Στον Αγνωστο, την 28η Οκτωβρίου 1941

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου μεθαύριο. Αναπόφευκτα, θα ξανακούσουμε τα ξεθυμασμένα λόγια ηγητόρων που τους καταπονεί η ίδια η επανάληψη βαρύγδουπων κενολογημάτων, δίχως δράμι συγκίνησης. 85 χρόνια μετά, είναι ελάχιστοι όσοι έχουν πρωτογενή εμπειρία πολέμου, Κατοχής και Αντίστασης και μνήμη αυθεντική. Δεν τους παραακούσαμε στον καιρό τους. Δεν τους καλέσαμε στα σχολεία και στους συλλόγους μας, να μας διηγηθούν τη μικρή, την τρισμέγιστη ιστορία τους. Να μας πουν, π.χ., πόσο αλήθευε το μηρυκαζόμενο δόγμα «Οι Ελληνες ενωμένοι» κτλ. Πρώτα στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, έπειτα παντού στη σκλαβωμένη Ελλάδα, τέλος στις μέρες της απελευθέρωσης και όσες ακολούθησαν, πριν ο τόπος δαπανήσει το αίμα του στον Εμφύλιο.

Δεν είναι λίγες οι γραπτές μαρτυρίες από τα χρόνια εκείνα. Φυσικά και έχουν την αξία τους οι αφηγήσεις των «πρωταγωνιστών», πιο πιθανό είναι όμως να μας φέρουν εγγύτερα στη δυσπέλαστη αλήθεια οι καταθέσεις των «ανωνύμων», των αφανών, των οιονεί άγνωστων στρατιωτών. Ισχύει και για το ’40 ό,τι ισχύει για το ’21. Τα Απομνημονεύματα των πρωτοκλασάτων της Επανάστασης βουλιάζουν ώρες ώρες από τον ιδρυτικό αυτοδικαιωτικό χαρακτήρα τους, που μοιραία παράγει μεροληψία. Γι’ αυτό και, λ.χ., έχουν τεράστια σημασία τα «Ενθυμήματα» του Νικολάου Κασομούλη, του Μακεδόνα επαναστάτη που γνώριζε ότι δεν συναριθμείται στους «πρώτους». Είναι λοιπόν εκ προοιμίου απαλλαγμένα από τον αυτοπροστατευτικό τόνο που δεσπόζει στα «Απομνημονεύματα» του Κανέλλου Δεληγιάννη, λ.χ., ή του Μακρυγιάννη.

Ο Κασομούλης δεν διστάζει να γράψει ότι έσφαλε στη μια ή την άλλη εκτίμησή του για πρόσωπα ή πράγματα, για τον Καραϊσκάκη ας πούμε. Τέτοια «αυτοϋπονομευτική» ειλικρίνεια δεν θα τη συναντήσουμε στις δεληγιαννικές ή στις μακρυγιαννικές σελίδες. Ειδικά όσον αφορά τον Μακρυγιάννη, ο δίκαιος θαυμασμός για τη γραφή του, τόσο κοντά στη λαϊκή ομιλία και η θεώρησή του ως τρανού λογοτέχνη και γλωσσικού δασκάλου φαίνεται ότι προσέδωσαν ιστορικό κύρος, και μάλιστα αναμφίλεκτο κύρος αυθεντίας, σε κάθε μα κάθε παράγραφο των λεγομένων του.

Προσφεύγω σήμερα στο «Ημερολόγιο Κατοχής [1941-1944]» της Μαρίκας Αντωνοπούλου, μιας Ελληνίδας εκ των αφανών. Ανιψιά του Ανδρέα Καμπά η Αντωνοπούλου, ιδρυτή της φερώνυμης οινοποιίας, πολύγλωσση, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και εξαιρετικά ενημερωμένη, κατέφυγε στην παραμυθία της γραφής από την παραμονή της εισβολής των Γερμανών στην Αθήνα και έως τις 19.10.1944. Το χειρόγραφό της διέσωσε ο ανιψιός της Αλέξανδρος Μάτσας, ποιητής της γενιάς του ’30 με μοναχική πάντως διαδρομή (ο «καβαφισμός» του τον οδήγησε στη χρήση μεικτού γλωσσικού ιδιώματος), θεατρικός συγγραφέας (στις τραγωδίες του καταπιάνεται με «τόπους» της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, υπό ανακαινιστικό πρίσμα) και διπλωμάτης. Δεν το πείραξε το πρωτότυπο ο Μάτσας, δεν το εκλογοτέχνησε. Ετσι, ατόφιο, και με τη φροντίδα της κόρης του της Ρωξάνης, κυκλοφόρησε το «Ημερολόγιο Κατοχής» στις εκδόσεις Πατάκη το 2014, πολύ μετά τον θάνατο του Μάτσα, το 1969, και της Αντωνοπούλου, επίσης τη δεκαετία του 1960.

«Οι καραμπινιέροι τα ’χασαν και σκορπίσανε σαν τα πουλιά. Οι αστυφύλακες κόψανε το κορδόνι τους. Η συνοδεία τρέχοντας, έφτασε στην πλατεία, τη γέμισε κι όλα τα παιδιά μαζί σα να ’ταν ένα σώμα πέσαν στα γόνατα και ψάλανε τον ύμνο όσο δυο παλικάρια και δυο κοπέλες σκεπάζανε το μνήμα με άσπρα τριαντάφυλλα και δάφνες. Ενός λεπτού σιγή».

