«Τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δεν μπορούν να λυθούν στο ίδιο επίπεδο σκέψης που ήμασταν όταν τα δημιουργήσαμε».
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ
Τέλειωσα το προηγούμενο άρθρο μου («Κ», 21/9/2025) με την παρατήρηση ότι η Ελλάδα δεν είναι «κακή» ή «καλή», είναι φρακταλική. Αυτό θα πει ότι θεσμικά αξιόμεμπτες νοο-τροπίες, όπως λ.χ. το πελατειακό-κομματικό κράτος, η ευνοιοκρατία και η άμετρη συγκρουσιακότητα, δεν εντοπίζονται κάπου συγκεκριμένα, αλλά αναπαράγονται, δυνητικά, σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Επιμέρους περιπτώσεις αντικατοπτρίζουν την καθολική νοο-τροπία. Πώς αλλάζει ένα τέτοιο φαινόμενο;
Δύσκολα. Γιατί; Διότι αξιόμεμπτες νοο-τροπίες έχουν εμπεδωθεί ιστορικά έτσι ώστε να θεωρούνται περίπου αυτονόητες. Δείτε τη σχέση βουλευτή – πολίτη. Οταν έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι ο πολίτης χρειάζεται τη βουλευτική μεσολάβηση για προσωπικές υποθέσεις του που εμπλέκουν δημόσιους πόρους (από κρεβάτι στο νοσοκομείο μέχρι μετάθεση, εργασία, προσπορισμό επιδομάτων κ.λπ.), αμφότερα τα μέρη ακολουθούν μια άτυπη χορογραφία, με συνέπεια την αναπαραγωγή της εμπεδωμένης νοο-τροπίας σε επιμέρους περιπτώσεις.
Οι εμπεδωμένες νοο-τροπίες, ως προϊόντα της ιστορικής συνήθειας, δημιουργούν ένα άρρητο πλαίσιο, εντός του οποίου κινούνται οι δρώντες. Στο μέτρο που είναι κοινώς γνωστό ότι η ευνοιοκρατία, λ.χ., κυριαρχεί, οι ενδιαφερόμενοι προσφεύγουν παρασκηνιακά και προληπτικά στον λήπτη αποφάσεων, διότι υποθέτουν ότι αν δεν το κάνουν αυτοί, θα το κάνουν οι άλλοι. Με τον τρόπο αυτό διαιωνίζεται η πρακτική της ευνοιοκρατίας. Το ίδιο ισχύει με την πολιτική πόλωση. Αν το κόμμα μου δεν πλειοδοτήσει σε κραυγές για τα Τέμπη, λ.χ., πιθανότατα θα το κάνουν άλλα κόμματα, άρα πρέπει να το κάνω κι εγώ. Ετσι διαγωνίζεται η πρακτική της πόλωσης, δηλαδή της αδυναμίας στοιχειώδους συν-εννόησης.
Οσο οι δρώντες λειτουργούν μέσα σε ένα άρρητο ιστορικό πλαίσιο, κάθε κίνησή τους το προϋποθέτει και, συγχρόνως, το αναπαράγει. Τα προκύπτοντα προβλήματα αποκτούν τη δομή φαύλου κύκλου. Το πολιτικά ποδηγετούμενο κράτος, λ.χ., παράγει ανεπιθύμητα αποτελέσματα, τα οποία οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με πολιτικούς διορισμούς σε ηγετικά κλιμάκια, αναπαράγοντας έτσι τον πολιτικά εξαρτημένο χαρακτήρα του κράτους κ.ο.κ. Η ουσιαστική αλλαγή θα προκύψει μόνο με την έξοδο από το υφιστάμενο πλαίσιο ή, διαφορετικά, την αναπλαισίωσή του: να τεθεί, δηλαδή, το πρόβλημα σε νέα συμφραζόμενα. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Αυτοδεσμευόμενος, ο μεταρρυθμιστής περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας του. Υποδηλώνει, έτσι, ότι δεν είναι μόνον οι άλλοι που πρέπει να αλλάξουν, αλλά και αυτός ο ίδιος.
Ο μεταρρυθμιστής, καθότι, πιθανότατα, είναι και ο ίδιος μέρος του συστήματος που θέλει να αλλάξει, πρέπει να υπερνικήσει το πρόβλημα της «ακρασίας». Από τη μια επιδιώκει διακηρυκτικά την αλλαγή, αλλά, από την άλλη, κυριαρχούμενος από τα «πάθη» του (τον ιστορικό εθισμό του σε αξιόμεμπτες συμπεριφορές, όπως το πελατειακό κράτος, η πόλωση κ.λπ.), αδυνατεί να την υλοποιήσει. Και θέλει και δεν θέλει. Αντιφάσκει.
Η αντίφαση αίρεται με την αυτοδέσμευση: γνωρίζω τα «πάθη» μου και, όπως ο Οδυσσέας δένεται στο κατάρτι, αναλαμβάνω δεσμεύσεις που τα περιστέλλουν. Αυτοδεσμευόμενος, ο μεταρρυθμιστής περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας του (την ισχύ του), κάνει, δηλαδή, μια πρακτική χειρονομία που του κοστίζει. Υποδηλώνει, έτσι, ότι δεν είναι μόνον οι άλλοι που πρέπει να αλλάξουν, αλλά και αυτός ο ίδιος – ενσαρκώνει την αλλαγή που επαγγέλλεται. Περιορίζοντας τους βαθμούς ελευθερίας του, συμπεριφέρεται αντισυμβατικά με τρόπο που συγ-κινεί. Καθότι, ex officio, σε θέση ισχύος, η αντισυμβατική (αυτοπεριοριστική) πράξη του δημιουργεί το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύεται νέος ορίζοντας νοήματος.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Κυρίως, και κατ’ αρχάς, πολιτικό αυτοπεριορισμό. Ο πρωθυπουργός να περιορίσει αυτοβούλως την εξουσία του. Δηλαδή; Να διορίζει γενικούς γραμματείς υπουργείων στελέχη της διοίκησης, να ακολουθεί διαφανείς και αξιοκρατικές διαδικασίες πρόσληψης στις ηγετικές θέσεις σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς, να επιλέγει υπουργούς όχι με βάση κομματικές ισορροπίες αλλά την αξιοσύνη, να ενθαρρύνει τα θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική ισχύ, να μοιράζεται την εξουσία με την αντιπολίτευση σε κοινοβουλευτικές επιτροπές (π.χ. διακομματικό προεδρείο σε εξεταστικές επιτροπές της Βουλής) κ.ο.κ. Αντ’ αυτού τι βλέπουμε, ακόμη και σε έναν «πολυδύναμα εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργό; Διορισμό πολιτικών φίλων και/ή εμπίστων σε κρίσιμες θέσεις – στις γενικές γραμματείες, στην ΕΥΠ (αρχικά), στον ΟΠΕΚΕΠΕ και αλλού, αλλά και συγκεκριμένους υπουργούς, εξόχως αμφιβόλων ικανοτήτων και/ή αμφιβόλου ηθικής, να ανέχονται, τουλάχιστον, τη φαυλότητα.
Δείτε τη νέα εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Λειτουργεί σαν αντίγραφο της εξεταστικής επιτροπής για τα Τέμπη – μονοκομματικό προεδρείο, επιλεκτική κλήτευση μαρτύρων, άμετρη σύγκρουση. Φυσικά, δεν θα καταλήξει ούτε αυτή σε ενιαίο πόρισμα. Ενας αυθεντικά μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός θα ενεργούσε διαφορετικά. Πώς; Με την αντισυμβατικότητα που περιέγραψα.
Γιατί δεν το κάνει; Πρώτον, διότι δεν συλλαμβάνει το πρόβλημα με όρους φρακταλικότητας και αναπλαισίωσης και, δεύτερον, διότι ο πολιτικός αυτοπεριορισμός κοστίζει – ψήφοι πρέπει να κερδηθούν, κομματάρχες να βολευτούν, κομματικοί σύμμαχοι να ανταμειφθούν. Η ακρασία τείνει να κυριαρχεί, αφενός όταν απουσιάζει η ισχυρή ηγετική βούληση, αφετέρου όταν απομειώνεται το πολιτικό κεφάλαιο του μεταρρυθμιστή. Εν κατακλείδι, ένα νέο όλον –μια νέα νοο-τροπία, ένα νέο πλαίσιο– δημιουργείται όταν ο μεταρρυθμιστής εμπράκτως καταβάλλει το τίμημα του πολιτικού αυτοπεριορισμού, σηματοδοτώντας έτσι μια νέα αρχή. Το αυθεντικά μεταρρυθμιστικό εγχείρημα απαιτεί ηγέτες με ρηξικέλευθο πολιτικό χαρακτήρα – με τόλμη, πείσμα και βαθιά αίσθηση του κοινού καλού. Σπανίζει το είδος.
*Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick, μέλος της Κυπριακής και της Βρετανικής Ακαδημίας.

