«Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 οι ανισότητες ήταν χαμηλές για τους λάθος λόγους», τονίζει στην «Κ» ο Ντάνιελ Βάλντεστρεμ, καθηγητής Οικονομικών στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιομηχανικών Πολιτικών – IFN της Στοκχόλμης, παρατηρώντας ότι εκείνη την περίοδο οι υψηλοί φόροι και οι αυστηρές ρυθμίσεις αποθάρρυναν την εργασία και την επιχειρηματικότητα, οδηγώντας σε στασιμότητα και πληθωρισμό. Συγγραφέας του βιβλίου «Πλουσιότεροι και πιο ίσοι: Μια νέα ιστορία του πλούτου στη Δύση», ο Βάλντεστρεμ θεωρεί πως ο πλούτος δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, επισημαίνοντας ότι τις τελευταίες δεκαετίες η μεσαία τάξη έχει αυξήσει την ιδιοκτησία της με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 130 ετών. Και τι οδηγεί τη δυσφορία που τροφοδοτεί την άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων; «Η μετανάστευση από φτωχότερες χώρες της Ασίας και της Αφρικής δεν έχει ενσωματωθεί πλήρως στις ρυθμισμένες αγορές εργασίας και υπερεκπροσωπείται στους λήπτες κοινωνικών παροχών», μας είπε ο Σουηδός ερευνητής.
Προβαίνει δε σε μια μάλλον αφοπλιστική παρατήρηση ως προς τις υπόγειες διεργασίες γύρω από τις ανισότητες στις δυτικές κοινωνίες: «Οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες ή αθλητές εξακολουθούν να είναι αγαπητοί στο ευρύ κοινό». Ο σκεπτικιστής οικονομολόγος υπογραμμίζει ότι οι φόροι στη Δυτική Ευρώπη είναι οι υψηλότεροι παγκοσμίως και προτείνει προοδευτική κατανομή των φορολογικών εσόδων αντί για προοδευτική φορολόγηση – και στην Ελλάδα. Δεν κρύβει επίσης την ανησυχία του για τις δυνητικές παρενέργειες της κρατικής παρέμβασης στην Ευρώπη: «Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα κρατικά ταμεία ή μεγαλεπήβολες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπου αποφασίζουν πολιτικοί ή γραφειοκράτες. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να κάνουν πίσω και να αφήσουν περισσότερους πόρους στον ιδιωτικό τομέα – στα νοικοκυριά και στους επιχειρηματίες».

– Ανήκετε στους οικονομολόγους οι οποίοι αμφισβητούν το αφήγημα περί όξυνσης των οικονομικών και κατ’ επέκταση κοινωνικών ανισοτήτων. Ποιο είναι το σκεπτικό σας;
– Η οικονομική ανισότητα είναι ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο. Αποτυπώνει αποκλίσεις σε διάφορα αποτελέσματα (εισόδημα, πλούτος, κατανάλωση), μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων (νοικοκυριά, άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι). Αν κοιτάξουμε όλες αυτές τις διαστάσεις, βλέπουμε ότι οι δυτικές κοινωνίες έχουν σήμερα τις χαμηλότερες ανισότητες παγκοσμίως. Σε βάθος χρόνου, τον τελευταίο αιώνα δηλαδή, η ανισότητα έχει μειωθεί σε όλες τις ουσιαστικές διαστάσεις της: εισόδημα, πλούτος, βιοτικό επίπεδο, εκπαίδευση. Τα φτωχότερα νοικοκυριά απολαμβάνουν σήμερα ευκαιρίες που οι φτωχοί δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν έναν αιώνα πριν.
Αν δούμε τις τελευταίες δεκαετίες, παρότι ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων έχει αυξηθεί, δεν έχει αυξηθεί ιδιαίτερα η συνολική ανισότητα στον πλούτο. Στην πραγματικότητα, στη Δυτική Ευρώπη, η συγκέντρωση πλούτου δεν έχει αυξηθεί καθόλου, επειδή τα μεσαία στρώματα έχουν ωφεληθεί σημαντικά από την άνοδο των τιμών ακινήτων και των αγορών μετοχών, ενισχύοντας τις αποταμιεύσεις τους για σύνταξη. Στις ΗΠΑ, οι πλουσιότεροι είδαν ταχύτερη αύξηση πλούτου, όμως αυτό δεν έγινε εις βάρος των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία μάλιστα αύξησαν την ιδιοκτησία τους με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 130 ετών. Με άλλα λόγια, η οικονομία δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος – αντιθέτως, όλοι μπορούν να ωφεληθούν.
Oσο για την ανισότητα εισοδήματος, έχει αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980, αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό. Οι δυτικές οικονομίες τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 βρέθηκαν σε κρίση, με στασιμότητα και πληθωρισμό. Οι υψηλοί φόροι και οι αυστηρές ρυθμίσεις αποθάρρυναν την εργασία και την επιχειρηματικότητα. Αυτό δημιούργησε χαμηλή ανισότητα, αλλά για τους λάθος λόγους. Οταν Ευρώπη και ΗΠΑ άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, η ανάπτυξη και οι ευκαιρίες αυξήθηκαν – πρώτα για εκείνους που πρωτοστατούσαν, αλλά τελικά για όλους. Αυξήθηκε η ανισότητα, αλλά μαζί της και οι επιχειρήσεις, οι θέσεις εργασίας, τα εισοδήματα και τα φορολογικά έσοδα.
Επομένως, το αρνητικό αφήγημα γύρω από την ανισότητα είναι εν μέρει εσφαλμένο, ιδιαίτερα όσον αφορά την ιδιοκτησία πλούτου, και εν μέρει ελλιπές, γιατί αγνοεί τη συμβολή εκείνων που οδηγούν την ανάπτυξη και δημιουργούν αξία και θέσεις εργασίας.
– Στον βαθμό που εκφράζετε επιφυλάξεις γύρω από τη θεωρία των ανισοτήτων, πώς ερμηνεύετε την άνοδο των λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων οι οποίες εκτιμάται ότι έχουν εκμεταλλευθεί τη δυσφορία της μεσαίας τάξης στις δυτικές οικονομίες;
– Δεν είναι ακόμη σαφές τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τα νέα πολιτικά τοπία που έχουν αναδυθεί στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ερευνες δείχνουν ότι ο συνδυασμός καθολικής κοινωνικής πρόνοιας με ετερογενή πληθυσμό μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση και σε λιγότερο γενναιόδωρες κοινωνικές πολιτικές. Από την άλλη, η παροχή εύκολης πρόσβασης στην εκπαίδευση και στην επιχειρηματικότητα μπορεί να ενισχύσει τη συνεργασία.
Κατά τη γνώμη μου, η σημαντικότερη αλλαγή που εξηγεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα είναι η μετανάστευση από φτωχότερες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Αυτές οι ομάδες δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στις ρυθμισμένες αγορές εργασίας και είναι υπερεκπροσωπημένες στους λήπτες κοινωνικών παροχών. Η εισοδηματική ανισότητα είναι ένας ακόμη παράγων, αλλά πιστεύω ότι παίζει μικρότερο ρόλο. Ενδεικτικά, οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες ή αθλητές εξακολουθούν να είναι αγαπητοί στο ευρύ κοινό.
– Ορισμένοι μελετητές εστιάζουν στην ανισότητα της πρόσβασης στην εκπαίδευση ως καταλύτη για τη δημιουργία χάσματος στα εισοδήματα και στα κοινωνικά στρώματα. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Είναι ζωτικής σημασίας τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση ανεξάρτητα από το οικογενειακό τους υπόβαθρο. Αυτή είναι η πιο σημαντική διάσταση της ισότητας ευκαιριών στις κοινωνίες μας. Το πώς θα διαμορφώσουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να προσφέρει ισότιμη εκπαίδευση είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται περαιτέρω δουλειά. Ο περιορισμός των ιδιωτικών διδάκτρων είναι μια πιθανή λύση για τη διατήρηση του στοιχείου της ισότητας.

