Σέρχιο ντελ Μολίνο στην «Κ»: Ζούμε περιτριγυρισμένοι από φαντάσματα

Σέρχιο ντελ Μολίνο στην «Κ»: Ζούμε περιτριγυρισμένοι από φαντάσματα

Το βιβλίο του «Οι Γερμανοί», τα εγκλήματα του παρελθόντος, οι ενοχές των παιδιών, ο Σούμπερτ ως συνθέτης των παρεξηγημένων

5' 51" χρόνος ανάγνωσης

Δύο αδέλφια, ο Φέδε και η Εύα, συναντιούνται στο νεκροταφείο της Θαραγόθα για την κηδεία του αδελφού τους, Γκάμπι. Ετσι ανοίγει το μυθιστόρημα «Οι Γερμανοί» (εκδ. Ικαρος, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου) του Ισπανού συγγραφέα Σέρχιο Ντελ Μολίνο, με μια σκηνή σε ένα κοιμητήριο, για να μιλήσει για τη μνήμη, την ταυτότητα, την ενοχή, τα φαντάσματα του παρελθόντος και το βάρος της οικογενειακής ιστορίας. Το οποίο όμως για τη μυθιστορηματική οικογένεια Σούστερ είναι πολύ σκοτεινό και αποκαλύπτεται σταδιακά σε μια συναρπαστική ιστορία με μπόλικο σασπένς, που βασίζεται –τουλάχιστον στα πρωτογενή υλικά της– σε ένα πραγματικό αλλά άγνωστο για το ευρύ κοινό ιστορικό γεγονός.

Σέρχιο ντελ Μολίνο στην «Κ»: Ζούμε περιτριγυρισμένοι από φαντάσματα-1Μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, περίπου 627 Γερμανοί άποικοι του Καμερούν παραδόθηκαν στην ουδέτερη Ισπανία, μετά την κατάκτηση του κράτους της κεντρικής Αφρικής από τους συμμάχους. Οι λεγόμενοι «Γερμανοί του Καμερούν» έφτιαξαν τις δικές τους κοινότητες στο Αλκαλά ντε Ενάρες, στην Παμπλόνα και στη Θαραγόθα, και πολλοί από αυτούς έγιναν μέρος ενός ναζιστικού δικτύου που εκτεινόταν σε πολλές και διαφορετικές χώρες. «Οταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος το 1933, όλες οι γερμανικές κοινότητες του εξωτερικού τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Είδαν στον δικτάτορα την ευκαιρία ανάκαμψης μιας χαμένης Γερμανίας και ο Χίτλερ είδε σε αυτές τις κοινότητες μια μεγάλη πολιτική δύναμη που ενίσχυσε τον εθνικισμό του. Γι’ αυτό και χρηματοδότησε γενναιόδωρα τα σχολεία τους και τα ιδρύματά τους, για να τους κάνει να νιώσουν κοντά στη Γερμανία, και εκμεταλλεύθηκε τον ενθουσιασμό τους ώστε να δημιουργήσει εστίες ναζί μαχητών», μας λέει ο Σέρχιο Ντε Μολίνο στη συνέντευξη που έδωσε στην «Κ» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ.

– Στο βιβλίο παρακολουθούμε πώς το παρελθόν της οικογένειας Σούστερ επηρεάζει τις ζωές των απογόνων τους. Πρέπει τα δύο αδέλφια, ο Φέδε και η Εύα, να αισθάνονται ενοχές για τις αμαρτίες των γονιών και των παππούδων τους; Η ενοχή είναι κληρονομική, όπως λέει ο Ζιβ, ο Ισραηλινός χαρακτήρας του βιβλίου;

– Δεν υπάρχει νομική ή ηθική ενοχή. Ούτε ο Φέδε ούτε η Εύα είναι υπεύθυνοι για τα εγκλήματα των προγόνων τους. Το ζήτημα εκφράζεται με τη μορφή ενός οικείου διλήμματος. Θα ήταν εξωπραγματικό και πολύ άδικο να κρίνεις τα παιδιά για αυτά που έχουν κάνει οι γονείς τους, αλλά όταν τα παιδιά μαθαίνουν την Ιστορία δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν σαν να μη γνώριζαν. Ο Ζιβ δεν ενσαρκώνει την ενοχή, αλλά κυρίως προκαλεί κάτι βασικό από την αρχαία ελληνική τραγωδία και την παράδοση του μυθιστορήματος: την αναγνώριση.

Ο εκβιασμός του φέρνει τους Σούστερ αντιμέτωπους με το παρελθόν τους και τους αναγκάζει να σκεφτούν την ταυτότητά τους και τις ζωές τους ως αποτέλεσμα εγκληματικών πράξεων και του ναζισμού. Αυτό προκαλεί ένα εσωτερικό σοκ. Πιστεύω ότι αυτές οι συζητήσεις για την ενοχή ατόμων και χωρών για τα εγκλήματα του παρελθόντος δεν λύνονται με νόμους ή δικαστήρια, αλλά είναι μέρος μιας διανοητικής συζήτησης επειδή αφορούν την ταυτότητα, την οικειότητα και τη μεταφυσική.

– Κατά πόσον η ταυτότητά μας εξαρτάται από την οικογένειά μας;

– Πολύ. Η οικογένεια μας δίνει μια γλώσσα, μια κοινωνική θέση, προκαταλήψεις, μια πρώτη εικόνα της θέσης μας στον κόσμο. Ως ενήλικοι μπορούμε να πολεμήσουμε αυτή την κληρονομιά, αλλά δεν θα νικήσουμε ποτέ ολοκληρωτικά. Αυτό που έχει κάνει η οικογένειά μας για εμάς θα μείνει για πάντα μαζί μας.

– Τα δύο αδέλφια ανακαλύπτουν πόσο εύκολη ήταν η ναζιστοποίηση των γονιών τους, που θυμίζει την άποψη της Χάνα Αρεντ για την κοινοτοπία του κακού, που είναι άλλωστε μία από τους φιλοσόφους και ιστορικούς που εμφανίζονται ως αναφορές στο βιβλίο. Πιστεύετε κι εσείς ότι το κακό προέρχεται από την απουσία κριτικής σκέψης;

– Οχι, πιστεύω ότι το κακό που προέρχεται από τον ναζισμό είναι προμελετημένο. Ο κυνισμός μπορεί να προσφέρει ένα άλλοθι στους κακούς να αθωώσουν τους εαυτούς τους και να πιστέψουν ότι δεν είναι (κακοί). Η realpolitik, για παράδειγμα, καταπραΰνει τις συνειδήσεις των ηγετών που παίρνουν αιματηρές ή εγκληματικές αποφάσεις, αλλά βαθιά μέσα τους, όλοι οι κακοί άνθρωποι ξέρουν τι είναι. Ασχέτως από το πόσο παραπλανούν τους εαυτούς τους και λένε ότι ακολουθούσαν διαταγές, ότι παρασύρθηκαν από την εποχή ή πως ό,τι έκαναν έγινε στο όνομα ενός ευρύτερου καλού, όλοι ξέρουν ότι έχουν πουλήσει τις ψυχές τους, όπως ο Φάουστ στον γνωστό μύθο.

Επικαλούμαστε πάντα τους νεκρούς, μιλάμε εξ ονόματός τους, τους προδίδουμε, τους τιμάμε. Ακόμη και ξεχνώντας τους, παίζουν έναν μεγάλο ρόλο στις ζωές μας.

