Η διαφαινόμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στη διεκδίκηση της πρωθυπουργίας θα ήταν πολύ σημαντικό γεγονός αν είχε προκύψει ως κοινωνικό αίτημα. Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχουν ούτε ρεύμα ούτε κύμα για να τον ωθήσουν μπροστά και πάνω. Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι η αδυναμία των κομμάτων αριστερά της Ν.Δ. να απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία της.
Αρκεί το κενό στην πολιτική έκφραση της κοινωνικής δυσφορίας για να δοθεί στον πρώην πρωθυπουργό μια δεύτερη ευκαιρία στην εξουσία;
Οπως όλα δείχνουν, ακόμη και ο ίδιος ξέρει ότι δεν αρκεί και γι’ αυτό αναφέρεται σε μια ευρύτερη ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, αποδεχόμενος ότι μόνος του δεν μπορεί, όπως δέκα χρόνια πριν μπόρεσε, να θριαμβεύσει.
Με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να είναι ορκισμένη εχθρός του και το ΚΚΕ να μην εμπλέκεται από θέση αρχής σε τέτοιου είδους διεργασίες, η πρωτοβουλία του Αλ. Τσίπρα αφορά εκ των πραγμάτων μόνο το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά – για την ακρίβεια κομμάτια τους.
Το κόμμα από το οποίο προέρχεται και με το οποίο μεγαλούργησε βρίσκεται σε μια θλιβερά αμήχανη κατάσταση. Και μόνο το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος κάνει κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους βουλευτές για να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις τους δείχνει την παραδοξότητα στη λειτουργία ενός κόμματος που στην πραγματικότητα υπάρχει πια μόνο ως κέλυφος. Οι περισσότεροι βουλευτές και τα περισσότερα στελέχη περιμένουν ένα νεύμα από τον πρώην πρωθυπουργό για να τον ακολουθήσουν, ενώ αυτοί που εκ προοιμίου αποκλείονται από την πρωτοβουλία Τσίπρα, ο Π. Πολάκης και ο Ν. Παππάς, θα κληρονομήσουν, πιθανότατα, ό,τι απομείνει.
Οι παλιοί σύντροφοι του Αλ. Τσίπρα που σήμερα ανήκουν στη Νέα Αριστερά των 12 βουλευτών αλλά του 1,5% στις δημοσκοπήσεις είναι διχασμένοι: Κάποιοι (Τσακαλώτος κ.ά.) ούτε θέλουν ούτε τους θέλουν, και άλλοι (π.χ. ο Αλ. Χαρίτσης και ο Ν. Ηλιόπουλος) θα μπορούν να τον ακολουθήσουν αν και όταν έρθει η ώρα.
Ο προοδευτικός χώρος παραμένει αδύναμος, όχι μόνο γιατί είναι κατακερματισμένος αλλά και επειδή δεν εμπνέει, δεν πείθει, δεν κινητοποιεί τους πολίτες που θέλουν την ήττα της κυβέρνησης.
Για το ΠΑΣΟΚ ανοίγει ένα νέο, δύσκολο κεφάλαιο: Αν δημοσκοπικά βρεθεί να δίνει μάχη για τη δεύτερη θέση με ένα κόμμα Τσίπρα που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καν, τότε η εσωκομματική αναστάτωση θεωρείται δεδομένη και η επανεξέταση της στρατηγικής αναγκαστική. Εκ των πραγμάτων, στελέχη που μπορούν να συνομιλήσουν μετεκλογικά με τον Αλ. Τσίπρα θα αποκτήσουν πλεονέκτημα στο παιχνίδι της εσωκομματικής εξουσίας και αυτό μπορεί να δημιουργήσει απρόβλεπτη εσωκομματική δυναμική.
Μέχρι τότε, θα συνεχίζουν καταγγέλλοντας τυχοδιωκτισμό, θυμίζοντας σκοτεινές όψεις του 2015 (συνεργασία με τον Καμμένο, capital control κ.ο.κ.) και θα προσπαθούν να πείσουν ότι ο Αλ. Τσίπρας παραμένει ένας αμετανόητος λαϊκιστής που παριστάνει τον σοσιαλδημοκράτη.
Ολα αυτά θα συμβάλουν στη μεγαλύτερη απαξίωση του προοδευτικού χώρου μέσα από την εντροπία και τις θορυβώδεις μετακινήσεις στελεχών που θα αλλάζουν κομματική ταυτότητα διεκδικώντας καλύτερη προσωπική τύχη στις εκλογές.
Στην ερώτηση πότε θα εξειδικεύσει το πολιτικό του σχέδιο ο Αλ. Τσίπρας, απάντηση δεν υπάρχει γιατί δεν την έχει ούτε ο ίδιος. Το προφανές είναι ότι εύχεται να μην υπάρξει κόμμα Τεμπών για να μπορέσει να πάρει μέρος στις επόμενες εκλογές, ζητώντας συσπείρωση στο όνομα της πολιτικής αλλαγής μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής.
Το συμπέρασμα είναι ότι η θύελλα που σηκώθηκε με την παραίτηση του Αλ. Τσίπρα από τη βουλευτική έδρα είναι στην πραγματικότητα ήπιο μελτέμι, με την έννοια ότι δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας των πολιτικών συσχετισμών. Ο προοδευτικός χώρος παραμένει αδύναμος, όχι μόνο γιατί είναι κατακερματισμένος αλλά και επειδή δεν εμπνέει, δεν πείθει, δεν κινητοποιεί τους πολίτες που θέλουν την ήττα της κυβέρνησης.
«Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα («Γατόπαρδος», Λαμπεντούζα), μιλώντας για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε η αριστοκρατία από την ανάδυση της μπουρζουαζίας.
Στην περίπτωση της Κεντροαριστεράς, όλα αλλάζουν και τελικά μένουν ίδια, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί άμυνα ή, πολύ περισσότερο, νίκη.

