Στις προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν είχε χαρακτηρίσει την αναμέτρηση «μια μάχη για την ψυχή της Αμερικής». Εστιάζοντας σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με την ηθική και τις αξίες κάθε υποψηφίου και το κατά πόσο αυτές ταυτίζονται με εκείνες της χώρας.
Κάτι παρόμοιο επιχείρησε σε πρόσφατη συνέντευξή του και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, όπου κατηγόρησε τον νυν πρόεδρο της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη ότι έχει μεταλλάξει τη φυσιογνωμία του κόμματος, που έχει πάρει κακό δρόμο.
Η κριτική του κ. Σαμαρά έχει κάποια βάση. Η Ν.Δ., όντως μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2023, μπήκε σε μια πτωτική πορεία. Με διαρροές προς κόμματα που τοποθετούνται στα «δεξιά» της και αρκετούς πρώην ψηφοφόρους της στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων.
Είναι όμως και ατελής κριτική, για μια σειρά λόγων. Κατ’ αρχάς, οι διαρροές της Ν.Δ. δεν είναι μόνο προς τα δεξιά της αλλά και προς τα αριστερά της. Σε όλες δε τις έρευνες είναι περίπου ισόποση. Ταυτόχρονα, οι ψηφοφόροι που προέρχονται από τον κεντρώο χώρο μοιάζουν πιο πιθανό να επιστρέψουν στη Ν.Δ. από εκείνους που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί και επιλέγουν κόμματα όπως του Κυριάκου Βελόπουλου ή της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Η πλειοψηφική συμμαχία που συγκρότησε η Ν.Δ. στις εκλογές του 2019 και του 2023 έχει ασφαλώς πυρήνα το παραδοσιακό ακροατήριό της, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό το κοινό. Χτίστηκε δε με βάση τα όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία 15 χρόνια, μέσα από πολλές ανακατατάξεις του πολιτικού σκηνικού.
Ολες οι μελέτες πολιτικών τάσεων δείχνουν ότι οι κομματικές και ιδεολογικές ταυτίσεις μειώνονται σταθερά. Η διαχείριση των ζητημάτων, οι ψυχικές ταυτίσεις, η ισχύς των αφηγημάτων μετράνε περισσότερο. Aντιλήψεις που αφορούν τον προσανατολισμό της χώρας, την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα, την αίσθηση του ανήκειν εντός ή εκτός των «κοινωνικών τειχών», είναι πλέον πιο καθοριστικές από ό,τι οι παραδοσιακοί πολιτικοί όροι.
Η σημερινή κάμψη της Ν.Δ. οφείλεται κυρίως σε ζητήματα όπως η ακρίβεια, η διαφάνεια, καθώς και στην πολυετή κόπωση. Οχι στο ότι απομακρύνθηκε από τις (ενίοτε ασαφείς) αξίες της Κεντροδεξιάς. Για κάποιους ασφαλώς ισχύει και αυτό, δεν είναι όμως το βασικό της πρόβλημα. Οι δε αναφορές σε «σημιτικό ΠΑΣΟΚ» λένε ελάχιστα πράγματα στους κάτω των 35 ετών, που είναι το δυσκολότερο κοινό για τη Ν.Δ., και περισσότερα στους άνω των 60, όπου η φθορά της είναι σαφώς μικρότερη.
