Το λένε όλοι οι δημοσκόποι και οι οιωνοσκόποι των πολιτικών καφενείων. Το αναπαρήγαγε και ο Πρόεδρος. Η επόμενη κάλπη δεν θα βγάλει κυβέρνηση. Και αν πάμε έτσι, δεν θα βγάλει ούτε την πιθανότητα μιας κυβέρνησης. Κινδυνεύουμε να γίνουμε, είπε ο Πρόεδρος, «γενική συνέλευση πολυκατοικίας».
Χαχα. Μπράβο. Προτού αποκτήσει τη χάβρα της συνέλευσης, η πολυκατοικία απέκτησε θυρωρό· αντιδραστήρα κουτσομπολιού που ανακυκλώνει –και με το status του επικυρώνει– την γκαλοπατζίδικη κοινοτοπία. Ποια χρησιμότητα είχε ο ιλαρός εξορκισμός του αναπόφευκτου από τα προεδρικά χείλη; Ποιον θα μπορούσε να ενοχλήσει μια ηθικολογική ορμήνια του τύπου «να είστε αγαπημένοι, να μη μαλώνετε»;
Κι όμως. Ο ελαφρύς πατερναλισμός του ανωτάτου θυρωρείου τάραξε αμέσως το ΠΑΣΟΚ. Διότι το ΠΑΣΟΚ είναι φύσει και θέσει το πιο ευάλωτο κόμμα στη συζήτηση περί αδιεξόδου ακυβερνησίας και αναγκαιότητας συνεργασιών. Θέσει, γιατί είναι δεύτερο κόμμα, με ένα προβαλλόμενο κοινοβουλευτικό μέγεθος που το καθιστά αναντικατάστατο σχεδόν για όλα τα σενάρια συγκυβέρνησης. Φύσει, γιατί είναι στο κέντρο της πολιτικής γεωγραφίας – τόσο κοντά και τόσο μακριά από τα υπολείμματα του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο μακριά και τόσο κοντά στη Ν.Δ.
Αντέχει το ΠΑΣΟΚ να συζητάει προεκλογικά για συνεργασίες;
Η φύση αυτή δεν ορίζεται μόνο χωροταξικά. Είναι πιο βαθιά. Παρά τους όρκους υπέρ της αυτονομίας του, το μεταχρεοκοπικό ΠΑΣΟΚ παραμένει αμφίψυχο. Για να εκπληρωθεί το κυβερνητικό DNA του κόμματος, πρέπει να βρεθεί εταίρος. Οι μισοί κλίνουν προς τον Τσίπρα. Οι άλλοι μισοί κλίνουν προς τη Ν.Δ. Οι μισοί θεωρούν τον Τσίπρα ολετήρα. Οι άλλοι μισοί τον θεωρούν φυσικό συνομιλητή. Το ίδιο και τον Μητσοτάκη.
Οποια πλευρά κι αν επιλέγουν, τα πασοκικά στελέχη που μιλούν για την πιθανότητα συγκλίσεων πιστοποιούν αυτή την υπαρξιακή αμφιταλάντευση. Είτε μιλάει η Ράνια Θρασκιά, που εξελέγη με τον ΣΥΡΙΖΑ και στρατολογήθηκε οψίμως στο ΠΑΣΟΚ, είτε μιλάει ο Δούκας, που θεωρεί τη δημαρχία του καρπό επιτυχημένου αριστεροπασοκικού υμέναιου, είτε μιλάει ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, που ήταν με τον Δούκα, αλλά δεν θέλει να ακούει για τον Τσίπρα, το συμπέρασμα είναι ίδιο: Το ΠΑΣΟΚ δεν αντέχει να κάνει ανοιχτά τη συζήτηση για τις συνεργασίες, γιατί θα διαλυθεί. Μπορεί να είναι μια συζήτηση ζωτική για να έχει κυβερνητικό μέλλον, αλλά είναι απαγορευμένη αν θέλει να έχει παρόν. Εξ ου και αναλαμβάνει το ρίσκο να υποστεί απαράσκευο την πίεση που θα ασκηθεί μετεκλογικά σε αμφότερες τις ψυχές του κόμματος. Εξ ου και η αλλεργική αντίδραση στην υπενθύμιση αυτού του κινδύνου.
Οποιος κοιτάει τον χάρτη σήμερα, το βλέπει: Είναι πιο πιθανό να δικαιωθεί η μόνη αξιομνημόνευτη παρέμβαση του Προέδρου στον ένα χρόνο της θητείας του (να βρει γαμπρό η Κίμπερλι) παρά να εκπληρωθούν τα ευχολόγια για πολιτικά συνοικέσια. Ιδίως όταν κάποιοι υπονομεύουν την πιθανότητα συγκλίσεων, όχι από σκοπιμότητα, αλλά από αμήχανη στωμυλία. Επειδή δεν βρίσκουν τίποτε άλλο να πουν, για να υπάρξουν.

