«Δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη»

«Δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη»

Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πρωταγωνιστής στην Ορέστεια του Αισχύλου, που σκηνοθέτησε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, μιλά στην «Κ» για την πτυχή στον χαρακτήρα του Ορέστη που τον συγκινεί περισσότερο, την αρχαία τραγωδία και την πορεία του στον χώρο

9' 22" χρόνος ανάγνωσης

«Ο Ορέστης αγαπήθηκε πολύ. Από την Ηλέκτρα που τον αναγνωρίζει ως τον πιο λατρευτό της, από την Τροφό που τον θρηνεί, από την Κλυταιμνήστρα που εν αγνοία της τον υποδέχεται ως ξένο με μαλακά σκεπάσματα σαν να ήταν γιος της». Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος μιλά για την πτυχή στον χαρακτήρα του Ορέστη που τον συγκινεί περισσότερο. 

Ο ταλαντούχος ηθοποιός, ο οποίος –μεταξύ άλλων– έχει μεταφράσει τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, πρωταγωνιστεί για ακόμα μια χρονιά στην Ορέστεια σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. Η εμβληματική τριλογία του Αισχύλου, που αποτελεί την πρώτη συνεργασία του διεθνώς καταξιωμένου Ελληνα σκηνοθέτη και δασκάλου με το Εθνικό Θέατρο, έχει μια σπουδαία πορεία όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και το εξωτερικό με αποκορύφωμα την παρουσίαση στη Βιτσέντσα της Ιταλίας όπου άνοιξε τον 77ο Κύκλο Κλασικών παραστάσεων στο ιστορικό θέατρο Olimpico όπως και την πρόσφατη παρουσίαση στην Κίνα. Η θεατρική παράσταση επιστρέφει στις 22 & 23 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, ολοκληρώνοντας τον φετινό κύκλο του Φεστιβάλ.

Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος μιλά για τον ρόλο του στην παράσταση, τις σπουδές του και την πορεία του στον χώρο. 

«Δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη»-1
Σκηνή από την Ορέστεια σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. 

– Η Ορέστεια του Θεόδωρου Τερζόπουλου έχει χαρακτηριστεί μια πνευματική εμπειρία και πολιτική πράξη. Εσείς, που υποδύεστε τον Ορέστη, πώς βιώνετε εσωτερικά αυτή την παράσταση; 

– Νομίζω ότι και μόνο η επιλογή του Θεόδωρου Τερζόπουλου να αναδείξει τη σημασία του Χορού στη δομή της Ορέστειας καθιστά την παράσταση αυτή μία πολιτική πράξη. Κατάφερε να συγκροτήσει μία πολύ δυνατή ομάδα νέων ηθοποιών, οι οποίοι λειτουργούν ως ο βασικός και καθοριστικός συντελεστής. Εκεί θεωρώ ότι συμπυκνώνεται η πολιτική θέση της παράστασης και η όλη πρωτοπορία της. Στο ότι ο Χορός γίνεται το επίκεντρο. Και με ένα τόσο καλοδουλεμένο και συγκροτημένο σώμα ερμηνευτών γύρω σου, αν «ακούσεις» τον παλμό που σου δίνουν, δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά. Ερμηνεύοντας τον Ορέστη, ήδη από τις πρόβες και από τις πρώτες παραστάσεις μας, παρά την αγωνία και την ευθύνη που ένιωθα, χάρη στην ενέργεια των ηθοποιών του Χορού είχα μια πρωτόγνωρη αίσθηση σκηνικής άνωσης. 

Ο Τερζόπουλος διατηρεί μια ελαφρότητα στην πρόβα, μια διάθεση για παιχνίδι. Με αποτέλεσμα να αφήνει χώρο για το καινούργιο, το απρόοπτο, το αδοκίμαστο υλικό, το ρίσκο. 

– Πρόκειται για μια παράσταση που έχει συγκινήσει κοινό και κριτικούς, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πώς είναι να συμμετέχετε σε ένα έργο που φέρει τόσο μεγάλη καλλιτεχνική και ανθρώπινη «φόρτιση»; Αισθάνεστε πως κουβαλάτε κάτι μεγαλύτερο από τον ρόλο;