– Βρίσκετε κοινά σημεία μεταξύ των άκρων του πολιτικού φάσματος, έστω και αν προέρχονται από διαφορετικές εποχές;

– Στην αρχή ήμουν πολύ διστακτικός να μιλήσω για ομοιότητες μεταξύ της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης και της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, αλλά έχει γίνει πια πολύ δύσκολο να βρω τις διαφορές. Το μόνο πράγμα που διακρίνει τον ριζοσπαστικό λαϊκισμό του σήμερα με τον φασισμό του 1930 είναι ότι η Ευρώπη τότε ήταν «οπλισμένη» με πολιτικές πολιτοφυλακές και πολλή βία στους δρόμους. Η σημερινή πολιτική συζήτηση είναι βίαιη μόνο στον λόγο. Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά και σίγουρα θα αποτρέψει την Ιστορία από το να τελειώσει όπως το 1939.

– Το μυθιστόρημα ανοίγει και κλείνει με μια κηδεία. Πόσο επηρεάζουν οι τεθνεώτες τους ζωντανούς;

– Ζούμε ανάμεσα στους νεκρούς μας. Η μνήμη των ανθρώπων που αγαπήσαμε και ήταν σημαντικοί στη ζωή μας μας επηρεάζει. Ζούμε περιτριγυρισμένοι από φαντάσματα και νομίζω ότι με έναν τρόπο όλα τα μυθιστορήματα είναι ιστορίες φαντασμάτων. Υπογραμμίζω αυτή την ιδέα με τον χαρακτήρα του Γκάμπι, που «υπάρχει» σε όλο το μυθιστόρημα και διαμορφώνει τις σχέσεις μεταξύ των άλλων δύο αδελφών. Το ίδιο συμβαίνει στην πολιτική και σε λιγότερο ιδιωτικές σφαίρες: επικαλούμαστε πάντα τους νεκρούς, μιλάμε εξ ονόματός τους, τους προδίδουμε, τους τιμάμε. Ακόμη και ξεχνώντας τους, παίζουν έναν μεγάλο ρόλο στις ζωές μας.

– Η μουσική διατρέχει το βιβλίο, είτε προέρχεται από τον Σούμπερτ ή από πανκ και ροκ συγκροτήματα. Τι ρόλο έχει στο μυθιστόρημα;

– Η γερμανική κλασική μουσική είναι η σύνδεση των Σούστερ με την κατασκευασμένη πατρίδα μέσα στην οποία ζουν. Τους επιτρέπει να επικοινωνούν όταν δεν μπορούν να το κάνουν με λέξεις. Κανένα από τα πρόσωπα του βιβλίου δεν μπορεί να εκφραστεί καλά. Συνεχώς παρεξηγεί ο ένας τον άλλο, σιωπούν και δεν λένε αυτό που πρέπει, αλλά κρατούν την επαφή μεταξύ τους και με τη μυθολογία της οικογένειάς τους μέσω της μουσικής. Ο Σούμπερτ, ειδικά, είναι ο συνθέτης των μοναχικών και των παρεξηγημένων. Είναι η μουσική εκείνων που νιώθουν ξένοι και δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο.

– Το 2025 σηματοδοτεί 50 χρόνια από τον θάνατο του Φράνκο και την ισπανική μετάβαση στη Δημοκρατία. Μιας που συζητάμε για μνήμη και ενοχή στο μυθιστόρημα, τι εικόνα έχουν οι Ισπανοί για την κληρονομιά του Φράνκο;

– Η πολιτική αναταραχή στην Ισπανία έχει συσκοτίσει τα γεγονότα και τις συζητήσεις που θα γίνονταν μέσα στο 2025 καθιστώντας τα αδιάφορα. Ο Φράνκο παραμένει μια πηγή πολιτικής συζήτησης και σύγκρουσης, πράγμα που προκαλεί έκπληξη και είναι αναμφισβήτητα μια αποτυχία της Δημοκρατίας, για την οποία έχει μεγάλη ευθύνη το συντηρητικό κόμμα. Αν το Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular) δεν φοβόταν να δυσαρεστήσει τους νοσταλγούς ψηφοφόρους τους και είχε απορρίψει κατηγορηματικά τη δικτατορία, κανείς δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτές τις μνήμες ως πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Αλλά δεν το έκανε, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Ευρώπη, που εκμεταλλεύθηκαν οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT