Να μείνει ή να φύγει; Ολα θα καταλήξουν το 2027 σε αυτή την ερώτηση. Συνέχεια ή αλλαγή; Αυτό το ξέρει ήδη ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Γι’ αυτό και επιχειρεί από τώρα να παρουσιάσει ως αναγκαία τη συνέχεια, χρωματίζοντάς τη με πιο δραματικούς τόνους απ’ ό,τι δηλώνει η σκέτη παράταση της παρούσας κατάστασης: Η συνέχεια ταυτίζεται με τη «σταθερότητα» που δεν είναι στασιμότητα, αλλά –όπως είπε στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό– «προϋπόθεση για πρόοδο».
Είναι δύσκολο να προβάλεις πειστικά αυτόν τον ισχυρισμό μετά έξι χρόνια «απομυθοποιητικής» –για να το πει κανείς κομψά– διακυβέρνησης. Η σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνία έχει υποκύψει στη νομοτέλεια της φθοράς. Πώς θα πείσεις ότι εκπροσωπείς την πρόοδο, ότι μιλάς από την πλευρά του μέλλοντος, όταν έχεις ήδη τόσο παρελθόν στα πράγματα; Δεν χρειάζεται να χρεώσεις σε κάποιους την εκπροσώπηση του παρελθόντος;
Η γεωγραφία της αντιμητσοτακικής αντιπολίτευσης.
Για τον Μητσοτάκη, παραδόξως, δεν χρειάζεται. Οι πιο υπολογίσιμοι από τους πολιτικούς του αντιπάλους προσέρχονται στην κούρσα της αμφισβήτησής του, κομίζοντες οι ίδιοι το παρελθόν τους σαν σημαία. Η αντιπολίτευση –κανονική και καμουφλαρισμένη σαν μεταπολιτικός ακτιβισμός– δεν διανοίγει αφηγηματικά μια διέξοδο προς μια μεταμητσοτακική Ελλάδα. Είτε βράζει μόνη της παρελθόν, αναζητώντας αυτοδικαίωση διά των απομνημονευμάτων της χρεοκοπικής ανωμαλίας. Είτε εξαντλείται στην καταγγελία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο μιας μη διακυβερνήσιμης δυστοπίας, την οποία δεν κρύβει ότι βλέπει σαν ευκαιρία.
Με έναν πολυφορεμένο, αλλά οικείο όρο, θα έλεγε κανείς ότι η πολυκέφαλη αντιπολίτευση κατά του Μητσοτάκη «πουλάει» μόνο «μη κανονικότητα», είτε σε μορφή βιβλίου φαντασιακών ανδραγαθημάτων είτε σε μορφή απωθημένου, μεταφρασμένου σε εμβριθή καταστροφολογία. Αυτή η αφηγηματική ασυμμετρία δεν είναι επιτυχία της κυβέρνησης – που δυσκολεύεται ακόμη και τους βουλευτές της να ευθυγραμμίσει με την πολιτική της. Είναι αποτυχία των αντιπάλων της. Είναι αποτέλεσμα του ελλείμματος πολιτικής έμπνευσης και φρεσκάδας, που καθηλώνει τον αντιπολιτευτικό λόγο στην αντιμητσοτακική κοινοτοπία.
Διαστρεβλώνοντας ελαφρώς τους ορισμούς με τους οποίους ο ίδιος ο Μητσοτάκης χάραξε τη γεωγραφία των αντιπάλων του, θα έλεγε κανείς ότι ο πρωθυπουργός έχει απέναντί του έναν «εξώστη», έναν «καναπέ» και μια «πλατεία». Δεν είναι ίσες οι τρεις συνιστώσες. Οι πρώην, είτε του καραμανλοσαμαροβενιζελικού καναπέ είτε του τσιπρικού εξώστη, σημαδεύονται από ένα εξόφθαλμο παράδοξο: Ελεεινολογούν την απονομιμοποίηση της κυβέρνησης, ενώ οι ίδιοι δεν είναι καν στον στίβο διεκδίκησης κάποιας νομιμοποίησης. Ο Τσίπρας «θα» επιχειρήσει να υπερβεί τη συντριπτική απονομιμοποίηση του 2023. Ο «καναπές» ποντάρει σε μια κάλπη στην οποία δεν θα συμμετάσχει· τζογάρει με τα κουκιά των άλλων. Ελεύθερη από βάρη είναι μόνο η τρίτη συνιστώσα: ένα αδοκίμαστο, άγουρο, και γι’ αυτό άπιαστο, κόμμα της πλατείας.