– Η αποδοχή του κόσμου είναι συγκινητική. Και φυσικά αυτή η «φόρτιση» λειτουργεί μόνο θετικά, είναι μια ενθάρρυνση. Μέχρι το σημείο βέβαια που δεν μας προσθέτει βάρος περιττό, αγωνία αχρείαστη να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες του κοινού. Σε αυτό με βοήθησε πολύ ο Τερζόπουλος. Παρόλο που δουλεύει με απαιτητικό σύστημα εργασίας, που προϋποθέτει ακρίβεια και οργάνωση στη σωματική και στη φωνητική άσκηση, ταυτόχρονα, ως σκηνοθέτης, δεν τηρεί το πλαίσιο αυτό δογματικά. Διατηρεί μια ελαφρότητα στην πρόβα, μια διάθεση για παιχνίδι. Με αποτέλεσμα να αφήνει χώρο για το καινούργιο, το απρόοπτο, το αδοκίμαστο υλικό, το ρίσκο. Απόδειξη ότι και πέρυσι και φέτος ανέθεσε μεγάλους ρόλους σε ηθοποιούς που δεν γνώριζαν το σύστημά του. Εγώ, ας πούμε, δεν είχα καμία προηγούμενη εμπειρία της μεθόδου του πριν την Ορέστεια. Κι όμως με εμπιστεύτηκε. Χρειάστηκε λοιπόν να εμπιστευτώ κι εγώ έναν άλλο δρόμο προσέγγισης του λόγου, που βασίζεται στη λειτουργία της αναπνοής, όταν ο ηθοποιός έχει κουραστεί σωματικά και αντλεί δύναμη από το διάφραγμα και το ενεργειακό του «απόθεμα». Κι εκεί σιγά σιγά σταματάει να επιβάλλεται στο κείμενο, να το οδηγεί, αρχίζει να οδηγείται από αυτό, γίνεται παράτολμος και άρα δημιουργικός. Είναι ένα στάδιο που η κούραση λειτουργεί ευεργετικά, απελευθερωτικά και αρχίζει να δίνει καρπούς.

– Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στην προσέγγιση του ρόλου;

– Η σκηνή στο τέλος των Χοηφόρων είναι μία πρόκληση σε κάθε παράσταση. Είναι η σκηνή που ο Ορέστης έχει πια εκπληρώσει όλα όσα του υπέβαλαν οι θεοί, οι χρησμοί, η Ηλέκτρα και ο Πυλάδης. Ο Χορός τον καλεί ως ελευθερωτή. Και ο Ορέστης ξεκινάει ένα πολιτικό διάγγελμα, δομημένο στην αρχή, γεμάτο αυτοπεποίθηση, το οποίο όμως σταδιακά εκτρέπεται σε κάτι άλλο, εκτός ελέγχου, που σπαράσσει. Κι ενώ αρχίζει με τόνο θριαμβικό, η σκηνή απρόοπτα κι απότομα τουμπάρει. Κι όσο το πλήθος τον επευφημεί και τον δοξάζει τόσο ο Ορέστης συνειδητοποιεί την παγίδα που του έστησε η μοίρα. Είναι μια σκηνή ακραίας αντίστιξης. Η σωτηρία της πόλης συγκατοικεί αίφνης με την απόλυτη συντριβή του ήρωα. Η Ηλέκτρα και ο Πυλάδης δεν είναι πια εκεί. Και οι θεοί που θα τον υποστήριζαν θα αργήσουν να το κάνουν. Ο Ορέστης μένει μόνος του, αβοήθητος από όσους δήλωναν πως θα είναι σύμμαχοί του. Είναι η στιγμή που ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την προδοσία και με την απόλυτη, την αμέριστη μοναξιά του. Εκεί αντικρίζει τις Ερινύες. Σε αυτή τη σκηνή πρέπει να σηκώσει τον πόνο του ολόκληρο και μόνος του. 

– Ποια πτυχή στον χαρακτήρα του Ορέστη σας συγκίνησε περισσότερο;

Το ότι ο Ορέστης αγαπήθηκε πολύ. Από την Ηλέκτρα που τον αναγνωρίζει ως τον πιο λατρευτό της, από την Τροφό που τον θρηνεί, από την Κλυταιμνήστρα που εν αγνοία της τον υποδέχεται ως ξένο με μαλακά σκεπάσματα σαν να ήταν γιος της. Παρά τη βία που κυριαρχεί, υπάρχουν σημεία απίστευτης τρυφερότητας μέσα στο έργο. Η νεότητα του Ορέστη, η ομορφιά που τον περιβάλλει, δημιουργεί και το βαρυτικό πεδίο της τραγωδίας του. Αυτός ο βόστρυχος, ας πούμε, στην αρχή του έργου, που πρέπει να κοπεί –και θα κοπεί– σε ένδειξη πένθους, εκλύει μεγάλο απόθεμα τρυφερότητας και συγκίνησης. Σαν να πρέπει να χαλάσει ό,τι θυμίζει πάνω του την ομορφιά και την αθωότητα, ό,τι συνιστά την ταυτότητά του, ό,τι τον συνδέει με τη μνήμη και με την παιδική ηλικία. Αλλιώς πώς θα μπορέσει να κάνει αυτό που έχει να κάνει; Αυτή η πτυχή του Ορέστη με συγκινεί πολύ.

«Δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη»-2
Σκηνή από την Ορέστεια σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. 

– Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με την αρχαία τραγωδία; Σε τι ηλικία και με ποιο έργο;

– Είχαμε κάνει μια παράσταση της Αντιγόνης στην έκτη δημοτικού. Παίξαμε στην Επίδαυρο, αρχές καλοκαιριού, πρωί, με φυσικό φως. Με τους γονείς και τους συγγενείς μας από κάτω ως κοινό. Εκανα τον ρόλο του Φύλακα, ήμουν 12 χρονών και ήταν από τις πιο χαρούμενες μέρες της ζωής μου. 

– Ξεκινήσατε από τη Νομική, περάσατε στη Δραματική του Εθνικού και συνεχίσατε με Φιλολογία και Συγκριτική Λογοτεχνία. Τι αναζητούσατε σε κάθε σταθμό; Και τι είναι αυτό που τελικά σας κράτησε στο θέατρο;

– Εδωσα κι εγώ στα 18 μου Πανελλήνιες και μπήκα τότε στη Νομική Αθηνών, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Την επόμενη χρονιά πέρασα στις εξετάσεις του Εθνικού, όπου και σπούδασα για τρία χρόνια, συναντώντας εξαιρετικούς δασκάλους. Ενας απ’ αυτούς ήταν ο Διονύσης Καψάλης, από τους πιο αγαπημένους μου, ο οποίος με ενθάρρυνε να γράφω και να μεταφράζω για το θέατρο. Αφού αποφοίτησα από το Εθνικό ξεκίνησα να δουλεύω ως ηθοποιός και παράλληλα να σπουδάζω στο τμήμα Φιλολογίας στην Αθήνα. Αποφοίτησα το ’23. Και πέρυσι ξεκίνησα ένα μεταπτυχιακό Συγκριτικής Λογοτεχνίας στη Σορβόννη, που είναι ένα πανεπιστήμιο δημόσιο και δεν χρειαζόταν να πληρώνω δίδακτρα, ενώ για τη φετινή χρονιά μου δόθηκε η δυνατότητα να εκπονώ τις εργασίες εξ αποστάσεως για να μπορώ να δουλεύω στην Αθήνα. Μπορεί να φαίνονται ετερόκλητα όλα αυτά, αλλά στη σκέψη μου είναι ένα πράγμα, αδιάσπαστο, ενιαίο. 

Για μένα η λογοτεχνία δεν είναι ένας χώρος περίκλειστος που αφορά μόνο τους μυημένους, τους λόγιους. Με συγκινεί πολύ περισσότερο στις περιπτώσεις που ανοίγεται στο ευρύ κοινό, χωρίς να εκπίπτει σε ποιότητα ή σε βάθος σκέψης.

– Τι είναι εκείνο που ψάχνετε μέσα από την τέχνη και τι σας «βασανίζει» ακόμα να κατανοήσετε;

– Τη χαρά του να φτιάχνω κάτι από το μηδέν. Τη χαρά της κατασκευής, όπως τα παιδιά που ετοιμάζουν κάτι και το προσφέρουν στους μεγάλους. Γι’ αυτό και πολλές φορές δεν μου αρκεί να βγαίνω στη σκηνή. Απολαμβάνω εξίσου τη διαδικασία του να δουλεύω μόνος ένα κείμενο, που θα ερμηνεύσει στη συνέχεια κάποιος άλλος. Για μένα η λογοτεχνία δεν είναι ένας χώρος περίκλειστος που αφορά μόνο τους μυημένους, τους λόγιους. Με συγκινεί πολύ περισσότερο στις περιπτώσεις που ανοίγεται στο ευρύ κοινό, χωρίς να εκπίπτει σε ποιότητα ή σε βάθος σκέψης. Σε αυτό πιστεύω, σε αυτό θέλω να δίνομαι. Και με συγκινούν οι καλλιτέχνες που καταπιάνονται με πολλά, που παίζουν και σκηνοθετούν, που γράφουν και παίζουν, που συνθέτουν στίχους και μουσική και ερμηνεύουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Η τέχνη άλλωστε είναι μία, δεν έχει στεγανά. Και η ίδια η αρχαία τραγωδία ένα ολιστικό πράγμα δεν είναι; Η περίπτωση του Σαίξπηρ;

Συζητούσα πρόσφατα με τον Στρατή Πασχάλη, που τον εκτιμώ πολύ και είναι μεταξύ άλλων και ένας ποιητής εξαιρετικά δραστήριος στον χώρο του θεάτρου, με τις μεταφράσεις και τις διασκευές του, και μου έλεγε κάτι στο οποίο κι εγώ πιστεύω βαθιά: ότι το θέατρο είναι ένας χώρος πολύ φιλόξενος για την ποίηση. 

– Ποιος ήταν ο πιο απαιτητικός ρόλος της καριέρας σας μέχρι στιγμής και γιατί;

– Κάθε ρόλος έχει δυσκολίες. Εξαρτάται και από τον σκηνοθέτη με τον οποίο συνεργάζεσαι κάθε φορά. Αρκετά απαιτητικός ήταν ο Οράτιος στο Σχολείο των Γυναικών του Μολιέρου που είχαμε κάνει πριν κάποια χρόνια σε σκηνοθεσία του Εκτορα Λυγίζου. Ο Εκτορας προσεγγίζει το κείμενο και την εκφορά του λόγου με όρους μουσικής παρτιτούρας. Εκεί ο ηθοποιός καλείται να αφήσει κατά μέρος την όποια προσωπική του ευκολία ή δεξιοτεχνία, για να υπηρετήσει τα νοήματα του έργου ως μέλος μιας ορχήστρας, η οποία, ως σύνολο, θα πει την ιστορία πάνω σε μια κοινή κλίμακα. Είναι απαιτητικό σύστημα, αλλά πολύ γενναιόδωρο εν τέλει. 

«Δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη»-3
Φωτ. Ελένη Σπαθή

– Οταν δεν βρίσκεστε στη σκηνή ή σε πρόβες, πώς περνάτε τον χρόνο σας; Υπάρχουν δραστηριότητες στην καθημερινότητά σας που λειτουργούν σαν αντίβαρο στην ένταση της θεατρικής διαδικασίας;

– Ναι, βέβαια. Προσωπικά έχω πολύ ανάγκη να παίρνω κάθε τόσο απόσταση από τη σκηνή. Και δεν εννοώ μόνο τα διαλείμματα από τις πρόβες στη διάρκεια της βδομάδας. Βιοπορίζομαι αποκλειστικά από το θέατρο, αλλά κάπως τα τελευταία χρόνια επιλέγω να κάνω λιγότερες παραστάσεις μέσα στη χρονιά, ώστε να έχω χρόνο να μεταφράζω ή να γράφω. Και μέχρι τώρα φαίνεται να λειτουργεί. Πέρυσι συνεργάστηκα με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, μεταφράζοντας τις Νεφέλες του Αριστοφάνη και φέτος μου ανέθεσε τη δραματουργική επεξεργασία ενός έργου του Χάβελ που ανέβηκε κι αυτό στο θέατρο Μπέλλος. Το καλοκαίρι θα παρουσιάσουμε στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα ένα καινούργιο έργο που γράφουμε από κοινού με τον Πάνο Ζυγούρο. Και ήδη έχω κάποιες προτάσεις από σκηνοθέτες να μεταφράσω για του χρόνου. Αυτά τα διαλείμματα από τη σκηνή μου είναι αναγκαία, αισθάνομαι ότι με προχωράνε περισσότερο. Οπως επίσης δεν με γοητεύει ιδιαίτερα η ιδέα του ασκητισμού στην τέχνη. Δουλεύω πολύ, αλλά μου αρέσει και επιδιώκω να ζω όμορφα, να ταξιδεύω, να έχω χρόνο με τους φίλους μου και την οικογένειά μου.

– Πώς βλέπετε τη θέση του νέου ηθοποιού σήμερα στην ελληνική θεατρική σκηνή; Υπάρχει χώρος για ρίσκο και εξέλιξη;

– Εργασιακά η γενιά μας αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες σε σχέση με την προηγούμενη. Και αυτό συμβαίνει σε όλους τους κλάδους, όχι μόνο στο θέατρο. Αυτό όμως σε αναγκάζει να ασκηθείς περισσότερο, να σπουδάσεις περισσότερο, να διεκδικήσεις περισσότερο. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, δεν ξέρω αν υπάρχει χώρος. Αλλά κι αν ακόμα δεν υπάρχει, ένας νέος καλλιτέχνης οφείλει να τον δημιουργήσει και να τον δημιουργεί διαρκώς. Και η εξέλιξη άλλες φορές έρχεται από μόνη της, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Αλλες φορές έρχεται πιο βίαια, σε στιγμές που πρέπει να επιλέξεις, που πρέπει να ρισκάρεις.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT