Ο Θανάσης και η Ουρανία ζουν μέσα στη μιζέρια και στην γκρίνια που φέρνει η φτώχεια, στο Γκάζι, τη δεκαετία του ’50. Μαζί τους ζει κατάκοιτη η μελλοθάνατη θεία, στην κληρονομιά της οποίας προσβλέπουν για μια καλύτερη ζωή. Ενας καβγάς, μια λάθος κίνηση προκαλούν λίγο νωρίτερα τον θάνατό της. Ενα θάνατο που δεν φέρνει την πολυπόθητη λύση, αλλά είναι σπινθήρας για μια μεγάλη «έκρηξη».
Είναι η υπόθεση του σπαρταριστού, γλυκόπικρου, διαχρονικά «ελληνικού» έργου –γράφτηκε το 1975– του Γιώργου Διαλεγμένου «Χάσαμε τη Θεία Στοπ», το οποίο εγγράφει αυτό το καλοκαίρι ένα νέο ανέβασμα στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε σκηνοθεσία Χρήστου Τριπόδη. «Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ήταν σύνθημα απ’ τη χούντα», λέει ο συγγραφέας για τον τίτλο του έργου, που έκανε αίσθηση στην εποχή του, στη συνέντευξη που έδωσε στην «Κ».
– Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε πει «ο Διαλεγμένος έγραψε μόνο αριστουργήματα. Δεν υπάρχει αδιάφορο, μέτριο ή αμφιλεγόμενο έργο του. Σπάνιο φαινόμενο στο παγκόσμιο θέατρο». Πώς σας φαίνεται αυτή η δήλωση μετά τόσα χρόνια διαδρομής;
– Εγώ του έλεγα πάντα «κόψε κάτι να συμφωνήσω». Και γελούσαμε. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που με είδε στο θέατρο, το 1972. Παίζαμε την «Τρέλα» του Αντρέγιεφ, σε θέατρο της οδού Τρικόρφων, και είχε έρθει. Αφού ψιλοέθαψε την παράσταση, με ξεχώρισε. Από τότε μέχρι που έκλεισε τα μάτια του, είχαμε κάνει μόνο μία συνάντηση! Και δεν τον πήρα πραγματικά ποτέ να τον ευχαριστήσω, γιατί αρχίζει ένα αλισβερίσι περίεργο, που εμένα δεν μου αρέσει.
– Είστε απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης. Εργαστήκατε ως ηθοποιός, έχετε σκηνοθετήσει, αλλά εστιάσατε στη συγγραφή. Την αγαπάτε πιο πολύ;
– Οταν άρχισα να γράφω τη «Θεία Στοπ», είχα αρχίσει να φεύγω σιγά σιγά από το θέατρο. Προσπάθησα να γράψω με την προτροπή της γυναίκας μου, της έλεγα διάφορες ανοησίες και γελούσε και μου λέει «γιατί δεν κάθεσαι να τα γράψεις;». Τι να γράψω; Εγώ μολύβι έπιασα μετά τα 25, γιατί ήμουν ιδιαίτερα κακός μαθητής. Δεν διάβαζα, δεν με ενδιέφερε το σχολείο καθόλου. Δεν είμαι σίγουρος αν έχω βγάλει το δημοτικό σχολείο.
Οι Ελληνες συγγραφείς νομίζω –με τη μικρή μου πείρα– ότι δεν ξέρουν να γράφουν διαλόγους, γράφουν όπως σκέφτονται, δεν γράφουν όπως σκέφτεται ο ήρωάς τους.
Αγαπούσα τη συγγραφή μέχρι που ζούσε ο Λευτέρης (Βογιατζής), από εκεί και έπειτα έχασα το ενδιαφέρον μου. Εχω πεθυμήσει πραγματικά να δω ένα έργο κλασικό, κανονικά, με κοστούμια, σκηνικό, μουσική, υπόθεση. Τώρα έχει καταντήσει το θέατρο, όπως λέω, «Ενοικιάζεται αίθουσα θεατρική για δύο απογευματινές παραστάσεις με πρωινό. Δωρεάν ξενάγηση στα καμαρίνια». Δεν είναι θέατρο αυτό. Στην Ελλάδα λέει «ό,τι δηλώσεις είσαι».
– Ποιος ήταν ο λόγος της άνθησης των θεατρικών συγγραφέων στην εποχή σας –ενδεικτικά αναφέρω τους Καμπανέλλη, Αναγνωστάκη, Κεχαΐδη – Χαβιαρά, Σκούρτη– και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής;
– Το μόνο που ξέρω να πω είναι ότι οι Ελληνες συγγραφείς –νομίζω, με τη μικρή μου πείρα– δεν ξέρουν να γράφουν διαλόγους, γιατί έχουν πάρει τη σκυτάλη από τους προηγούμενους. Τι εννοώ; Οτι οι Ελληνες συγγραφείς γράφουν όπως σκέφτονται, δεν γράφουν όπως σκέφτεται ο ήρωάς τους. Γι’ αυτό και δεν μ’ αρέσει ο Σαίξπηρ, καθόλου. Διότι βάζει τον Αμλετ που είναι 20 χρόνων, που δεν έχει βγει ποτέ από το παλάτι, να λέει τα πιο φιλοσοφημένα πράγματα, και δεν με πείθει. Ενα 20χρονο να λέει «να ζει κανείς ή να μη ζει»; Να υποφέρει άδικης τύχης; Ενα 20χρονο παιδί λέει φιλοσοφίες του Σαίξπηρ, ο οποίος είναι κορυφή ποιητική.
