Η τέχνη του πολιτικού come back δεν είναι ούτε καινούργια ούτε αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τον στρατηγό Ντε Γκωλ μέχρι τους μεγάλους κοινοβουλευτικούς της Βρετανίας (Γκλάδστοουν, Ντισραέλι, Τσώρτσιλ) και τις αμερικανικές παλινορθώσεις (Κλίβελαντ, Νίξον, Τραμπ), οι ηγετικές επιστροφές είναι στιγμές υψηλής πολιτικής θερμοκρασίας, που εν πολλοίς βασίζονται στον κατάλληλο χρονισμό. Ας μην ξεχνάμε και τη μυθιστορηματική επιστροφή του Ναπολέοντος Βοναπάρτη από το νησί Ελβα και τις περίφημες «Εκατό Ημέρες» που ακολούθησαν. Η προσπάθεια επανόδου του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή από την «εξορία» του στα ορεινά της Βουλής, μικρή σχέση έχει βέβαια με την απόδραση του Ναπολέοντος· μοιράζεται όμως μαζί του αυτήν την αρχέγονη δίψα της ολικής επαναφοράς του ηγέτη-σωτήρα για να αναλάβει ξανά τα ηνία του έθνους.
Ιδρυμα, βιβλίο, παραίτηση, επιστροφή: ο Τσίπρας λειτουργεί ως επανεμφανιζόμενος «μονάρχης» της Αριστεράς μετά την πρόσκαιρη έκπτωσή του. Το κενό που άφησε πίσω του είναι σαφές. Ομως, τι θυμούνται οι ψηφοφόροι και ποιος ο ρόλος της συλλογικής μνήμης στην εκλογική συμπεριφορά; Η σύντομη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ από την αντιπολίτευση στην εξουσία και πίσω μεταξύ 2012 και 2023 παραμένει ο κόμβος της συλλογικής μνήμης: το αντιμνημονιακό πάθος, η σύμπραξη με τον εθνολαϊκισμό, το δημοψήφισμα-τραύμα, η οδυνηρή προσγείωση, η μαγκωμένη διακυβέρνηση, η εκλογική ήττα, η καταστροφική αντιπολίτευση και η εκλογική συντριβή, η περιπέτεια Κασσελάκη. Μετά τις εκλογές του ’23, ο Τσίπρας ανακοίνωσε ότι «κλείνει ο ιστορικός κύκλος» του ΣΥΡΙΖΑ, βγαίνοντας προσωρινά από το κάδρο. Πώς επανέρχεται μια τέτοια φιγούρα ως ενωτική ή «κεντρώα», χωρίς στοιχεία οικουμενικότητας και όντας ταυτισμένος στο μυαλό πολλών με την εποχή των αντιμνημονίων, αλλά και των τιμωρητικών φορολογικών πολιτικών απέναντι στη μεσαία τάξη; Και ποιες είναι οι νέες θάλασσες που υπόσχεται τώρα να αρμενίσει;
Τρεις πρωθυπουργοί, αναμορφωτές της σύγχρονης Ελλάδας, επανέκαμψαν έπειτα από οδυνηρές εκλογικές ήττες – και εν πολλοίς το πέτυχαν γιατί ταυτίστηκαν με τις ανάγκες της συγκυρίας και γιατί εμφανίστηκαν εμφανώς αλλαγμένοι σε σχέση με το πριν. Πρώτος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά την καταστροφική εκλογική ήττα του 1920, που εν πολλοίς οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή, επέστρεψε από την πρώτη αυτοεξορία του στο Παρίσι για να επιβληθεί στις εκλογές του 1928. Από μεγαλοϊδεάτης μεσσίας μετετράπη σε μεταρρυθμιστή, οδηγώντας σε μία τετραετία ειρήνης, σταθερότητας και μεγάλων αλλαγών. Το ίδιο έκανε και ο πάλαι ποτέ ηγεμονικός Κωνσταντίνος Καραμανλής, εν πολλοίς αντιγράφοντάς τον, έπειτα από μία δεκαετία αυτοεξορίας στο Παρίσι, όπου είχε καταλήξει το 1963 σε συνθήκες ήττας και απογοήτευσης. Η επεισοδιακή επάνοδός του το καλοκαίρι του 1974 υπήρξε θριαμβευτική αλλά και δύσκολη, γιατί είχε να διαχειριστεί τον γολγοθά της Μεταπολίτευσης. Ο τελικός απολογισμός είναι θετικός, αλλά δεν είναι λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για έναν «αλλαγμένο» Καραμανλή, με σαφείς αποστάσεις από τον προηγούμενο αυταρχικό εαυτό του. Τρίτος, ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου η πτώση το 1989 ύστερα από οκτώ χρόνια πασοκικής ηγεμονίας επήλθε υπό το βάρος των σκανδάλων που ταλάνισαν τη δεύτερη θητεία του, χωρίς όμως να τον εξολοθρεύσουν πολιτικά. Ο Ανδρέας επανήλθε θριαμβευτής το 1993. Και αυτός, βεβαίως, αλλαγμένος: πιο ρεαλιστής, λιγότερο δημαγωγός και πιο προσεκτικός σε σχέση με τα οικονομικά και με τα ευρωπαϊκά διακυβεύματα της χώρας. Αλλοι, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, επιδίωξαν να επανακάμψουν χωρίς να το καταφέρουν, ενώ μένει να δούμε τι σκοπεύει να πράξει ο Αντώνης Σαμαράς.
Η μεσσιανική ρητορική της λύτρωσης με την οποία φλερτάρει ο Αλέξης Τσίπρας κινδυνεύει να κουράσει, τη στιγμή που η εκλογική βάση λαχταρά απτές αντιπολιτευτικές και κυβερνητικές λύσεις.
Τι κοινό όμως έχει ο rebranded Τσίπρας με τους έτερους τρεις; Κατ’ αρχάς το χάρισμα που ο Μαξ Βέμπερ όρισε ως εξουσία που πηγάζει από την πίστη των οπαδών στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ηγέτη και λειτουργεί κυρίως όταν οι θεσμοί θεωρούνται κουρασμένοι. Ο Τσίπρας είναι «ο τελευταίος των χαρισματικών ηγετών», όπως τον αποκάλεσε ο Νίκος Μαραντζίδης, σε μια στιγμή που οι θεσμοί όντως πάσχουν· μένει να φανεί κατά πόσον η πίστη των οπαδών έχει κλονιστεί ή όχι. Εχει υπάρξει εξίσου πολωτικός με τον Βενιζέλο και τον Ανδρέα, που έτειναν να χωρίσουν τη χώρα στα δύο, με έντονα μεσσιανικά στοιχεία, και ας δηλώνει τώρα το αντίθετο. Με τον Ανδρέα, τον οποίο μιμήθηκε κατ’ εξακολούθησιν, σίγουρα μοιράζεται και τη ροπή στον λαϊκισμό. Δεν απέκτησε όμως τα χαρακτηριστικά του ισχυρού statesman, όσο και αν πάσχισε να αντλήσει κύρος, κυρίως μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τέλος, διαπράττει κομματοκτονία, όπως ο Καραμανλής που θυσίασε τον Ελληνικό Συναγερμό για να στήσει την ΕΡΕ και ο Ανδρέας που αψήφησε την Ενωση Κέντρου για να πλάσει το ΠΑΣΟΚ. Στην περίπτωση Τσίπρα, ο ίδιος άνθρωπος που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στην εξουσία θέλει τώρα να τον υπερβεί, αποτελειώνοντάς τον.
Ο κόσμος αγαπάει τις επιστροφές, αλλά κυρίως ανταμείβει τις πολιτικές μεταμορφώσεις. Τα μεγάλα come back στην ελληνική Ιστορία πέτυχαν όταν συνέπεσαν με πραγματικές ανάγκες, αλλά και με το λανσάρισμα ενός νέου προφίλ που «κούμπωνε» με αυτές, είτε αυτό λεγόταν μεταρρύθμιση είτε αποκατάσταση θεσμών είτε προσδοκία δικαιοσύνης. Η μνήμη επιλεκτικά συγχωρεί, αλλά σπανίως χαρίζεται. Η μεσσιανική ρητορική της λύτρωσης με την οποία φλερτάρει ο Τσίπρας κινδυνεύει να κουράσει, τη στιγμή που η εκλογική βάση λαχταρά απτές αντιπολιτευτικές και κυβερνητικές λύσεις. Χωρίς πραγματική πολιτική πρόταση, αυτό δεν θα ‘ναι come back, αλλά replay και η ανάμνηση του 2015-2019 θα υπερισχύσει του rebranding. Και όλοι θυμούνται πως η τελική κατάληξη της επιστροφής του Βοναπάρτη ήταν το Βατερλώ.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

