Το διήγημα το είχε γράψει ο Θεόδωρος Πάγκαλος το 1968 – μια πρώιμη λογοτεχνική δοκιμή αυτού του τέρατος καταιγιστικής σιχτιροτεχνίας. Ενας νεοσύλλεκτος παρουσιάζεται, λέει, στο Ναυτικό και δηλώνει «κλουπιέρης». Οχι κρουπιέρης. Κλουπιέρης με λάμδα. Ο αρχικελευστής που τον υποδέχεται ντρέπεται να ρωτήσει τι ακριβώς είναι αυτό. Το ίδιο και ο ανθυποπλοίαρχος. Ψυχανεμίζονται ότι η κλουπιεροσύνη είναι κάτι σημαντικό, νεωτερικό και οπωσδήποτε χρήσιμο στο Σώμα. Γι’ αυτό και χωρίς να ρωτήσουν πολλά πολλά, οργανώνουν μια επίδειξη της νέας ειδικότητας, στο πλαίσιο της ορκωμοσίας των κληρωτών. Ενας πύργος από μπετόν έχει στηθεί μόνο για την περίσταση. Στη βάση του έχει κατασκευαστεί μια μικρή δεξαμενή. Οι επίσημοι, ναύαρχοι και υπουργοί, παρακολουθούν με ανυπομονησία. Ο κλουπιέρης ανεβαίνει από τη σκάλα στην κορυφή του πύργου και (spoiler alert!) από εκεί αφήνει προσεκτικά μια σφαίρα να πέσει. «Ολοι κρατούσαν και την αναπνοή τους ακόμη. Και έτσι ακούστηκε και στις πιο απομακρυσμένες γωνίες του στρατοπέδου το κλουπ που έκανε η σφαίρα πέφτοντας μέσα στο νερό της δεξαμενής».
Ο Οκτώβρης ήταν ακόμη γλυκύς στο Πεντάγωνο την Τετάρτη. Οι χιλιοτραγουδισμένες σκιές του παρελθόντος δεν εμφανίστηκαν για να στιγματίσουν τη σύναξη, όπως είχαν κάνει επτά μήνες πριν, μετά την 25η Μαρτίου, στον ίδιο χώρο σε κάτι άλλα εγκαίνια. Τότε είχε αποκαλυφθεί η «Κιβωτός της Μνήμης» που αντικατέστησε ένα «ινστολέισον» εμπνεύσεως της προηγούμενης ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Τώρα η τελετή, χοροστατούντος πάλι του υπουργού Αμυνας, είχε οργανωθεί για τη «νέα βιοκλιματική όψη» του υπουργείου. Για την πρόσοψη.
Οχι, δεν ήταν μια απλή αναβάθμιση τύπου «Ανακαινίζω – Εξοικονομώ». Οπως εξήγησε ο οικοδεσπότης υπουργός, «οι κατακόρυφες συστοιχίες των τριαντάμετρων λευκών περσίδων» της προσόψεως συμβολίζουν «τις πτυχές της ευζωνικής φουστανέλας» και «δημιουργούν κίονες που παραπέμπουν στην Ελληνική Αρχαιότητα». Και η σκάλα, «η πλατύτερη σκάλα στην Ελλάδα», ανοίγεται «σαν αγκαλιά της Παναγίας, Προστάτιδος των Ενόπλων Δυνάμεων και Υπερμάχου Στρατηγού των Ελλήνων».
Αυτά άκουγαν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, η ηγεσία των Οπλων, ενώ ακόμη στον αέρα παιάνιζαν οι νότες από την μπάντα του στρατεύματος. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα δεν δικαίωσε τις προσδοκίες για παραπολιτικό υπερθέαμα – από εκείνα που εμψυχώνουν με χειραψίες και μορφασμούς οι επιτήδειες επιβιώσεις του παρελθόντος της παρατάξεως. Ηταν, αντιθέτως, μια βραδιά νεοδημοκρατικής αδελφοσύνης. Το κόμμα είχε διχαστεί για τη φύλαξη και την καθαριότητα του κενοταφίου – του πραγματικού μνημείου. Και ενωνόταν τώρα υπό τη βιοκλιματική σκέπη μιας περικαλλούς βιτρίνας, που λάμβανε, με τους φωτισμούς και τις τυμπανοκρουσίες, περιωπή μνημειακού υποκατάστατου.
Η κυβέρνηση συμφιλιωνόταν με τον άστατο εαυτό της, με όλες τις συνιστώσες της επί σκηνής, αλληλοχειροκροτούμενες και αλληλοφωτογραφιζόμενες για χάρη των κοινωνικών δικτύων. Εβρισκε έτσι την ισορροπία της, περιτοιχισμένη στο Πεντάγωνο, μέσα στις δοξολογίες για μια αρχιτεκτονημένη μόνωση. Μια εξουσία αυτάρκης και ασφαλής μέσα σε ένα οικοδομικό και επικοινωνιακό περιτύλιγμα.
Ηταν σαν να σήμανε ένα μεγαλειώδες κλουπ! Και σαν να αντιγύρισε η ηχώ του από όλη τη γαλανή χώρα: Κλουπ ή χάος;
Μούτρα
O ένας τρόπος για να διαβάσει κανείς την «κακοφωνία» στο ΠΑΣΟΚ είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες. Οι ηττημένοι της τελευταίας εσωκομματικής αναμέτρησης δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα μιας επανόδου – και δεν το κρύβουν. Αντιθέτως. Επιδιώκουν να εκδηλώνουν την παρουσία τους, για να μη μείνουν πίσω στον ενδοπασοκικό ανταγωνισμό – μην τύχει και οι άλλοι εμφανιστούν πιο ζωηροί στην γκρίνια. Ομως, η δελφινομαχία δεν θα έβρισκε χώρο να εκδηλωθεί, αν η ηγεσία δεν τον άφηνε ακάλυπτο. Η –τρόπος του λέγειν– αμφισβήτηση δεν είναι προϊόν συνωμοσίας τόσο, όσο προϊόν της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να σταθεί στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης –να πείσει ως εναλλακτική εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ κάνει μούτρα. Εξαντλεί την παρουσία του σε ένα διαρκή εξορκισμό του μητσοτακισμού και των δεινών του, σαν να λογοδοτεί μόνο στο κοινό που έχει ήδη αποφασίσει τι θα καταψηφίσει. Σαν να μην ενδιαφέρεται να απευθυνθεί στους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους της μετριοπαθούς δυσαρέσκειας. Του συνετού σκεπτικισμού.

