρῆκα τὴν εὐκαιρίαν καὶ εἶπα στὸν τσαγγάρη τὴν περιπέτειά μου καὶ τὸν παρεκάλεσα ἐὰν μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήση νὰ ἀποδράσω. Αὐτὸς μὲ ἔφερε σὲ ἐπαφὴν μὲ ἕναν ναυτικὸν ὀνόματι Ζέρβα, ὁ ὁποῖος ἦτο σύνδεσμος τῶν Ἄγγλων εἰς τὸ νησί. Ἦτο πληροφορημένος καὶ ὅπως μοῦ εἶπε εἶχε ἐντολὴν νὰ μὲ βοηθήση. Κατεστρώσαμε λοιπὸν ἐν τάχει τὸ σχέδιον καὶ συμφωνήσαμεν νὰ μὲ περιμένη κατὰ τὰ μεσάνυχτα σ’ ἕναν κάβο, δύο χιλιόμετρα περίπου ἀπὸ τὴν Πάνορμον. Πράγματι, κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἐπήδησα ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ τελωνείου ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν πίσω πλευρὰ καὶ μὲ μεγάλο κίνδυνον καὶ προφυλάξεις ἔφθασα στὴν βάρκα. Περιπλέαμε τὴν ἀκτὴ καὶ κατὰ τὴν αὐγὴ συναντήσαμεν ἕνα ἱστιοφόρον τοῦ ὁποίου ἐπέβαινον φυγάδες πρὸς τὴν Μέσην Ἀνατολὴν μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐνθυμοῦμαι τοὺς στρατηγοὺς Τσαταλόν, Βέλλιον καὶ τὸν καλλιτέχνην Βολονίνην. Ἐπεβιβάσθην τοῦ ἱστιοφόρου τὸ ὁποῖον ἠναγκάσθη λόγῳ τῆς παρουσίας γερμανικοῦ περιπολικοῦ νὰ ἀλλάξη πορείαν καὶ νὰ κατευθυνθῇ πρὸς τὴν ἀκατοίκητον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην νῆσον Γιούρα. Μετὰ διήμερον ἀγωνιώδη παραμονὴν κατευθυνθήκαμεν πρὸς τὸν Τσεσμέ, ὅπου ἐφθάσαμε κατὰ τὰ ξημερώματα. Ἐκεῖ μᾶς παρέλαβον αἱ τουρκικαὶ ἀρχαὶ καὶ μᾶς ὁδήγησαν στὴν Σμύρνη. Ἀπὸ τὴν Σμύρνη ἐπεκοινώνησα μὲ τὴν ἐν Καΐρῳ Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν καὶ ἐζήτησα νὰ μοῦ στείλουν διαβατήριο καὶ τὰ μέσα γιὰ νὰ συνεχίσω πρὸς Αἴγυπτον. Ἡ Κυβέρνησις Παπανδρέου μοῦ ἠρνήθη διαβατήριον, μολονότι τὴν προηγουμένην εἶχε χορηγήση εἰς τοὺς Ζολώταν καὶ Γαρουφαλιάν, τοὺς ὁποίους εὑρῆκα ἐκεῖ καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζω γιατί μοῦ ἀπέκρυψαν τὸ γεγονὸς τῆς ἀναχωρήσεώς τους κατὰ τὴν ἑπομένην. Ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτὰς ἐχαρακτηρίσθην πρόσφυξ καὶ προωθήθηκα μαζὶ μὲ μίαν μεγάλην ὁμάδα εἰς τὸ Χαλέπι σὲ στρατόπεδο, ὅπου μὲ ἐκράτησαν αἱ Ἀγγλικαὶ Ἀρχαὶ ἐπὶ ἕνα περίπου μῆνα.
Καὶ μὲ ἐκράτησαν διότι ὡς πρώην Βουλευτὴς τοῦ Λαϊκοῦ Κόμματος, ἐθεωρούμην δεξιός. Οἱ Ἄγγλοι, τῶν ὁποίων δικαιολογημένα θαυμάζεται ἡ πολιτικὴ ὡριμότης, ἔχουν δύο βασικὰ πολιτικὰ ἐλαττώματα. Πρῶτον, λόγῳ τῆς μεγάλης προσηλώσεώς των εἰς τὴν παράδοσιν ἔπαθαν ἀνικανότητα προσαρμογῆς. Καὶ ἀργοῦν ὡς ἐκ τούτου νὰ ἀναθεωρήσουν τὴν πολιτικήν των ὅταν ἀκόμα ἀποδειχθῇ ἐσφαλμένη. Δεύτερον, ὅτι μὴ δυνάμενοι λόγῳ παραδόσεως καὶ πάλιν νὰ εἶναι ἀριστεροὶ εἰς τὸν τόπον τους, ἱκανοποιοῦν τὸν ἀριστερισμὸν τους εἰς βάρος ἄλλων λαῶν. Αὐτῶν τῶν δύο ἐλαττωμάτων ὑπῆρξε θῦμα καὶ ἡ Ἑλλὰς καὶ θὰ εἶχε ἀκολουθήση τὴν τύχην τῶν γειτόνων της, ἐὰν τὴν τελευταίαν στιγμὴν δὲν ἀντιδροῦσε ἀποφασιστικὰ ὁ ἴδιος ὁ Τσώρτσιλ.
Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνησις ἀναχωροῦσα διὰ τὴν Νεάπολιν, μοῦ ἔστειλε διαβατήριο καὶ προωθήθην μέσῳ Βυρητοῦ καὶ Πὸρτ Σάϊντ εἰς Κάϊρον. Ἔφθασα εἰς τὸ Κάϊρον εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν καὶ κατηυθύνθην εἰς τὴν ἐκεῖ Ἑλληνικὴν Λέσχην εἰς τὴν ὁποίαν δὲν μοῦ ἐπετράπη ἡ εἴσοδος λόγῳ τῆς ἀθλίας περιβολῆς μου. Μὴ γνωρίζων ποῦ νὰ κατευθυνθῶ καὶ μὴ διαθέτων χρήματα, ἐπέμεινα ἐξηγῶν εἰς τὸν θυρωρὸν τὴν ἀνάγκην νὰ μοῦ ἐπιτρέψη τὴν εἴσοδον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξήρχετο ὁ Στρατηγὸς καὶ πολιτευτὴς Φλωρίνης Μπινόπουλος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μετὰ δυσκολίας μὲ ἀνεγνώρισε, μὲ ὁδήγησε εἰς τὸ ξενοδοχεῖον του, ὅπου καὶ διανυκτέρευσα. Τὴν πρωίαν τῆς ἑπομένης μοῦ ἔδωσεν ὀλίγα χρήματα γιὰ νὰ μεταβῶ εἰς Ἀλεξάνδρειαν ὅπου ἐπρόκειτο νὰ συναντήσω τὸν ἀξιωματικὸν τοῦ Ναυτικοῦ κύριον Λιβανόν. Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν παρέμεινα ἐπὶ τριήμερον, φιλοξενούμενος τοῦ κ. Λιβανοῦ.

Τὸ πρωὶ τῆς τρίτης ἡμέρας ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου μου ἀντίκρυσα πλῆθος ἑλληνικῶν σημαιῶν εἰς τὸν κεντρικὸν δρόμον. Ὅταν ἐρώτησα περὶ τίνος ἐπρόκειτο καὶ ἐπληροφορήθην ὅτι κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς ἐλευθερώθηκε ἡ Ἀθήνα, κατελήφθην ἀπὸ λυγμούς. Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἐπανῆλθα εἰς τὸ Κάϊρον ὅπου συνήντησα μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐναπομείναντας ἐκεῖ Ἕλληνας πολιτικούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ κ.κ. Τσαλδάρης, Σοφιανόπουλος, Ρέντης κλπ. Τὴν ἑπομένην, μὲ τὸ πρῶτο στρατιωτικὸ ἀεροπλάνο, ὁδηγήθημεν μέσῳ Τομπροὺκ εἰς Ἀθήνας.

