Ανεμος στα δέντρα, οπλές στη γη, κλαδιά που σπάνε. Η βροχή που πλησιάζει. Το κελάηδισμα ενός πουλιού, το βουητό ενός εντόμου και, όχι πολύ μακριά, αυτοκίνητα και άλλες ισχυρές μηχανές. Και έπειτα, η γέννηση ενός μοσχαριού, η ζωή του, η καθημερινότητά του. Υπάρχει άραγε, αφηγηματικά μιλώντας, δραματικό ενδιαφέρον σε όλα αυτά; Και αν ναι, τι έχει να πει σε εμάς, τους ανθρώπους; Επίσης: Πώς θα μπορούσε να αναπαρασταθεί σε μια σκηνή;
«Είναι πολύ δύσκολο να απεικονιστούν σκηνικά τα ζώα με παραστατικό και αυθεντικό τρόπο», λέει στην «Κ» η σημαντική Βρετανίδα σκηνοθέτις Κέιτι Μίτσελ. «Αποφασίσαμε λοιπόν να το κάνουμε πιο αξιόπιστα, με τη βοήθεια του ήχου, και να βασιστούμε στο κοινό, που θα δημιουργεί τις εικόνες με το μυαλό του. Είναι κάτι πολύ κοινό στη θεατρική πρακτική, όπου ένας ήρωας θα βγει στη σκηνή και θα πει, π.χ., “κοίτα αυτή την ωραία λίμνη”. Εμείς απλώς αντικαθιστούμε την ομιλούμενη γλώσσα με τη γλώσσα των ήχων».
Μιλάει για το «Cow / Deer», μια ασυνήθιστη, ακουστική σκηνική εμπειρία, όπου τέσσερις ερμηνευτές και ερμηνεύτριες αξιοποιούν ζωντανά σκηνικά εφέ (τεχνική Foley) και ηχογραφήσεις προκειμένου να αφηγηθούν την ιστορία μιας αγελάδας και ενός ελαφιού, αναπαριστώντας τον κόσμο όπως τον αντιλαμβάνονται τα ίδια τα ζώα. Το έργο αποτελεί συμπαραγωγή του Royal Court Theatre με το Εθνικό Θέατρο και παρουσιάζεται από σήμερα στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» μετά την πρεμιέρα του στο Λονδίνο. Εκτός από τη Μίτσελ που σκηνοθετεί, το εγχείρημα συνυπογράφουν η sound artist και συνθέτις Μέλανι Γουίλσον και η συγγραφέας και δραματουργός Νίνα Σιγκάλ. Στη σκηνοθεσία της ελληνικής εκδοχής συνεργάζεται η Ειρήνη Φαναριώτη, ενώ οι Ελληνες ερμηνευτές και ερμηνεύτριες είναι οι Αλέξανδρος Ζοτάι, Χρήστος Θάνος, Κορίνα Κόκκαλη και Ιωάννα Τουμπακάρη.

Μίτσελ, Γουίλσον και Σιγκάλ ερεύνησαν την καθημερινότητα μιας αγελάδας και ενός ελαφιού, ενώ ειδικά η σκηνοθέτις και η sound artist, που έχουν ανατραφεί στην ύπαιθρο, βασίστηκαν και σε προσωπικές εμπειρίες. Το αποτέλεσμα είναι μια ηχητική, ακροαματική εξερεύνηση του «ευρύτερου από τον άνθρωπο κόσμου», λέει η Βρετανίδα. «Το πείραμα είναι αν τα γεγονότα στη ζωή ενός ζώου μπορούν να μας γοητεύσουν όσο εκείνα στη ζωή ενός ανθρώπου και αν θα βρούμε σε αυτά δραματικό ενδιαφέρον. Από κάτω όμως βρίσκεται το ερώτημα του πώς μιλάμε για τη σχέση μας με το οικοσύστημα στο οποίο ζούμε, πώς βγάζουμε τους εαυτούς μας από το επίκεντρο αυτού του “ευρύτερου από τον άνθρωπο κόσμου” και τι ρόλο έχει σε όλα αυτά το θέατρο», σημειώνει.
Πρέπει να σκεφτούμε επειγόντως τη σχέση μας με αυτόν τον «ευρύτερο από τον άνθρωπο κόσμο» και να προκα-λέσουμε το θέατρο ώστε να μιλήσει για τα μη ανθρώπινα όντα.