Κάποιος που συγκυβέρνησε με το ΠΑΣΟΚ, στη βάση μάλιστα ότι πρωθυπουργός πρέπει να είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, πόσο πειστικά μπορεί να καταγγέλλει την «πασοκοποίηση» της Ν.Δ.;
Η πολιτική βάση και η φυσιογνωμία των κομμάτων εξουσίας δεν είναι εξάλλου κάτι στατικό. Αλλο ήταν το ΠΑΣΟΚ των «μη προνομιούχων» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, άλλο εκείνο των «μεσοαστών» τις δεκαετίες ’90-’00. Και η βάση της Ν.Δ. έχει αλλάξει, παρότι έχει διαχρονικά πιο συμπαγή χαρακτηριστικά. Σημαντική μετεξέλιξη μάλιστα συντελέστηκε την περίοδο που επικεφαλής της Ν.Δ. ήταν ο ίδιος ο κ. Σαμαράς! Αλλη ήταν η βάση της Ν.Δ. το 2009 (όταν εξελέγη αρχηγός της ο κ. Σαμαράς), άλλη στις εκλογές του Μαΐου 2012 με το 18%. Και άλλαξε ξανά μέσα σε δραματικές συνθήκες τον Ιούνιο του 2012 και στις εκλογές του 2015, όταν το 29% και 27% αντιστοίχως που έλαβε τότε η Ν.Δ., πέρα από τον ζωτικής αξίας παραδοσιακό κορμό της, συμπεριέλαβε και νέα κοινά λόγω των προταγμάτων και διακυβευμάτων της εποχής. Εκείνη την πολιτική συμμαχία παρέλαβε, διεύρυνε και εμπλούτισε περαιτέρω ο κ. Μητσοτάκης, με μεγάλα εκλογικά οφέλη.
Με τη διάρρηξη αυτής της συμμαχίας η Ν.Δ. κινδυνεύει να χάσει ψηφοφόρους από το Κέντρο, χωρίς πιθανότατα να επανακτήσει όσους είτε παλαιότερα είτε σήμερα στράφηκαν σε κόμματα της ριζοσπαστικής – λαϊκιστικής Δεξιάς. Η στρατηγική της τριγωνοποίησης και η ταύτισή της με την πολιτική σταθερότητα μοιάζουν με μονόδρομο για τη Ν.Δ., αν θέλει να παραμείνει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη.
Στο κλείσιμο της ανάλυσης, ο πειρασμός κάποιων σχολίων για τη συνέντευξη του κ. Σαμαρά είναι ακατανίκητος. Γιατί, παρά το ενδιαφέρον και την ορθότητα ορισμένων επισημάνσεών του για τις προκλήσεις της κυβέρνησης, τις πολιτικές της Ε.Ε., όσα συνέβησαν την περίοδο της κρίσης, κ.ά., εμπεριείχε κάποιες στρατηγικές αντιφάσεις. Οι οποίες ξεπερνούν το μάλλον κακό τάιμινγκ να παρουσιάσει τη χώρα ως περίπου ανυπόληπτη, τις μέρες που υπογράφηκαν οι ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ.
Κάποιος που συγκυβέρνησε με το ΠΑΣΟΚ, στη βάση μάλιστα ότι πρωθυπουργός πρέπει να είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, πόσο πειστικά μπορεί να καταγγέλλει την «πασοκοποίηση» της ΝΔ; Και πώς γίνεται να λες ότι σε απασχολεί η πορεία μιας παράταξης και να αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω διάσπασης και αποδυνάμωσής της;
Με αυτό συνδέεται και η μεγαλύτερη αντίφαση, που αφορά την ένταση και το εύρος της επίθεσης του πρώην πρωθυπουργού. Οταν επικρίνεις την εξωτερική πολιτική, την οικονομική πολιτική, τη θεσμική παρουσία, τα πάντα, χωρίς παράλληλα να λες μισή καλή κουβέντα για κανένα θέμα, ουσιαστικά αυτοεγκλωβίζεσαι σε μια στρατηγική ρήξης. Η οποία σταδιακά μεταφέρει το ερώτημα από το «πώς γίνεται να με διέγραψαν;» στο «γιατί δεν έφευγες μόνος σου;» και στο «πώς είναι δυνατόν να επιστρέψεις;».
Ο πρώην πρωθυπουργός έχει την εμπειρία να διακρίνει αυτές τις αντιφάσεις και να τις διαχειριστεί, ειδικά αν δεν έχει αποφασίσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Εκτός αν, παρά τα όσα ισχυρίζεται, έχει ήδη λάβει τις αποφάσεις του.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

