Η βία σαν το θηλυκό του βίου

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η μυθολογία, όπως την κωδικοποίησε ο Ησίοδος στη «Θεογονία», θέλει τη Βία θυγατέρα της Στυγός και του Γίγαντα Πάλλαντα και αδερφή του Κράτους, του Ζήλου και της Νίκης. Στην Τιτανομαχία η Στύγα τάχθηκε στο πλευρό του Δία και ο αρχιθεός την τίμησε, ορίζοντας να γίνει αυτή «ο μέγας όρκος των θεών» («Μά τη Στύγα»), να μείνουν δε τα τέκνα της αιώνιοι παραστάτες του. Κράτος και Βία, αχώριστο εννοιολογικό ζευγάρι έκτοτε, ανέλαβαν κατά τον Αισχύλο τον «σωφρονισμό» του φιλάνθρωπου Προμηθέα. Και με το δεδομένο ότι στις «φυσικές» και «κανονικές» πατριαρχικές κοινωνίες οι αδερφοί θεωρούν τις αδερφές τους κτήμα τους, που το μοιράζονται με τον Πατέρα Αφέντη, το Κράτος αυτοπροσδιορίζεται ανέκαθεν ως ο μοναδικός νόμιμος ιδιοκτήτης του δικαιώματος στην άσκηση βίας.

Από την πλευρά της, η γλωσσολογία θέλει την ομηρική λέξη «βία» καταγόμενη από αμάρτυρη ινδοευρωπαϊκή ρίζα. «Παλιό ριζικό ουσιαστικό που αντιστοιχεί επακριβώς» στο σανσκριτικό όνομα της υπερίσχυσης, της κυριαρχίας, γράφει ο Πιερ Σαντρέν στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής» (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2023), ο δε Γ. Μπαμπινιώτης, στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» (Κέντρο Λεξικολογίας, 2009) σημειώνει ότι «πιθ. συνδ. με το αρχ. βινέω “συνουσιάζομαι”». Ακόμα κι αν η εικασία αυτή δεν αληθεύει, ο αρσενικός πόθος δεν εκδηλώνεται κυριαρχικός και καταναγκαστικός αποκλειστικά στους βιασμούς που γίνονται γνωστοί, και οι οποίοι είναι πολύ μικρό ποσοστό όσων γίνονται στα σκοτεινά και τα βουβά.

Ομηρική και η λέξη «βίος» –λιγότερο συχνή πάντως στα έπη από τη λέξη «βίοτος», που εικάζεται ότι πλάστηκε κατ’ αναλογίαν προς το «θάνατος»–, κατάγεται επίσης από αμάρτυρη ινδοευρωπαϊκή ρίζα. Και σημαίνει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, «από όπου», λέει ο Σαντρέν, «προέρχεται η σημασία μέσα διαβίωσης, περιουσία, πόροι». Και κάπως έτσι, εκ κληρονομίας ή εκ νέας δημιουργίας, δηλώνουμε οι νεοέλληνες το έχει μας με τη μονοσύλλαβη λέξη «βιός».

Στην αρχαιότητα, και έως τον Ομηρο, το «βιός», δισύλλαβο εκεί, «βι-ός», σήμαινε το τόξο ή τη χορδή του. Εξ ου και το λογοπαίγνιο του Ηράκλειτου, του μοναδικού μεταομηρικού χρήστη της λέξης: «Τω ουν τόξω όνομα βίος, έργον δε θάνατος». Το όνομα του τόξου είναι βίος, το έργο του όμως είναι θάνατος. «Παρωνόμασται γαρ εκ του βίου ως του ζην αίτιος, θανατοί δε τους βληθέντας και στερίσκει του ζην», λέει για τις παρονομαστικές δοκιμές του Ηράκλειτου ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, τον 12ο αιώνα.

«Καμπούλ»

Ο,τι κι αν λέει η γραμματική και η μυθοθεολογία, η ίδια η ζωή μαρτυρεί πως η βία είναι το θηλυκό του βίου. Η καθημερινότητά μας κατάντησε ένα εκτενέστατο, αενάως επαναλαμβανόμενο αστυνομικό δελτίο Τύπου. Η παρακολούθηση των ειδησεογραφικών τηλεδελτίων είναι μια άσκηση στην απελπισία ή την κατάθλιψη, και δεν ευθύνεται γι’ αυτό αποκλειστικά η πολιτική μονομέρειά τους αλλά και το αιματηρό περιεχόμενό τους. «Η Αθήνα κατάντησε Καμπούλ», έλεγε κάποτε ο «μονιμάς» ηγήτωρ του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Και να μην του το θυμίζουν αυτό οι πολιτικοί του αντίπαλοι, του το θυμίζει η ενοχλητική πραγματικότητα. Γιατί μπορεί να αποκτήσαμε επιτέλους «ελληνικό FBI», αυτό όμως δεν τρόμαξε τις ποικίλης εθνικής συγκρότησης μαφίες που δρουν ανάμεσά μας, άλλες πυρετικά και άλλες σποραδικά: ελληνική, αλβανική, σερβική, ρωσική, με προσφιλή τόπο δράσης τη Μύκονο, βουλγαρική, τουρκική, διακλαδιζόμενη σε μια πλήρη ενδεκάδα συμμοριών, μαυροβουνιώτικη, ακόμα και μεξικανική.

Μπορεί να αποκτήσαμε επιτέλους «ελληνικό FBI», αυτό όμως δεν τρόμαξε τις ποικίλης εθνικής συγκρότησης μαφίες που δρουν ανάμεσά μας, άλλες πυρετικά και άλλες σποραδικά. Υπάρχουν και συμμορίες στις οποίες οι λαοί των Βαλκανίων γίνονται μπράτιμοι και πολεμούν από κοινού για να επιβληθούν.

Το έγκλημα πάντως είναι αποδεδειγμένα διεθνιστικό, υπάρχουν λοιπόν και συμμορίες στις οποίες οι λαοί των Βαλκανίων γίνονται μπράτιμοι και πολεμούν από κοινού για να επιβληθούν στον έναν ή τον άλλον τομέα μιας τεράστιας χρυσοφόρας αγοράς: ναρκωτικά, όπλα, συμβόλαια θανάτου, εμπρηστικές και βομβιστικές επιθέσεις, στοχευμένες κλοπές (λ.χ. υπερπολυτελών αυτοκινήτων), ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προστασία –όχι μόνο νυχτερινών κέντρων–, νοθευμένα καύσιμα, εμπορία ανθρώπων αλλά και σπάνιων πλασμάτων της ελληνικής πανίδας και επίσης σπάνιων βοτάνων της χλωρίδας μας. Και τι δεν θα ‘χε να γράψει ο Καρλ Μαρξ για να εμπλουτίσει το ειρωνικό δοκίμιό του «Εγκώμιο του εγκλήματος».

Βία όμως δεν παράγουν μόνο οι μαφίες, οι επαγγελματίες του εγκλήματος, που αμφισβητούν με την ποικίλη δράση τους το μονοπώλιο του κράτους. Αφθονη και ατιθάσευτη βία εκλύεται σχεδόν από όλους τους πόρους της κοινωνίας, ανεξαρτήτως ηλικίας και τάξης: ενδοοικογενειακή βία, ενδοσχολική, ενδοκοινοτική (σαν τη δήθεν «πατροπαράδοτη» στα Βορίζια της Κρήτης), οπαδική (ενδογηπεδική και εξωγηπεδική). Σαν να ‘χει φτηνύνει η ζωή, σαν να ‘γινε το κουμπούρι ή το μαχαίρι το φυσικότερο των πραγμάτων.

Μέρα παρά μέρα «πέφτουμε από τα σύννεφα» μαθαίνοντας ότι «μια χαρά άνθρωποι» της διπλανής πόρτας σκότωσαν ή προσπάθησαν να σκοτώσουν δι’ ασήμαντον αφορμήν ή «για την τιμή και τ’ όνομά μας» ή για ένα χωράφι, μια κληρονομιά. Ακόμα και για μια θέση παρκαρίσματος πέφτει άγριο ξύλο και η «κακιά στιγμή» μπορεί να επιφέρει ακόμα και θάνατο. Δεν θέλει πολύ για να πεθάνει κανείς. Πολύ θέλει για να γεννηθεί και να μεγαλώσει.

Σαν να ξυπνάμε με τα αίματά μας ήδη αναμμένα και με τα νεύρα μας ήδη τεντωμένα. Με την τσίμπλα στο μάτι μπαίνουμε ψευδωνύμως στο Διαδίκτυο και ξεφορτώνουμε κακία, φθόνο, χυδαιότητα. Μπαίνουμε έπειτα στο αυτοκίνητο και ανεβοκατεβάζουμε τις ταχύτητες (μαζί με καντήλια) βλέποντας παντού εχθρούς, ατζαμήδες που «το πήραν νύχτα» ή λαδώνοντας. Βίαια οδηγούμε, «αρσενικά», εξ ου και τα βλέμματα χλεύης προς τις γυναίκες οδηγούς.

Τα παιδιά μας

Μας βλέπουν και μας ακούν τα παιδιά μας, όταν κρατάμε το τιμόνι, όταν βλέπουμε τηλεόραση, όταν πάμε στο γήπεδο, στην παραλία, στην ταβέρνα, και μαθαίνουν. Μαθαίνουν πως ο πατέρας τους έχει πάντα δίκιο αλλά τον αδικούν πάντα και όλοι. Και αποφασίζουν από πολύ μικρά ότι και αυτά έχουν και θα έχουν πάντα δίκιο, στο σχολείο, στο γηπεδάκι, παντού, μόνο που πάντα θα τα αδικούν – όλοι, ακόμα και οι φίλοι τους. Μαθαίνουν τον τρόπο της καχυποψίας («μην εμπιστεύεσαι κανέναν»), του τσαμπουκά («με τον σταυρό στο χέρι δεν πας πουθενά»), της εγωπάθειας.

Κι ο γιαλός στραβός και στραβά αρμενίζουμε. Η περίφημη «Ελλάδα 2.0» δεν μας εμπεριέχει όλους· κάποιους τους μετράει σαν αναχρονιστικό βαρίδι – το πιστοποίησε και η υπόθεση των ΕΛΤΑ. Το μόνο που παράγει εν αφθονία είναι αυθαιρεσία, αυταρχισμό, αναξιοκρατία, ανασφάλεια, άγχος. Και κατακερματίζεται έτσι η κοινωνία σε μονάδες εριστικές και βίαιες. Δεν είναι πιο σωστό λοιπόν να λέμε «Ελλάδα – Απογοήτευση 0-2»;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT