Η πρόσφατη βράβευση του ποιητή Ηλία Κεφάλα με το βραβείο Μπάρμπαρα Φιλντς-Σιώτη από τον «Κύκλο Ποιητών», στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, μας οδηγεί μακριά από την Αθήνα, στο χωριό Μέλιγος των Τρικάλων.
Εκεί, θα συναντήσουμε τον Ηλία Κεφάλα, έναν στοχαστή της γραφής που ζει ανάμεσα στη φύση και στα βιβλία. Με μακρά διαδρομή και με επίδοση επίσης στο δοκίμιο, τη λογοτεχνία, το χρονικό και την κριτική, ο Ηλίας Κεφάλας είναι ένας φιλόσοφος με την ευρεία έννοια της λέξης, ένας άνθρωπος που μετράει τον χρόνο μέσα από τους κύκλους της φύσης. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι η συλλογή «Μισοφέγγαρα» (εκδ. Θράκα) και η έκδοση με τα «μοιρασμένα ποιήματα» ανάμεσα στον Μαρκ Ντελούζ και τον Ηλία Κεφάλα («Fécamp-Trikala, aller-retour», εκδ. Αρμός). Στο αφήγημα «Τρίκαλα 1951-1969» (εκδ. Γαβριηλίδη) ιστόρησε τα πρώτα του βιώματα.
Η ουσιαστική ανθρώπινη φύση πονάει και χαίρεται, γελάει και κλαίει με τον ίδιο πάντοτε τρόπο.
– Η βράβευσή σας ήρθε ως δικαίωση μιας μακράς και γόνιμης διαδρομής. Σε ποιο σημείο της συγγραφικής σας πορείας σας βρήκε;
– Με βρήκε σε μια στιγμή κατά την οποία έχω συμπληρώσει την έκδοση 44 συνολικά βιβλίων μου, μέσα στα οποία συγκαταλέγονται ποιητικά βιβλία, πεζογραφικά, δοκίμια, ανθολογίες και βιβλία λογοτεχνίας για παιδιά. Εχω ακόμα δύο ποιητικές συλλογές έτοιμες για έκδοση και με όλα αυτά νομίζω ότι έχω γράψει πια όλο το έργο μου και δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι παραπάνω. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια μεστή συγκομιδή, η οποία είναι έτοιμη να ταξιδέψει μόνη της και να αντιμετωπίσει ‒τουλάχιστον σε κάποια κομμάτια της‒ την αντοχή της στον χρόνο.
– Αισθάνεσθε ότι ανήκετε στη λεγόμενη γενιά του ’70; Και αν ναι, πώς ορίζετε το στίγμα σας μέσα σε αυτή;
– Ηλικιακά ανήκω στη γενιά αυτή. Είμαι από τους τελευταίους όμως που εμφανίστηκαν στην εκδοτική της δράση (έκδοση πρώτου βιβλίου το 1980), καθόσον είχα έναν δισταγμό να εμφανιστώ δίπλα στους συνοδοιπόρους μου λόγω του είδους της ποίησης που διακονούσα. Η γενιά του ’70, κυρίως ο όμιλος των ποιητών που ανήκαν στην καρδιά της, χαρακτηρίζονταν από το γεγονός του αντικομφορμισμού και της αμφισβήτησης. Το ίδιο συνέβη και με τον Μιχάλη Γκανά (πρώτο βιβλίο 1978), ο οποίος σε μια συνομιλία μας μου εκμυστηρεύθηκε ότι μοιάζουμε στο γεγονός ότι είμαστε ποιητές του εξωαστικού χώρου και ότι η φωνή μας βγαίνει μέσα από τα χορταράκια του εδάφους. Ναι, εγώ ερχόμουν από μια μυθολογία του χωριού και της ευρύτερης φύσης και αναζητούσα τον τρόπο να εναρμονιστώ με το ποιητικό περιβάλλον που επικρατούσε.
– Η ποίησή σας έχει ανθρωποκεντρική διάσταση μέσα σε ένα ευρύτερο οικοσύστημα. Πώς έχει εξελιχθεί στον χρόνο; Πώς επηρεάζει ο χρόνος και τα βιώματα τον τρόπο που γράφετε;
– Υστερα από πολλές αναζητήσεις η φυσιοκρατία και η ανθρωπολογία επικρατούν στην ποίησή μου, με την έννοια ότι το κάθε ποίημα πλέον θεμελιώνεται πάνω στις πανανθρώπινες αξίες και στα κριτήρια μιας φυσικής αγνότητας και μιας κοινωνικής καθαρότητας. Η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αξιοκρατία κ.λπ. διέπονται μόνο από τις αυτούσιες φυσικές συνισταμένες που προτείνονται από τη μητέρα φύση, η οποία συγκροτεί και τις σταθερές εικόνες της αιώνιας ομορφιάς. Χωρίς να αρνείται ο ποιητής ότι στο ποίημα διαχέονται πάντα και πολιτικές νύξεις και νοήματα της εποχής με βαθιά κοινωνικό περιεχόμενο, εντούτοις ο ανθρωπολογικός ψυχισμός είναι αυτός που συνέχει και ποδηγετεί την έκφραση, την εν γένει συμπεριφορά, το ήθος και τη γλώσσα.
– Η ποίηση παρακολουθεί την ανθρώπινη ποικιλία;
– Ο άνθρωπος είναι παντού ο ίδιος, καθώς μέσα σε κάθε πολιτική απόχρωση ο εντονότερος χαρακτήρας, δηλαδή η ουσιαστική ανθρώπινη φύση, πονάει και χαίρεται, γελάει και κλαίει με τον ίδιο πάντοτε τρόπο. Ετσι η ποίηση γίνεται ταυτόχρονα οντολογική και υπαρξιακή και μέσα από την απελευθέρωση του λυρισμού εξευγενίζει τις ανθρώπινες συνθήκες της καθημερινότητας. Σταθερά αντικείμενα της ποίησης είναι η μοίρα του όντος και το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα κάθε μορφή ζωής, ο τρόπος που η οργανική και ανόργανη ζωή, η έλλογη και η άλογη, βιώνουν τον κόσμο και ανταποκρίνονται σ’ αυτόν ή απλώς τον υφίστανται.
– Αν θέλετε, μιλήστε μας για τον τόπο που ζείτε τα τελευταία χρόνια, τη σχέση σας με την ανάγνωση και τη φύση.
– Εδώ και κάμποσα χρόνια έχω επιστρέψει από την Αθήνα στον τόπο γεννήσεώς μου, στο μικρό χωριό Μέλιγος, κοντά στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Προσπαθώ να ζήσω μια λιτή και απλή ζωή με λίγους φίλους και πολλές περιπλανήσεις στην ευρύτερη φύση. Ο κάθε άνθρωπος ζει με τον τρόπο που σκέφτεται, θέλω να πω ότι ο προσωπικός κόσμος του καθενός βρίσκεται μέσα στο μυαλό του και αυτόν τον κόσμο τον κουβαλάει παντού. Το είπε σ’ ένα κείμενό του για μένα πολύ παραστατικά ο Αλέξης Ζήρας: «Ενας κόσμος εναρμονισμένος με τη ροή των φυσικών στοιχείων, αλλά και βυθισμένος μέσα σε μια μοιραία αντίληψη για τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Λυρισμός και ρομαντική αποθέωση της μεταιχμιακής κατάστασης, που καθορίζει διαρκώς την ύπαρξη: φως και σκοτάδι, ουρανός και γη, νερό και αίμα».
– Πώς αλλάζει η θεώρηση του χρόνου σε έναν μικρό τόπο;
– Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, λοιπόν, η ζωή και η ποίησή μου παίρνουν πολλές ειδικότερες μορφές, που αγγίζουν τις ενδότερες ανθρώπινες στοχεύσεις και φέρνουν πάντα τις στιγμές της καθημερινότητας πιο κοντά στην άχρονη αιωνιότητα. Προσπαθώ. Ο μικρόκοσμος με τον μακρόκοσμο εναρμονίζονται, όταν το μπορώ, με το απλό και πολύπλοκο της φυσικής ζωής και σαν άνθρωπος ανήσυχος ισορροπώ πάνω από τη σιωπή και πάνω από τον συγκρατημένο έως λελογισμένο λόγο.
Σ’ αυτόν τον τόπο, όπου ο χρόνος διαστέλλεται εμφατικά, το πρώτο πράγμα που διαπίστωσα με την επιστροφή μου και το διαπιστώνω ακόμα είναι το φαινόμενο της αόρατης ροής, δηλαδή μιας ακατάπαυστης φυγής προς το αόρατο, που μας συμπαρασύρει και στη δεδομένη στιγμή, που μας επιφυλάσσεται, μας εκμηδενίζει.

