Η πολιτική συνθήκη που ονομάζεται «φιλελευθερισμός» δεν προέκυψε από επαναστάσεις, ούτε φυσικά γεννήθηκε μονομιάς. Προήλθε από τη σωρευτική σκέψη μιας σειράς πολιτικών στοχαστών που, μέσα στις ιστορικές συνθήκες των καιρών που έζησαν, προβληματίστηκαν γύρω από το ζήτημα της εξουσίας: ποιος την κατέχει, πώς ασκείται και ποιοι πρέπει να είναι οι περιορισμοί της. Οι προσπάθειες να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα οδήγησαν στη συγκρότηση ενός συνόλου ιδεών με βασικό ζητούμενο την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου: της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Από το σύνολο των κανονιστικών ιδεών που συνιστούν τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τρεις υπήρξαν οι πιο καθοριστικές, καθεμία από τις οποίες συνδέεται με έναν συγκεκριμένο πολιτικό φιλόσοφο.
Η πρώτη ιδέα ήταν του Αγγλου Τζον Λοκ και χρονολογείται από την εποχή των αγγλικών εμφυλίων πολέμων του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν, η εξουσία δεν είναι δοτή, όπως συνέβαινε με τους θεόσταλτους μονάρχες, αλλά πρέπει να εκπηγάζει από τη λαϊκή βούληση και προϋποθέτει τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Αυτή η απλή ιδέα –ότι, δηλαδή, οι πολίτες ανεβάζουν και κατεβάζουν τις κυβερνήσεις με εκλογές– άνοιξε τον δρόμο στη σύγχρονη δημοκρατία. Η δεύτερη ιδέα ανήκει στον Γάλλο Μοντεσκιέ, που, την ίδια περίπου εποχή με τον Λοκ, αντιλήφθηκε ότι για να εξασφαλιστεί η ανθρώπινη ελευθερία δεν αρκούν μόνον οι εκλογές αλλά χρειάζεται και αποκεντρωμένη άσκηση της κυρίαρχης εξουσίας. Διακήρυξε, λοιπόν, ότι η κυριαρχία, αντί να ασκείται ενιαία, θα πρέπει να διακρίνεται σε ανεξάρτητους μεταξύ τους τομείς εξουσίας. Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί, έτσι, το πρακτικό ανάχωμα στην κρατική αυθαιρεσία. Η τρίτη ιδέα που είναι κεντρική στον φιλελευθερισμό προτάθηκε από τον επίσης Αγγλο Τζον Στούαρτ Μιλ κατά τον 19ο αιώνα και ορίζει ότι η δημοκρατία οφείλει να σέβεται, να προστατεύει και να τηρεί τα δικαιώματα κάθε νόμιμης μειοψηφίας. Αν η πλειοψηφία φιμώσει τους αντιπάλους της ή συνθλίψει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τότε η ίδια η αρχή της ελευθερίας καταστρέφεται από μέσα και η δημοκρατία μετατρέπεται σε απλή «τυραννία της πλειοψηφίας».
Με βάση τις παραπάνω τρεις αρχές, αλλά και πολλές άλλες δευτερεύουσες, διαμορφώθηκε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το πολιτικό σύστημα που ονομάζουμε «φιλελεύθερη δημοκρατία». Στο απόγειό του, κατά τη δεκαετία του 1990, αρκετοί νόμισαν ότι αυτό το σύστημα είχε αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Αυτό, αλίμονο, αποδείχτηκε μια ιστορική αυταπάτη. Πουθενά αλλού, μάλιστα, οι φιλελεύθερες αρχές που θεμελίωσαν τη σύγχρονη δημοκρατία –η λαϊκή κυριαρχία, η διάκριση των εξουσιών και ο σεβασμός των μειονοτήτων– δεν υφίστανται σήμερα βαθύτερη κρίση από τη χώρα όπου μέχρι πρόσφατα φάνταζαν πιο ασφαλείς.
Στη σημερινή Αμερική, οι ιδέες του Λοκ δοκιμάζονται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο. Η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2020 –που κορυφώθηκε με την εισβολή στο Καπιτώλιο– δεν ήταν ένα μεμονωμένο ξέσπασμα, αλλά προεικόνιση μιας ευρύτερης αποδιάρθρωσης της δημοκρατίας. Περιορισμοί στην πρόσβαση στην κάλπη και συστηματική χειραγώγηση των εκλογικών περιφερειών (το περίφημο gerrymandering) διαβρώνουν την ισότητα της ψήφου και μετατρέπουν τη δημοκρατία σε μηχανισμό διαχείρισης της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στους δρόμους ακούγεται ολοένα και πιο δυνατά το σύνθημα «No kings» – μια κραυγή αγωνίας απέναντι στην αίσθηση πως η ηγεσία δεν κυβερνά πλέον εξ ονόματος του λαού ούτε με τη ρητή συναίνεσή του.
Ενας μόνον άνθρωπος αρκούσε για να μετατρέψει την Αμερική σε ένα καθεστώς όπου οι εκλογές επιβιώνουν, αλλά οι εγγυήσεις της ελευθερίας φθίνουν.
Η διάκριση των εξουσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης δοκιμάζεται όσο ποτέ. Το Κογκρέσο, θεσμικά υπεύθυνο να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, αδυνατεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό αντίβαρο. Παραλυμένο από την πόλωση, έχει μετατραπεί σε σκηνή θεατρικών αντιπαραθέσεων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Η δικαστική εξουσία, άλλοτε θεματοφύλακας της συνταγματικής τάξης, έχει και αυτή πληγεί από τη βαθιά πολιτικοποίηση: ολοένα περισσότεροι δικαστές εκδίδουν αποφάσεις που αντικατοπτρίζουν τις ιδεολογικές προτιμήσεις της παράταξης που τους διόρισε. Στο μεταξύ, οι μεγάλες αποφάσεις –από τη δημοσιονομική πολιτική έως το μεταναστευτικό και τη χρήση στρατιωτικής ισχύος– συγκεντρώνονται στα χέρια του προέδρου. Η θεωρία του «ενιαίου εκτελεστικού» έχει μετατραπεί από νομικό επιχείρημα στον πρακτικό τρόπο με τον οποίο κυβερνάται σήμερα η Αμερική.
Τέλος, η τρίτη φιλελεύθερη αρχή, εκείνη που διατύπωσε ο Μιλ για την προστασία των μειονοτήτων, υποχωρεί μπροστά στην τυραννική πλειοψηφική βούληση. Η νέα νομοθεσία, που απαγορεύει τη συζήτηση θεμάτων φύλου στα σχολεία ή τη χρήση βιβλίων που κρίνονται «ανάρμοστα», φανερώνει την πολιτισμική επιβολή μιας πλειοψηφίας πάνω σε πολλές μειονότητες. Η ελευθερία γνώμης και τρόπου ζωής –ο πυρήνας του φιλελεύθερου πνεύματος– μετατρέπεται έτσι σε πεδίο ιδεολογικού ελέγχου. Κι έτσι ολοένα βαθαίνει η πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας. Οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις λειτουργούν πλέον ως εχθρικά στρατόπεδα, όπου το κύριο ζητούμενο δεν είναι η συνύπαρξη, αλλά η πλήρης κυριαρχία.
Ενας μόνον άνθρωπος αρκούσε για να μετατρέψει την Αμερική σε μια ανελεύθερη –δηλαδή λαϊκιστική– δημοκρατία: σε ένα καθεστώς όπου οι εκλογές επιβιώνουν, αλλά οι εγγυήσεις της ελευθερίας φθίνουν. Οπου για τους φίλους, τον «γνήσιο αμερικανικό λαό», όλα επιτρέπονται, ενώ για τους αντιπάλους τίποτα δεν συγχωρείται.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Το νέο του βιβλίο «Εξηγώντας τον Τραμπ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