Η θεατρική τέχνη, συνεχίζει η Μίτσελ, καθότι ανθρωποκεντρική, δυσκολεύεται να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα. «Υπό τη σκιά όμως της κλιματικής κρίσης», υπογραμμίζει, «πρέπει να σκεφτούμε επειγόντως τη σχέση μας με αυτόν τον “ευρύτερο από τον άνθρωπο κόσμο” και να προκαλέσουμε το θέατρο ώστε να μιλήσει για τα μη ανθρώπινα όντα. Πρόσφατα ο ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι δεν καταφέραμε να περιορίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου και στην Ελλάδα βιώνετε εντονότερα τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Πρέπει λοιπόν να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και οι καλλιτέχνες πρέπει να θέσουμε στο επίκεντρο διαφορετικά ζητήματα. Ακόμα και αν το κοινό βρει λίγο ενοχλητικό το να ακούει ήχους ζώων. Είναι σημαντικό να το κάνουμε, αυτήν την ιστορική στιγμή».
Το «Cow / Deer», εξηγεί η Μίτσελ, προτείνει ουσιαστικά διαφορετικούς θεατρικούς κανόνες, που μπορεί να επιτύχουν ή και όχι. Η ίδια έχει παρουσιάσει και άλλα έργα για την κλιματική αλλαγή, τα οποία, όπως λέει, «έχουν χαμηλό ποσοστό επιτυχίας». Δεν πειράζει: «Θα ήθελα να προσκαλέσω το ελληνικό κοινό σε αυτό το εγχείρημα σαν να είναι πείραμα, το οποίο για να λειτουργήσει χρειάζεται τη βοήθειά τους», λέει. Ισως έτσι να προκύψει «ένας στοχασμός, μια ευγένεια για τον κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά και ένας νέος τρόπος να ακούμε για τις διαφορετικές εμπειρίες των ζώων, ένας τρόπος όχι ανυπόμονος, που να ρωτάει διαρκώς “πού είναι η αφήγηση, πού είναι το δράμα”. Ενας τρόπος που αναζητάει το πώς συνυπάρχουμε με τα ζώα και τι κάνουμε για να γίνει η ζωή τους καλύτερη». Τι έμαθε η ίδια από όλη αυτήν την εμπειρία; «Εμαθα την ταπεινότητα», αποκρίνεται, ενώ προσθέτει και την πληροφορία ότι αγελάδες και ελάφια κοιμούνται περισσότερο στη διάρκεια της ημέρας. «Κυρίως όμως ταπεινότητα».
Ο μισογυνισμός
Γνωστή και από τις σημαντικές σκηνοθεσίες στην όπερα, η Μίτσελ δήλωσε πρόσφατα ότι θα αποχωρήσει από την τέχνη του λυρικού θεάτρου λόγω του μισογυνισμού που κυριαρχεί. Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα; «Είναι άσχημα», λέει. «Υπάρχει συστημικό πρόβλημα μισογυνισμού στην όπερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Είμαι καλλιτέχνις μιας ηλικίας και ποτέ δεν έχω απελευθερωθεί από τον σεξισμό στις όπερες που έχω δουλέψει. Και τώρα έχω καθήκον να μιλήσω για αυτό στη νέα γενιά». Πιστεύει άραγε ότι το φεμινιστικό κίνημα ηττάται κατά κάποιον τρόπο από την άνοδο ηγετών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ; «Το κίνημα του #ΜeΤoo είναι πολύ νέο, ο φεμινισμός είναι πολύ νέος, μόλις 100 χρόνων, και εξελίσσεται διαρκώς, δυναμώνει μέσα από τις κρίσεις», λέει η Μίτσελ και καταλήγει: «Ξεχνάμε επίσης ότι όταν μιλάμε για φεμινισμό, μιλάμε για ισότητα, για ένα πιο δίκαιο, πιο ισότιμο, πιο συμπεριληπτικό κόσμο, χωρίς φασισμό και ρατσισμό. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν τον δρόμο θα τον ανοίξουν γυναίκες, άνδρες ή κάποιες ομάδες. Ελπίζουμε απλώς ότι θα γίνει πραγματικότητα».