– Ποιες είναι οι παρατηρήσεις σας σε σχέση με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει το φορολογικό σύστημα στη διαμόρφωση των οικονομικών τάξεων; Πώς μπορεί η φορολογική πολιτική να προστατεύει την κοινωνική συνοχή χωρίς να πλήττει τη δυναμική της ανάπτυξης;
– Οι φόροι είναι απαραίτητοι για τη χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών και την αναδιανομή. Ομως, επειδή μειώνουν το κίνητρο για εργασία και επενδύσεις, πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά. Οι φόροι στη Δυτική Ευρώπη είναι οι υψηλότεροι παγκοσμίως και όταν είναι υψηλοί, πρέπει να είναι και αποτελεσματικά δομημένοι φόροι. Η έρευνα δείχνει ότι η μεγαλύτερη αναδιανομή δεν προέρχεται από προοδευτική φορολογία, που σημαίνει ότι όσο υψηλότερα είναι τα κέρδη, τόσο υψηλότεροι είναι οι φορολογικοί συντελεστές, αλλά από τις δημόσια επιδοτούμενες υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία, που ωφελούν περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα. Επομένως, η καλύτερη πολιτική για χώρες –παρεμπιπτόντως– όπως η Ελλάδα είναι να αποφύγεις την υψηλή και προοδευτική φορολόγηση και να επιδιώξεις την προοδευτική κατανομή των φορολογικών εσόδων. Η στρατηγική αυτή εξασφαλίζει χαμηλότερους φόρους, γεγονός που ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και σημαντικά φορολογικά έσοδα, τα οποία επιτρέπουν τη στήριξη των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος.
– Η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από επίμονα υψηλές τιμές, που διατηρούν ιδιαίτερα υψηλό το κόστος ζωής, γεγονός που ωθείται και από τις πιέσεις που ασκούνται στην προσφορά της κατοικίας. Πώς λειτουργεί αυτή η φάση της οικονομίας στη σχέση υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων;
– Ο κόσμος έχει γίνει πιο ακριβός για όλους, λόγω της πανδημίας, των δασμών και των πολέμων. Ολοι επηρεάζονται αρνητικά, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Το υψηλό κόστος στέγασης οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, τους οποίους θα πρέπει να συζητήσουμε προσεκτικά ώστε να παράσχουμε τις βέλτιστες λύσεις – βλ. ρυθμίσεις ενοικίων, χρονοβόρες διαδικασίες, παραχωρήσεις γης, φόροι στις συναλλαγές, αυξημένο κόστος κατασκευής. Χρειάζεται επίσης να δούμε πώς μπορούν να διευκολυνθούν οι αγορές πιστώσεων, ώστε να διευκολύνουμε την αλλαγή τράπεζας ή την είσοδο ξένων τραπεζών για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων. Το κρίσιμο είναι σε κάθε περίπτωση η ικανότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας.
– Εχετε ίσως κάποιο ευρύτερο σχόλιο για τον ρόλο του κράτους στο ζήτημα των ανισοτήτων; Είναι θετική ή αρνητική η κρατική παρέμβαση αυτήν την εποχή μιλώντας για ΗΠΑ και Ευρώπη;
– Εκτεταμένες παρεμβάσεις, όπως η κρατική στήριξη σε προβληματικές επιχειρήσεις, είναι πολύ κακή και δαπανηρή πολιτική. Η Ευρώπη το έχει δοκιμάσει πολλές φορές και απέτυχε, φέρνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι φορολογούμενοι χάνουν πόρους που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε υποδομές ή κοινωνικές υπηρεσίες. Από εκεί και ύστερα, θα επαναλάβω ότι το κράτος έχει ρόλο να παίξει στην προσφορά της εκπαίδευσης και στις επιδοτούμενες υπηρεσίες υγείας, που ωφελούν ιδίως τα ευάλωτα νοικοκυριά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε αποδοτικά φορολογικά συστήματα που να μην αποθαρρύνουν υπερβολικά την εργασία.
– Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη μεσοπρόθεσμη προοπτική των δυτικών οικονομιών με βάση τις σημερινές τάσεις; Για παράδειγμα, ο ιδιότυπος αυτός εμπορικός πόλεμος θα πλήξει περισσότερο τα υψηλά ή τα χαμηλά εισοδήματα;
– Για να το συνδέσω και με την προηγούμενη ερώτηση, με ανησυχούν τα σήματα για περαιτέρω κρατική παρέμβαση στην Ευρώπη. Ηδη έχουμε τους υψηλότερους φόρους και τις πιο ρυθμισμένες οικονομίες. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα κρατικά ταμεία ή μεγαλεπήβολες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπου αποφασίζουν πολιτικοί ή γραφειοκράτες. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να κάνουν πίσω και να αφήσουν περισσότερους πόρους στον ιδιωτικό τομέα – στα νοικοκυριά, στους επιχειρηματίες και στις εταιρείες που μπορούν να βρουν έξυπνες λύσεις για το κοινό μας μέλλον.