Οσα ξέρουμε από τους ιστορικούς, για την εγκαθίδρυση της 28ης Οκτωβρίου ως εορτής από τα κάτω, από τον μνήμονα πολεμιστή-λαό, ήδη το 1941, επικυρώνονται από την ευαίσθητη συγκαιρινή γραφή της Αντωνοπούλου: «Η πόλη ξημερώθηκε με τους τοίχους της γεμάτους από μεγάλα ΟΧΙ γραμμένα παντού με χέρι σταθερό και αποφασισμένο. Από το πρωί η πλατεία του Αγνωστου Στρατιώτη εζώστηκε με φύλαξη γερή, και επιτρέψανε για λίγην ώρα να πάει όποιος ήθελε να αφήσει δυο λουλούδια στο μαρμαρένιο μνήμα. Ομως σαν είδανε πως ήταν πολλοί αυτοί που θέλαν αυτό κι αρχίσανε τα λουλούδια, τα στεφάνια, οι δάφνες να σωριάζονται, βγάλαν καινούργια προσταγή: Κανείς να μην περάσει. Κορδόνι πηχτό οι αστυφύλακες κλείσανε την πλατεία και γύρω κι αντίκρυ στα πεζοδρόμια οι καραμπινιέροι σκορπούσαν τον κόσμο».

Τίποτε δεν κατάφεραν οι φασίστες του Μουσολίνι και τα ημεδαπά τσιράκια τους, που πλήρωσαν τον δωσιλογισμό τους όσο και οι μαυραγορίτες: ελάχιστα έως καθόλου. «Το μεσημέρι, οργανωμένη από πριν και αποφασισμένη, πηχτή συνοδεία από παλικάρια και κοπέλες –Πανεπιστήμιο, Γυμνάσια όλες οι Οργανώσεις– όρμησε καταπάνω κι έσπασε της φύλαξης τη ζώνη. Οι καραμπινιέροι τα ‘χασαν και σκορπίσανε σαν τα πουλιά. Οι αστυφύλακες κόψανε το κορδόνι τους. Η συνοδεία τρέχοντας, έφτασε στην πλατεία, τη γέμισε κι όλα τα παιδιά μαζί σα να ‘ταν ένα σώμα πέσαν στα γόνατα και ψάλανε τον ύμνο όσο δυο παλικάρια και δυο κοπέλες σκεπάζανε το μνήμα με άσπρα τριαντάφυλλα και δάφνες. Ενός λεπτού σιγή. Βγήκαν αντλίες, πολυβόλα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και καραμπινιέροι με τα ναπολεόντεια τρικαρντά, για να διαλύσουνε τα νιάτα της Ελλάδας που προσκυνούσανε τη σημερινή μεγάλη μέρα του ΟΧΙ. Μα ώσπου να μαζευτούνε οι τρομερές δυνάμεις, τα Ελληνόπουλα σκορπίσανε με την ίδια γληγοράδα που είχαν μαζευτεί, και μόνο την καταφρόνια τους αντίκρισαν οι εχθροί».

Δωσίλογοι και Αντίσταση

Η ίδια μέρα με τη ματιά μιας ιστορικού τώρα, της Ελένης Κούκη. Από το άρθρο της «Σημειώσεις για την περίπλοκη ιστορία του Αγνωστου Στρατιώτη της Αθήνας» («Η Εφημερίδα των Συντακτών», 18-19.10.2025): «Ανήμερα 28 Οκτωβρίου 1941, η δωσιλογική κυβέρνηση του Γεώργιου Τσολάκογλου οργάνωσε ένα τελετουργικό στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, κατά το οποίο κατατέθηκαν στεφάνια τόσο για τους Ιταλούς όσο και για τους Ελληνες πεσόντες του πρόσφατου Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Τιμές επίσης απέδωσαν ευζωνικά τμήματα, Ελληνες χωροφύλακες και Ιταλοί καραμπινιέροι. […] Στις 28 Οκτωβρίου 1941, όμως, έγιναν και άλλες (αντι)τελετές. Απλοί πολίτες, κυρίως φοιτητές, κάποιοι με την παρότρυνση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, κάποιοι άλλοι στο πλαίσιο της δράσης τους στο ΕΑΜ, κατέθεσαν λουλούδια στο μνημείο. Την ώρα που η επίσημη κυβέρνηση παραχωρούσε το μνημείο στους κατακτητές, η Αντίσταση το υιοθετούσε».

Την επομένη, η πορεία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου, οργανωμένη από το ΕΑΜ, κατέληξε στον Αγνωστο. Που στέκεται εκεί σαν σύνδεσμος της Βουλής με τον λαό που την εκλέγει και την ελέγχει, όχι σαν τείχος. Ούτε σαν σημείο αποστειρωμένο, προορισμένο αποκλειστικά για κούφιες επισημότητες και σέλφι τουριστών. Προφασίζονται εν πολλαίς αμαρτίαις, του πατριδοκαπηλικού λαϊκισμού προεξέχοντος, οι κυβερνώντες επικαλούμενοι την «προσβεβλημένη ιερότητα του χώρου». Μα πόσο ιερός είναι πια ο πόθος να εκδικηθείς τον Πάνο Ρούτσι, να βάλεις τρικλοποδιά στον Νίκο Δένδια ή να απαγορεύσεις την ορατότητα των Τεμπών;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT