Η πρώτη φράση υπόσχεται ταξίδι: Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια. Σε ποια θάλασσα –μαύρη, πλατιά ή μικρή;– θα οδηγούσε πάλι τον ταξιδιάρη λαό του ο ποιητής; Κι όμως όχι. Τα αεροπλάνα και τα βαπόρια αυτού του ζεϊμπέκικου –που δεν γράφτηκε για να χορεύεται, αλλά για να ακούγεται σαν προσευχή– δεν ταξιδεύουν στο φως. Ταξιδεύουν στα βάθη. Τριγυρνάνε στα σκοτάδια. Ζουν σε κατώγια μυστικά. Τραγουδάνε σε υπόγειες στοές.
Μες στη μαύρη χούντα ο Σαββόπουλος γράφει αυτό το τραγούδι, που πηγαίνει πέρα από τα ιστορικά συμφραζόμενα της έμπνευσής του. Που σκάβει κάτω από την επιφάνεια της ελληνικής περιπέτειας, για να αποκαλύψει εκείνη την περιοχή της που μένει αθέατη. Καθώς οι Ελληνες σκορπίζονται σε γλέντια και σπαραγμούς, σε παραφορές και ξεριζωμούς, στην οργιαστική και αυτοκαταστροφική εξωστρέφεια που ορίζει την κοινή τους ζωή, δίνουν (και στους εαυτούς τους) την εντύπωση ότι είναι όντα πλασμένα μόνο από φως και φωτιά. Τον ιστό αυτού του αχείμαστου θέρους –πανηγύρια και έπη– τον τραγούδησε ο Σαββόπουλος. Αρδεψε όλα τα είδη, όχι απλώς του τραγουδιού, αλλά καθολικά της ελληνικής εκφραστικότητας. Αποσυναρμολόγησε με λαίμαργη ανεξιθρησκεία την παράδοση και το ρεμπέτικο, το οικείο έντεχνο μαζί με το «ξένο». Στο δικό του corpus συνυπάρχει ο εμβατηριακός Μίκης των μεγάλων ιδεών με τον μελωδικό Χατζιδάκι των εσωτερικών θερμοκρασιών, ο αδρός Τσιτσάνης με το διονυσιακό πανηγύρι των κυκλωτικών χορών. Ο Ντίλαν και η Δόμνα Σαμίου.
Ανακαλύπτοντας το μαύρο πνεύμα ενός φωτεινού εαυτού.
Ομως, ο Σαββόπουλος δεν ήταν ερανιστής. Δεν ενδιαφερόταν απλώς να ανθολογήσει την κουλτούρα που τον διαμόρφωσε ούτε να συρράψει τις ασυνέχειές της. Εριξε τον σπόρο του στα χάσματα που άνοιγαν αυτές οι ασυνέχειες και τις γονιμοποίησε – έβαλε τις θρακιώτικες γκάιντες σε σουρεαλιστικό ροκ (μαύρη θάλασσα κλειστή)· λεηλάτησε τις μόδες της νιότης του και ξεφοδράρισε τους πολιτικούς της θούριους (κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή)· έκανε δεύτερη φωνή στον τυφλό Μπαγιαντέρα (ένας καθρέφτης που άλλοι λένε λογισμό) και στον Στράτο Διονυσίου (τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι).
Ηταν μεγάλος σατιρικός, απαράμιλλος περφόρμερ – ένας μάγος προφορικής γοητείας. Ομως, αν υπάρχει μια στιγμή που συνοψίζει το σαββοπουλικό εγχείρημα είναι εκείνο το Ζεϊμπέκικο-που-δεν-είναι-ζεϊμπέκικο. Εκεί φαίνεται ότι το ελληνικό σύμπαν που έπλασε ο Σαββόπουλος, αρθρώνοντας τα παλιά υλικά στη γλώσσα της δικής του ευαισθησίας, βρίσκει παλμό σε μια μύχια ζωή, που σιγοθάλλει κάτω από τα νταούλια και τα ζορμπαλίκια. Σε εκείνη τη στιγμή η αέναη πολιτισμική εκκρεμότητα που λέγεται «Νέος Ελληνισμός» αποκτά χάρη στον Σαββόπουλο ένα ψυχικό υπέδαφος. Αποκτά μια νέα γλώσσα, που καταφέρνει με τα ηφαιστειώδη φωνήεντα της Μπέλλου, να μνημειώσει αυτόν τον μετεωρισμό – το «μεταξύ» της υπαρξιακής μας αμφιθυμίας. Να συλλάβει το μαύρο πνεύμα που είναι ο ίσκιος ενός εθνικού εαυτού ξοδεμένου στον ήλιο.
Εκτοτε, όποιος μιλάει και γράφει ελληνικά, χρησιμοποιεί μια λαλιά βαπτισμένη από τον Σαββόπουλο. Κι ας μην τον έχει ακούσει ποτέ.

