Χρειάστηκε η μεταφραστική παρέμβαση των media για να εξηγηθεί η σημασία του ρήματος «παίζω» στα κρητικά. Με τη χρήση του «πυροβολώ» το ρήμα είναι τόσο κοινό που έχει πια χειραφετηθεί από το αντικείμενό του. Λέγεται «παίζω» σκέτο και όχι «παίζω μπαλωθιές». Κάπως έτσι το γλωσσικό χάσμα δημιουργεί το παράδοξο των ενόπλων με τα καλάσνικοφ να «παίζουν» θάνατο. Να ενορχηστρώνουν ένα «παιχνίδι» που δεν είναι ακριβώς εντός των αρχαϊκών κανόνων της κοινότητάς τους – είναι ένας ίλιγγος στην πολιτισμική της μεθόριο. Μια παραφθορά του εθίμου που υποκλέπτει μόνο τα όπλα του και το μετατρέπει από τελετουργική σε παρανοϊκή βία.
Η αλήθεια είναι ότι πήξαμε στις ανθρωπολογικές αναλύσεις, που επιχειρούν να γενεαλογήσουν το μακελειό των Βοριζίων. Η παράδοση εξηγεί ίσως κάποιες συμπεριφορές, που για την πλειονότητα μοιάζουν πρωτόγονες. Αλλά η εξήγηση καταλήγει να ακούγεται ως δικαιολόγηση. Το έγκλημα, διαθλασμένο από τα κάτοπτρα της μιντιακής του δραματοποίησης, γίνεται αντιληπτό ως στοιχείο εξωτισμού. Οι πρωταγωνιστές του, με τα προσωδιακά ελληνικά τους, που ακούγονται σαν τραγούδι ακόμη και στον θρήνο, ενισχύουν αυτή τη γοητεία της άγριας –άρα και ανόθευτης– κοινοτικής ζωής. Ο μαυροντυμένος θίασος· το σπαρακτικό μοιρολόι· οι βλοσυροί άνδρες με τα μυστακοφόρα στόματα μανταλωμένα από την ομερτά· οι καταιγιστικές αρές της χήρας του Φανούρη Καργάκη («κι επήγα εκειά και φώνιαζα και τον εγύρευγα. Και τον ευρήκα μέσα στ’ αμάξι τελειωμένο»): Ολα αυτά τα «εξωτικά» στοιχεία ενθαρρύνουν έναν αστικό οριενταλισμό έναντι της συνήθως αθέατης κρητικής ενδοχώρας, η οποία καθίσταται ορατή στον Αθηναίο τηλεθεατή μόνο όταν ξεσπούν οι ανθρωποκτονικές –βλέπε και αυτοκτονικές– εξάρσεις της.
Η μετάβαση από την τελετουργική στην παρανοϊκή βία.
Ομως, ο κόσμος αυτός δεν είναι (μόνο) αρχαϊκός. Κρατάει τις δομές του παλιού και τις εξοπλίζει με επιτήδειες πατέντες επιβίωσης στον σύγχρονο κόσμο. Η παλαιά, ένοπλη αυτονομία –η έμπρακτη άρνηση του νεωτερικού κράτους και του μονοπωλίου της βίας– έχει κάνει μετάσταση σε σύγχρονες εγκληματικές επιχειρήσεις. Σε κανονικές μαφίες που ελέγχουν τη νύχτα, καταπατούν ακίνητα, διακινούν ναρκωτικά. Σε πελατειακά δίκτυα που συντηρούνται με ενδημικές απάτες απομύζησης ευρωπαϊκών κονδυλίων. (Αρκεί κανείς να δει τα αυτοκίνητα των Βοριζίων, για να καταλάβει πόσο απατηλό είναι το παραμύθι του χωριού που ζει τάχα στεγανό από τον πολιτισμό.)
Οχι, αυτή η αιματηρή κουλτούρα –που στερεί από τα παιδιά της ακόμη και τη στοιχειώδη εκπαίδευση, που τους δίνει από την εφηβεία τους όπλο και νευρικό τιμόνι– χάνει τη «γραφικότητά» της, καθώς διαπλέκεται με συστήματα ντόπιας εξουσίας. Ποιος φροντίζει οι πυρήνες αυτής της παραβατικότητας να επιδοτούνται τυφλά; Ποιος εξασφαλίζει ότι τα δικαστήρια θα τους ρίξουν στα μαλακά; Ποια πολιτική και επιχειρηματική ελίτ κάνει ότι δεν βλέπει τα ποίμνιά της και εξαντλείται σε ηθικολογικά κλισέ, μέχρι να περάσει η μπόρα;
Ποιος δεν ακούει την εκκωφαντική σιωπή των Κρητών πολιτικών;

