Το 2015 ο Αλέκος Φλαμπουράρης ήταν 76 ετών. Ηταν νεοφώτιστος υπουργός. Είχε περάσει ήδη μια ζωή στην πολιτική. Αλλά δεν είχε κανένα κόμπλεξ να παραδεχτεί ότι στην όγδοη δεκαετία του, εκείνος και οι σύντροφοί του δοκίμαζαν μια εμπειρία που «δεν πέρναγε από το μυαλό μας ούτε σαν όνειρο» (συνέντευξη στη Μαρία Κατσουνάκη για την «Κ», 15 Μαρτίου 2015). Η ειλικρίνειά του για την τύχη που του επιφύλασσε η Ιστορία ήταν αφοπλιστική: «Δεν είναι κι εύκολο να αναλάβεις την κυβέρνηση χωρίς προηγούμενη εμπειρία άσκησης εξουσίας. Κανείς από εμάς δεν είχε. Ξέρετε τι διαφορά μεγάλη υπάρχει από το να είσαι κόμμα της αντιπολίτευσης; Τώρα πρέπει όλοι μαζί να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θέλαμε τόσα χρόνια έγινε».
Οντως, δεν ήταν εύκολο. Η Αριστερά ως ενασχόληση στον καιρό της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, όταν πια οι παλαιοί κίνδυνοι ήταν μακρινή ανάμνηση, είχε για τη γενιά του «Φλωμπέρ» τον χαρακτήρα της συμμετοχής σε μια λέσχη αέναου προβληματισμού. Ηταν ένα διαλεκτικό χόμπι, που μπορούσε να εξασκεί κανείς με συντροφική παρέα, εντελώς ελεύθερος, χωρίς προσδοκία ή φόβο.
Τι άλλο να έκαναν άλλωστε εκείνοι που στο έτος καμπής του 1974 μπορούσαν να έχουν ήσυχη τη δημοκρατική τους συνείδηση; Είχαν κάνει το χρέος τους σε άγριες εποχές και έβγαιναν από το καμίνι της Ιστορίας αφηρωισμένοι. Με «ηθικό πλεονέκτημα» και μύθο «δρακογενιάς». Μπορούσαν λοιπόν να αποσυρθούν σε μειοψηφικές «λέσχες» ιδεολογικής καθαρότητας και να απολαύσουν τους καρπούς των αγώνων τους. Αλλωστε γι’ αυτά δεν είχαν πολεμήσει; Για να έχουν την άνεση να αποδομούν δονκιχωτικά τον καπιταλισμό στα καφενεία και στη ζουρ φιξ της πόκας;
Η Αριστερά της μεταπολιτευτικής μακαριότητας και οι επίγονοί της.
Ομως, ούτε το 1974 ούτε το 1989 (το «βρώμικο» στην Αθήνα και το «καθαρό» στο ανατολικό μπλοκ) έμελλε να είναι το τέλος της Ιστορίας. Η ευκαιρία της χρεοκοπίας αιφνιδίασε τους παλιούς αριστερούς, αλλά το πρόβλημα δεν ήταν δικό τους. Εκείνοι δεν έκρυψαν το σάστισμά τους. Το πρόβλημα ήταν των πολιτικών επιγόνων τους, που είχαν μείνει όμηροι της πρώιμης μεταπολιτευτικής μυθολογίας. Οι γιοι δεν είχαν ολοκληρώσει τη συμβολική θανάτωση των ιδεολογικών τους πατέρων. Αντιθέτως. Είχαν μείνει δογματικοί «ημιπιτσιρικάδες» – στην Αβάνα των νεφών, και όχι στην επί γης πρωτεύουσα ενός ευρωπαϊκού κράτους, του οποίου οι τύχες είχαν βρεθεί στα χέρια τους.
Τουλάχιστον ο Φλαμπουράρης, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του, αναδέχτηκε τον ανέλπιστο ρόλο του στα πράγματα με πραότητα και ήθος δημοκρατικής ανοχής. Μπορεί να μετέφερε στα τηλεοπτικά πάνελ την εντελώς ακατάλληλη για τον κλυδωνισμό μακαριότητα των καφενείων. Αλλά δεν δίκαζε. Δεν ούρλιαζε. Δεν πνίγηκε στον συρμό της αντιμνημονιακής εχθροπάθειας. Ούτε έζησε τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα σαν φαντασιακή ρεβάνς για τη δεκαετία του ’40.
Ηταν πιο πάνω από τα πάθη που η γενιά του κληροδότησε στους επόμενους δίχως να τα μεταβολίσει.

