Οι αμεριμνομέριμνοι και η κακιστοκρατία

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Κάθε ∆εκέμβριο, στην Ελλάδα και σε αρκετές άλλες χώρες ανακηρύσσεται «η λέξη της χρονιάς». Οι μέθοδοι ανάδειξής της ποικίλλουν, γι’ αυτό και συχνά προκύπτουν δύο ή και τρεις «χρονιάρες λέξεις» για μία και την αυτή γλώσσα. Αλλοι προσδιορίζουν τον πρωταθλητή καταμετρώντας τις εμφανίσεις των τυχόν νέων όρων στο Διαδίκτυο ή τις εμφανίσεις παλαιοτέρων με νέα σημασία. Αλλοι πάλι επιλέγουν κάποιας μορφής ψηφοφορία, επίσης διαδικτυακή, με βάση έναν κατάλογο προτάσεων, που δεν περιέχει μόνο νεολογισμούς.

Για τους συντάκτες του Λεξικού του Κέμπριτζ, η αγγλική λέξη του 2025 είναι το «parasocial», ελληνοαγγλικό υβρίδιο που κατονομάζει την ψευδαισθησιακή σχέση εγγύτητας που νιώθουν ορισμένοι με φημισμένα πρόσωπα. Για τους λεξικογράφους της Οξφόρδης, τα πρωτεία ανήκουν στο «rage bait», το «δόλωμα οργής», όπως το μετέφρασε ο Αιμίλιος Χαρμπής στην «Κ» (2/12). Αναρτάς στο Διαδίκτυο την αγανάκτησή σου, μόνο που τη φουσκώνεις με επιθετική και προβοκατόρικη ορολογία. Πετάς δηλαδή πλούσιο δόλωμα, ώστε να τσιμπήσει ο ιντερνετοπολίτης, να κάνει από κάτω τα σχόλιά του ή να βάλει τα likes του, τα οποία εσύ ο υπεροργισμένος θα τα τοκίσεις σε κάποια τράπεζα (κανονική, της αγοράς, όχι ιδεολογική), για να κερδίσεις το κατιτίς σου – σε δολάρια, ευρώ ή κρυπτονομίσματα.

Η Oxford University Press, που εκδίδει το «Oxford English Dictionary» και αναδεικνύει νικήτριες λέξεις από το 2004, είχε επιλέξει τον όρο «podcast» το 2005, το «emoji» το 2015, το «goblin mode» το 2022 (δήλωνε όσους, μετά την κοβιδική επιδημία, αντιστέκονταν στην επάνοδο στην κανονικότητα) και πέρυσι το «manifest». Εξαιρετική, και σαφώς πολιτική, ήταν η επιλογή του Economist για το 2024: ο όρος «kakistocracy», η κακιστοκρατία, η κυριαρχία του χειρότερου. Η λέξη δεν απαντά στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Απαρτίστηκε από δύο ελληνικά συνθετικά για να κατονομαστεί το καθεστώς του Ντόναλντ Τραμπ, ενός πλανητάρχη απολυταρχικών διαθέσεων, δυσδιάκριτης παιδείας και χυδαίας εκμετάλλευσης της ισχύος του.

Η «κακιστοκρατία» ήρθε για να μείνει. Δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις πρωταθλήτριες λέξεις. Τα λεξικά, άλλωστε, δεν είναι μόνο η κατοικία ζωντανών όρων, είναι και νεκροταφείο λέξεων, που όσο καίριες και απαραίτητες κι αν κρίθηκαν στον καιρό τους, όσο εύηχες και εύμορφες, λησμονήθηκαν και σώπασαν. Και δεν μιλάω για τα λεξικά των αρχαίων ελληνικών, που δεν έχουν πια φυσικούς χρήστες. Και στης νεοελληνικής τα λεξικά υπάρχουν λέξεις, όχι λίγες, πλασμένες από την κοινότητα ή από λογίους, που δεν ακούγονται πια και δεν γράφονται· δεν σημαίνουν. Για απώλεια πρόκειται, μάλλον αναπόφευκτη. Οταν, λ.χ., κάποια αντικείμενα παύουν να κυκλοφορούν στην αγορά και να υπηρετούν καθημερινές ανάγκες, χάνεται σταδιακά και το όνομά τους. Το ίδιο και όταν μορφές εργασίας παλιώνουν και εκτοπίζονται από νεότερες.

Πέφτεις πάνω σε σωπασμένες λέξεις φυλλομετρώντας κάποιον λεξικογραφικό τόμο, κάτι ψάχνοντας, και συχνά σε αφοπλίζουν με τη λαμπρή ευκρίνεια και την ευθυβολία τους. Λυπάσαι, βέβαια, που χάθηκαν. Μια στο τόσο δελεάζεσαι, μπαίνεις στον πειρασμό της λεξιθηρίας ή της νεκρανάστασης, θέλοντας και να τιμήσεις με κάμποση αργοπορία εκείνο το ευαίσθητο μυαλό που λογοθέτησε, που πρωτοσχημάτισε μια λέξη. Τον Αδαμάντιο Κοραή λόγου χάρη.

Τα λεξικά δεν είναι μόνο η κατοικία ζωντανών όρων, είναι και νεκροταφείο λέξεων, που όσο καίριες και απαραίτητες κι αν κρίθηκαν στον καιρό τους, όσο εύηχες και εύμορφες, λησμονήθηκαν και σώπασαν.

Στον εκ Χίου σοφό δεν χρωστάμε μόνο τη λέξη «πολιτισμός», που, αντλώντας την από τον Διογένη Λαέρτιο, όπου σημαίνει τη διοίκηση της πολιτείας, την εφοδίασε το 1829 με νέο νόημα· το νόημα της γαλλικής λέξης «civilisation». Του χρωστάμε και τη λέξη «πολιτογράφησις», η οποία μάλιστα άντεξε παρότι, όπως γράφει ο Στέφανος Κουμανούδης στη «Συναγωγή» του, 65 χρόνια μετά τη γέννησή της, το 1889, κρίθηκε «αδόκιμος» από κάποιον συγγραφέα, που αντιπρότεινε την κακοτυχήσασα «πολιτοποίηση». Και η «επιστολογραφία», που ηχεί παμπάλαιη, τον Κοραή έχει πατέρα. Το ίδιο και μια λέξη που φέρει μέσα της βαρύ κριτικό φορτίο, μια λέξη-μομφή, που φαντάζομαι ότι πρωτογράφτηκε από χέρια ανθρώπου πικραμένου και απογοητευμένου από τα δημόσια πράγματα: «αμεριμνομέριμνος». Ετος γεννήσεως: 1832. Ενα χρόνο μετά ο Κοραής πέθανε.

Τον έχω ανασύρει πεντέξι φορές στο παρελθόν τον «αμεριμνομέριμνο», ίσως από λύπη κοραϊκού τύπου κινημένος. Τον επιστρατεύω και τώρα, γιατί και τώρα, αλλά και στα περισσότερα χρόνια των δύο μετεπαναστατικών αιώνων, ο όρος αυτός εφαρμόζει απολύτως στα πράγματα. Δεν υπερβάλλει, δεν ελεεινολογεί αυθαίρετα, αλλά κυριολεκτεί. Ας αντιγράψω, λοιπόν, τον ορισμό της λέξης από τον 5ο τόμο των «Ατάκτων» του Κοραή. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1835 και περιείχε τμήμα του φιλολογικού και φιλοσοφικού Λεξικού που «εκυοφόρει» ο μέγας διαφωτιστής, όπως γράφει στον πρόλογό του ο Φ. Φουρναράκης. Ο οποίος παρέχει και την εξής συγκλονιστική πληροφορία: ο Κοραής, «αφού ετυπώνετο οποιονδήποτε σύγγραμμα, παρέδιδεν ευθύς εις τας φλόγας το χειρόγραφόν του».

«Αμεριμνομέριμνον: ουσ. ουδέτ. ερμήνευσα (δεν ενθυμούμαι πού) την από τους Αγγλους μεταφερθείσαν εις τους Γάλλους λέξιν sinécure (σύνθετον από το sine cura Ρωμ., Ανευ μερίμνης Ελλ.), σημαίνουσαν επάγγελμα εκκλησιαστικόν ή πολιτικόν, χρειαζόμενον, ως όλα τα επαγγέλματα, φροντίδα και μέριμναν, και όμως χαριζόμενον εις ανθρώπους, οι οποίοι το λαμβάνουν και φέρουν μόνο τ’ όνομα διά μόνην τιμήν, ή το χειρότερον και διά να απολαύωσι πραγματικώς το ωρισμένον εις το επάγγελμα μισθόν. Τοιαύτα Αμεριμνομέριμνα τιμητικά έχουν οι πολλοί νομάδες Αρχιμανδρίται χωρίς μάνδραν, επιθυμηταί των τίτλων. Εάν δε λαμβάνωσι και μισθόν ή δωρήματα δι’ αυτά, τότε γίνονται και Σιμωνιακοί, ως λέγει ο Αγγλος ποιητής: “No Simony nor sinecure were known, / Not whould the bee work honey for the drone”, ήγουν: “Δεν γνωρίζεται Σιμωνία ουδ’ αμεριμνομέριμνον, ουδ’ εργάζετ’ η μέλισσα το μέλι της διά τους κηφήνας” (ίδε S. Johnson, “Dictionn. of the engl. languag.” W. Sinecure)».

Και ιδού ο ορισμός των ποικίλων παρασίτων από τον Κοραή: «Αμεριμνομέριμνον έτι επάγγελμα, πολιτικόν ή εκκλησιαστικόν, ενεργεί, και όστις μεριμνά μεν οπωσούν εις αυτό, αλλά πληρόνεται την μέριμνάν του πολλαπλασίονα παρ’ ό,τι δικαίως αξίζει. Και επειδή τοιαύται άσωτοι πληρωμαί δεν γίνονται από τους δεσπότας πλην διά της αυξήσεως των επιβαλλομένων εις τον αληθώς μεριμνητήν λαόν, ακολούθως οι τοιούτοι αμεριμνομέριμνοι γίνονται κλέπται των δημοσίων, ή κλεπταποδόχοι του κλέπτου δεσπότου».

Ο «μεριμνητής»; Πανάρχαιος, όπως και ο λαός. Τον χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης στη «Μήδεια». Παλαιότατη και η «μεριμνήτρια», δημιούργημα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γιατί λοιπόν μάς ενοχλεί η «βουλεύτρια»;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT