Μία δεκαετία πριν η UNESCO προέβλεψε ότι έως το τέλος του αιώνα θα εξαφανιστούν περίπου οι μισές γλώσσες του κόσμου. Θα πείτε, στα 75 χρόνια που απομένουν ώσπου να πατήσουμε στο 2100, μια χαρά προλαβαίνουμε να τον εξαφανίσουμε τον κόσμο αυτόν· τον κόσμο μας. Να τον αποτελειώσουμε με τα πυρηνικά όπλα και τους πολέμους μας· ο ένας λαός κατά του άλλου, η μία «αμυντική» συμμαχία κατά της άλλης. Κι όλοι μαζί κατά του περιβάλλοντος και του κλίματος, θρασείς κερδοσκόποι. Για τη μοίρα των γλωσσών θ’ αναστενάζουμε τώρα και θα φοβόμαστε, ή πάλι των κοραλλιών, όταν κινδυνεύει ο πλανήτης όλος;
Πάντοτε κατά την UNESCO, οι περιοχές όπου θα χαθούν οι περισσότερες γλώσσες είναι το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, η υποσαχάρια Αφρική, η νοτιοανατολική Ασία και η Ωκεανία. Η γλωσσική απομείωση στα μέρη αυτά έχει τις ρίζες της στην περίφημη Εποχή των Ανακαλύψεων, 15ος αιώνας με 18ο. Οταν Ευρωπαίοι, λευκοί χριστιανοί ποικίλων αλληλοσφαγιαζόμενων δογμάτων, εκχριστιάνισαν και «εκπολίτισαν» βιαιότατα τον υπόλοιπο πλανήτη· αφανίζοντας αμέτρητους λαούς, και τις γλώσσες τους φυσικά. Και συνεχίζοντας να ασκούν δεσποτικό έλεγχο, μέχρι σήμερα, σε όσους αυτόχθονες κατόρθωσαν να γλιτώσουν, ούτε ένας σε κάθε μυριάδα. Υποτίθεται ότι η Περίοδος της Αποικιοκρατίας έληξε μαζί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έχουμε παρά να ρωτήσουμε τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν αν συμφωνούν μ’ αυτήν την παρήγορη ιδέα.
Η νεοελληνική, η φωνή και η γραφή μας, συγκαταλέγεται στις γλώσσες που αντέχουν. Κι ας διαδίδεται ότι πεθαίνει. Είναι πολύ βαθιές οι ρίζες της και γερά τα κλωνάρια που πλουτίζουν τον κορμό, ώστε να δεχτούμε ότι την απειλεί στα σοβαρά η εξακολουθητική δυσκολία μας στα τριτόκλιτα ή η διαδικτυακή και τιτλοδοτική ξενομανία (περί τις μισές εκπομπές των καναλιών, και των κρατικών, φέρουν αγγλόγλωσσο τίτλο, από ξιπασιά).
«Μα δεν παράγει η νεοελληνική, μόνο εισάγει», ακούγεται επίμονος ο αντίλογος. Και όμως, παράγει. Και η εισαγωγή, άλλωστε, παραγωγή είναι, με την προϋπόθεση ότι προσπαθούμε να εξελληνίσουμε το δάνειο· να μην το καταπιούμε αμάσητο, στην ξενική μορφή του, κυρίως αγγλική, αλλά να το προσαρμόσουμε στο κλιτικό μας σύστημα. Και είναι μάλλον ανόητο να συνεχίζουν ορισμένοι να πιστεύουν ότι αν πουν «του Μεξικό» και «της Καλιφόρνια», άκλιτα, ακούγονται «πιο ταξιδεμένοι», «πιο καλλιεργημένοι», «πιο απαιτητικοί» χρήστες της γλώσσας. Είναι ανόητο δηλαδή να ξανακάνουμε πρόβλημα ζητήματα ήδη λυμένα.
Η νεοελληνική, η φωνή και η γραφή μας, συγκαταλέγεται στις γλώσσες που αντέχουν. Κι ας διαδίδεται ότι πεθαίνει. «Μα δεν παράγει η νεοελληνική, μόνο εισάγει», ακούγεται επίμονος ο αντίλογος. Και όμως, παράγει. Και η εισαγωγή, άλλωστε, παραγωγή είναι, με την προϋπόθεση ότι προσπαθούμε να εξελληνίσουμε το δάνειο· να μην το καταπιούμε αμάσητο, στην ξενική μορφή του.
Ακόμα πάντως και η επιμονή σε γενικές του είδους «του Μεξικό» ή «της Σαχάρα» ή η ενσφήνωση γαλλικής προφοράς όταν λέμε γαλλικά ονόματα, πράγμα που δεν το κάνουμε επί ονομάτων ρωσικών, κινεζικών, αραβικών, πορτογαλικών κ.ο.κ., νοοτροπία αποκαλύπτουν. Και η νοοτροπία δεν αλλάζει με ντιρεκτίβες.
Εντός και εκτός παιδιάς
Για παράδειγμα, και ντιρεκτίβα αν στείλουν στα μέλη τους η ΠΟΕΣΥ και η ΕΣΗΕΑ, όσοι διαβάζουν μόνο τα δικά τους κείμενα ή πιστεύουν ότι επειδή είναι γραφιάδες δυο-τρεις δεκαετίες, ξεσκόλισαν πια, τα έχουν μάθει όλα, θα συνεχίσουν να γράφουν «εντός πεδιάς» (ακόμα και το «εντός παιδειάς» ξεμύτισε πρόσφατα), αδιαφορώντας για το μόνο σωστό: το «εντός παιδιάς». Και για τη μανία των εισαγωγικών τα ίδια ισχύουν. Οσοι φτιάχνουν τα τιτλάκια στα τηλεδελτία ειδήσεων θα συνεχίσουν να γράφουν «”πήρε φωτιά” η αγορά», λες και ενδέχεται να κατηγορηθούν ότι πανικοβάλλουν τους καταναλωτές, διασπείροντας την ψευδή είδηση ότι λαμπάδιασε η Βαρβάκειος.
Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε στη μικρή οθόνη ένα από κείνα τα «μηνύματα κοινωνικού ενδιαφέροντος» που τα κανάλια τα προβάλλουν συνήθως τις μεταμεσονύκτιες ώρες, απλώς για να βγάλουν την υποχρέωση. Το μήνυμα αφορά την παχυσαρκία, τους κινδύνους και την αντιμετώπισή της. Ακούγεται λοιπόν εκεί η λέξη «υπερβαρότητα». Ξενίζει – δεν ξενίζει ο όρος (ίσως λόγω της «βαρύτητας»), έχει ήδη τη διαδικτυακή ζωή του, παραμένει πάντως αλεξικογράφητος. Στα πεντέξι λεξικά που ξεφύλλισα δεν τον εντόπισα. Ολα τους πάντως, τι πιο φυσικό, έχουν το λήμμα «υπέρβαρος», λέξη απολύτως οικεία, κοινόχρηστη.
Θα έπεφτε άραγε έξω όποιος έλεγε ότι ο «υπέρβαρος» χάνεται στα βάθη των χιλιετιών, ότι, αν δεν είναι λέξη ομηρική, είναι τουλάχιστον των κλασικών χρόνων; Ναι, έξω θα έπεφτε. Δεν είναι τρισχιλιετής ο «υπέρβαρος». Πότε ακριβώς πλάστηκε δεν το γράφουν τα λεξικά, γράφουν όμως ότι πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο: Κάποιος, ίσως γιατρός, είδε το αγγλικό «overweight» και το εκτελώνισε αποδίδοντάς το με τον όρο «υπέρβαρος», φυσικότατα και ελληνικότατα.
Από τον Πλάτωνα του διαλόγου «Αλκιβιάδης» και από τον Διονύσιο Σολωμό του «Διαλόγου» ξέρουμε ότι τις λέξεις τις πλάθει και τις διδάσκει ο λαός. Και οι λόγιοι όμως τμήμα του λαού είναι. Γεννούν κι αυτοί λέξεις, για να ανταποκριθούν στις εκάστοτε νέες ανάγκες σύλληψης του νοήματος και έκφρασής του. Αμάχητο τεκμήριο για την παραγωγικότητα της λογιοσύνης η πολύτιμη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» του Στέφανου Κουμανούδη (Ερμής, 1980). Περίπου 60.000 υπολογίζει τα λήμματα της «Συναγωγής» στα Προλεγόμενά του ο Κ. Θ. Δημαράς, που προσδιορίζει με σαφήνεια τις «μεγάλες πηγές πλουτισμού των γλωσσών, αναλογία, δανεισμός, σύνθεση, παρετυμολογία, καθαυτό δημιουργία όρων, όλες περιπτώσεις τις οποίες διακρίνει ο συντάκτης του έργου [ο Κουμανούδης] σε λαϊκή και σε λογία». Μα ναι, και ο δανεισμός, μεγάλη πηγή πλουτισμού είναι. Οι ζωντανές γλώσσες δανείζονται, οι δυνατές. Δεν ενισχύθηκε αφάνταστα η αγγλική δανειζόμενη από την ελληνική και τη λατινική;
Από τον Πλάτωνα του διαλόγου «Αλκιβιάδης» και από τον Διονύσιο Σολωμό του «Διαλόγου» ξέρουμε ότι τις λέξεις τις πλάθει και τις διδάσκει ο λαός. Και οι λόγιοι όμως τμήμα του λαού είναι. Γεννούν κι αυτοί λέξεις, για να ανταποκριθούν στις εκάστοτε νέες ανάγκες σύλληψης του νοήματος και έκφρασής του.
«Παράδειγμα αξιομίμητον»
Για όσους διατείνονται με αβάσταχτα αντιεπιστημονική ελαφρότητα ότι η ελληνική διαθέτει 6.000.000 λέξεις, οι 60.000 νεόπλαστες σε μισή χιλιετία είναι λίγες, ελάχιστες. Για τους μετριοπαθείς, που υπολογίζουν τις ελληνικές λέξεις σε (συν-πλην) 500.000, δεν πρόκειται για ασήμαντου μεγέθους λεξιπλασία. Ο Κουμανούδης πάντως, αφού υπογραμμίσει ότι «το έργον του ονοματοθέτου είναι δύσκολον», απαιτεί δε «ευφυΐαν καθόλου και φαντασίαν ιδίως», δηλώνει την ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη του στην ευρηματικότητα των Ελλήνων: «Και ο μεν Ελληνικός λαός καθ’ ην έχει ομολογουμένως ευφυΐαν εν πάσι σχεδόν τοις ανθρωπείοις πράγμασι, προς δε και φαντασίαν εν μέτρω τω προσήκοντι, όχι ακολασταίνουσαν, κατώρθωσε μέχρι τούδε πολλά εν τούτω τω έργω [του ονοματοθέτη], όπερ ως μέγιστον κρίνομεν […], επί τούτω δε και επαινείται ου μετρίως υπό των αλλογενών και ως παράδειγμα αξιομίμητον προτάσσεται». Θα βρεθεί άραγε και στους καιρούς μας ένας ακάματος Κουμανούδης, που θα μπορεί μάλιστα να χρησιμοποιήσει τα σπουδαία όπλα των νέων τεχνολογιών;