Σε όλες τις δουλειές ψάχνω να βρω το θέμα. Αλλά δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ η ιδέα. Η ιδέα εξαντλείται μέσα σε δυο σελίδες. Σε όλα τα έργα μου, μετά τις πρώτες σελίδες με πάει αλλού το κείμενο, ούτε ξέρω πού. Οπως το καινούργιο μου έργο, «Nothing for nothing», που χωρίς να το θέλω με πήγε σε ένα φινάλε και σε μια κατάσταση απαγορευτική να παιχθεί. Κατάλαβα ότι δεν ελέγχω το έργο, το έργο με ελέγχει σε όλα.
– Είχατε την τύχη να ανεβάσουν έργα σας σπουδαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής. Οι νέοι καταξιωμένοι σκηνοθέτες δεν αγαπούν το σύγχρονο ελληνικό έργο;
– Εχω την εντύπωση ότι τους δυσκολεύει πολύ, γιατί θα είναι απόλυτα ελεγχόμενο από τον Ελληνα θεατή του. Ενώ άμα πάρεις ένα ξένο έργο, το κάνεις όπως θέλεις, το βλέπει ο κόσμος, τελείωσε. Αν έχω βγάλει ένα κακό όνομα στο θέατρο είναι επειδή θέλω να ελέγχω τι κάνει ο σκηνοθέτης. Με τον Λευτέρη είχαμε ομηρικές μάχες, γιατί έβαζε δικά του πράγματα μέσα. Ο Βογιατζής μού είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά ήταν κάπως εγωιστής. Ας πούμε, ήθελε να αλλάξει το φινάλε «Οχι, λέω, δεν θα ανοίξουμε αυλαία αν βάλεις το δικό σου φινάλε, γιατί φεύγεις από το πνεύμα του έργου». Μπορεί να ήταν και καλύτερο, αλλά ήθελα να είναι αυτό που έχω σκεφτεί εγώ.
Αν έχω βγάλει ένα κακό όνομα στο θέατρο είναι επειδή θέλω να ελέγχω τι κάνει ο σκηνοθέτης. Με τον Λευτέρη είχαμε ομηρικές μάχες, γιατί έβαζε δικά του πράγματα μέσα
– Πώς νιώθετε που το «Θεία Στοπ» ανεβαίνει συνεχώς, 50 χρόνια πια μετά τη συγγραφή του;
– Οταν έγραψα το έργο, μου λέει η γυναίκα μου «δώσ’ το σε δύο-τρία θέατρα». Το δίνω στον Κουν, στον Παπαγεωργίου, στον Ληναίο, αν θυμάμαι καλά και στον Ευαγγελάτο. Το πέταξαν. Επειτα από δύο-τρία χρόνια μού τηλεφωνεί ο Παπαγεωργίου. Του το έδωσα και άρχισε πρόβες. Εστελνε σημειώματα στις εφημερίδες, αλλά δεν τα έβαζε κανένας. Και λέω στον Θανάση «άσε, θα κοιτάξω εγώ τι θα κάνω». Παίρνω την παρέα μου όλη και γράφαμε στους τοίχους «Χάσαμε τη Θεία, χάσαμε τη Θεία, χάσαμε τη Θεία. Στοπ». Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ήταν σύνθημα απ’ τη χούντα, «ρε παλικάρι, πάτε να μας αιματοκυλίσετε πάλι;» έλεγαν. Μια γυναίκα μού είχε πει «αχ, παιδάκι μου, αυτό που γράφει έπρεπε όλες οι μάντρες να το γράφουν».
«Γιατί», λέω, «γιαγιά, τι διαβάζεις;». «Χάσαμε τα Θεία, Στοπ!», απαντάει. Οταν κάναμε πρεμιέρα, γράφαμε μετά «Θέατρο Στοά, Θέατρο Στοά, Θέατρο Στοά» και πήγαν οι πρώτοι δέκα περίεργοι. Μη σ’ τα πολυλογώ, μέχρι να κλείσει η εβδομάδα δεν έβρισκες θέση. Βγαίνουν οι κριτικές, ο Γεωργουσόπουλος έγραψε έναν ύμνο, ότι είμαι ο καινούργιος Τσέχοφ και κάτι τέτοια. Τσαντίστηκα τότε, δεν μπορούσα να είμαι ο καινούργιος Διαλεγμένος; Με κολάκεψε βέβαια.
*Πρεμιέρα στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» το Σάββατο 28/6.

