«Μη μου το πεις, οι καλοί μας φίλοι…»

5' 2" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Για τον ∆ιονύση Σαββόπουλο ειπώθηκαν ήδη πολλά και θα ειπωθούν ακόμα περισσότερα τα επόμενα χρόνια. Εύλογο. Και πρέπον. Μιλάμε, νιώθουμε την ανάγκη να μιλήσουμε, άλλος σιγανά και ταπεινά κι άλλος βουερά, άλλος σαν τάχα αυθεντία κι άλλος με ήρεμη γνώση και γνήσιο σεβασμό, για ένα φαινόμενο. Ενα καλλιτεχνικό φαινόμενο. Για έναν ιδιοφυή τραγουδοποιό, που με τους στίχους και τη μουσική του γέννησε άφθονη και βαθιά τη συγκίνηση σε αναρίθμητους Ελληνες (ας με συγχωρέσουν εδώ οι από τηλεκαθέδρας ελληνομέτρες, συναριθμώ και τους αριστερούς στους Ελληνες).

Μιλάμε για έναν δημιουργό που πότισε την κοινή μας γλώσσα κι αβγάτισε την κοινή μας περιουσία με δεκάδες φράσεις-σφραγίδες, από το «Ολη η Ελλάδα μια ατέλειωτη παράγκα» έως το «Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα». Στο άτυπο άθλημα των κοινολεκτούμενων στίχων ο Σαββόπουλος ξεπερνάει κάθε άλλον τροβαδούρο αλλά και ποιητή, μελοποιημένο ή μη. Ακόμα και ο «πρόχειρος» Καβάφης δεύτερος έρχεται.

Μιλάμε, νιώθουμε την ανάγκη να μιλήσουμε, άλλος σιγανά και ταπεινά κι άλλος βουερά, άλλος σαν τάχα αυθεντία κι άλλος με ήρεμη γνώση και γνήσιο σεβασμό, για ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο. Για έναν ιδιοφυή τραγουδοποιό, που με τους στίχους και τη μουσική του γέννησε άφθονη και βαθιά τη συγκίνηση σε αναρίθμητους Ελληνες.

Μεροληπτική η μνήμη μας, κρατάει από τις «πίσω σελίδες» οποιουδήποτε, άρα και του Σαββόπουλου, ό,τι συνάδει με το αυτοαφήγημα που πλάθουμε σταδιακά. Οσοι πάντως τραγουδήσαμε άπειρες φορές Σαββόπουλο, από την εφηβεία μας μέχρι τώρα, στην παρέα ή κατά μόνας, δεν γίνεται να τον ξεγράψουμε επειδή κάποια στιγμή το καλλιτεχνικό φαινόμενο άρχισε να προσλαμβάνει γνωρίσματα πολιτικού δράματος, με συνεντεύξεις που ελάχιστα τις απασχολούσε η τέχνη, αφού ο στόχος ήταν να αποσπαστεί μια δήλωση-ατάκα. Στον εαυτό μας θα απιστήσουμε αν το πράξουμε. Τον εαυτό μας θα κουτσουρέψουμε, αν λογοκρίνουμε αναδρομικά τη συγκίνησή του ή τη μειώσουμε.

Φυσικά και δεν θα προσπεράσουμε σφυρίζοντας τον επίμονο ισχυρισμό του Σαββόπουλου, αυτόχρημα αφιλολόγητο, ότι οι παλμογράφοι αποδίδουν με διαφορετικά ντεσιμπέλ τη βαρεία, την οξεία, την περισπωμένη και τα ζεύγη τους με τη δασεία ή την ψιλή. Θα προσυπογράψουμε όμως ό,τι λέει στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (Πατάκης, 2025), όπου συχνά χρεώνει στον εαυτό του ψυχική τσιγκουνιά, αλαζονεία, «γαϊδουριά» και «στρίφνα»: «Δεν θα τα μηδενίσουμε όλα επειδή οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Μπήκαν στην καρδιά μας μια φορά; Εκεί θα μείνουν, κι ας φέρθηκαν κάποτε σαν λαγοί κι άλλοι σαν αλεπούδες· δεν τους δικαιολογούμε, όχι. Μα δεν μπορούμε και να τους πετάξουμε έξω».

Αντιφάσεις

Αφόρητα μανιχαϊστική η εκπαίδευσή μας στη διαχείριση της εθνικής ιστορίας, δεν μας ετοιμάζει να βλέπουμε την αντιφατικότητα των ανθρώπων σαν γνώρισμα εγγενές αλλά και σαν κινητήρια δύναμη. Οι καδραρισμένοι ήρωές μας, της αρχαιότητας ή του ’21, δεν είναι παρά άβαθες ζωγραφιές, μονοδιάστατες, στα χρώματα μιας εξιδανίκευσης που τους αποσπά από την επικράτεια της Ιστορίας και τους ξαποστέλνει στην ξενιτιά της Μεταφυσικής. Το αποτέλεσμα είναι να τρομάζουμε μπροστά στις αντιφάσεις (των άλλων, αλλά και τις δικές μας), γιατί έχουμε εκπαιδευτεί να μην τις βλέπουμε καθόλου ή να τις προσεγγίζουμε από την οδό του συναισθήματος, όχι τη διανοητική. Και το συναίσθημα απολυτοφρονεί. Δεν τα πάει καλά με το «ίσως», το «μήπως», το «ενδεχομένως».

Τέσσερα χρόνια πριν αποχαιρετίσαμε τον Μίκη Θεοδωράκη, μέγα συνδημιουργό του μεταπολεμικού κοινωνικού ψυχισμού, προσφεύγοντας αναπόφευκτα στον χαρακτηρισμό του ως «μεγάλου αντιφατικού», παραλλάσσοντας τον «Μεγάλο ερωτικό» ενός άλλου σπουδαίου νεοέλληνα, του Μάνου Χατζιδάκι. Με τον Σαββόπουλο, ο χαρακτηρισμός επέστρεψε για να αποκτήσει συνιδιοκτήτη. Επίσης αναπόφευκτο. Το κατέστησε ο ίδιος τόσο με την καθαυτό τραγουδοποιητική πορεία του, σαφώς διαχωρισμένη σε ένα «πριν» και ένα «μετά», όσο και με την γένει δημόσια παρουσία του. Δύο τουλάχιστον οι διαφορές με τον Μίκη: Ο Θεοδωράκης πολιτεύτηκε με τη Ν.Δ., έγινε βουλευτής και υπουργός της, ενώ ο Σαββόπουλος λειτούργησε σαν περιστασιακός προπαγανδιστής της.

Δεύτερον, ο Σαββόπουλος μετατοπίστηκε και στην τέχνη του, όχι μόνο στον δημόσιο βίο του: έγραψε τραγούδια για να ανακοινώσει, να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει τη μετατόπισή του προς τα δεξιά. Ο Θεοδωράκης, που έζησε επίσης μια πολύχρονη καλλιτεχνικά άγονη περίοδο, δεν έγραψε και δεν μελοποίησε αυτοαναιρετικούς στίχους ούτε έδωσε «παραγγελιά» να του γράψουν. Πολιτικά σοβαρότερη πάντως, και πολύ δυσκολότερα απορροφήσιμη, πιστεύω πως ήταν η μετατόπιση του Μίκη. Αυτός ήταν το άλλο όνομα της Αριστεράς, το τοτέμ της. Οχι ο Διονύσης.

Στον σοφά ζυγισμένο επικήδειό του, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ανέδειξε τον πληθυντικό αριθμό των σαββοπουλικών αντιφάσεων: «Ενωσες τα κομμάτια μας. Κάποιους μας ένωσες συχνά και εναντίον σου. Hσουν γεμάτος αντιφάσεις. Eνας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη. Eνας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου, ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης, ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού, ένας βλοσυρός που του άρεσαν τα ανέκδοτα, ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη. Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο εαυτός σου. Iσως ούτε κι εσύ».

Ο Αλκίνοος είναι ένας από τους πολλούς άξιους μουσικούς που θα μπορούσαμε να τους φανταστούμε, με όλη την αυθυπαρξία τους, σαν γερά κλωνάρια στο δέντρο-Νιόνιος, ορισμένα από τα οποία μάλιστα έκοψαν κάποια στιγμή τις ρίζες που οδηγούσαν προς τον Σαββόπουλο ως ρόλο – λ.χ. ως τηλεοπτικό δάσκαλο. Σωστά γράφει πάντως ο Δημήτρης Καράμπελας στη β΄, αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του «Διονύσης Σαββόπουλος» (Μεταίχμιο, 2024), ότι ο τραγουδοποιός μας «δεν θανατώθηκε ποτέ στην εσωτερική ζωή των επιγόνων του, όσο συχνά κι αν απέρριπταν –μαζί με πολλούς από εμάς, άλλωστε– ορισμένες πολιτικές επιλογές, το διδακτικό τόνο ή τις αμήχανες δημόσιες παρεμβάσεις της ωριμότητάς του».

Εχουν περάσει πια οι καιροί που οι ποιητές, π.χ. ο Κωστής Παλαμάς, έχοντας κατά νουν τους λυρικούς της αρχαιότητας ή και τον δημοτικό τραγουδιστή, προτιμούσαν να αυτοπροσδιορίζονται ως τραγουδιστές, χαίρονταν μάλιστα και καμάρωναν αν τους απέδιδαν τον «τίτλο» αυτόν ο δήμος και οι «σοφιστές». Οι τραγουδοποιοί, ταυτόχρονα μουσικοί, στιχουργοί και ερμηνευτές, είναι ό,τι θα ήθελαν να είναι οι ποιητές. Ο Σαββόπουλος γεννούσε την ίδια στιγμή λόγια και ρυθμό. Μόνο στο «Κούρεμα» του 1989, ο ίδιος το έχει πει, αποφάσισε να γράψει πρώτα τα λόγια κάποιων τραγουδιών, «για να είναι σαφής», κι έπειτα να τα ντύσει μουσικά. Η πολιτική του μεταστροφή προϋπέθετε την αθέτηση της πάγιας καλλιτεχνικής του πρακτικής. Ο τραγουδοποιός έγινε πολιτικολόγος, ο ποιητής ρήτορας, ο μουσικός έμεινε δίχως εμπνοή. Και χάσαμε όλοι. Οποιον θεό κι αν πιστεύουμε. Χάσαμε τα τραγούδια που δεν έγραψε στο πρώτο τέταρτο του νέου αιώνα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT