Πολλοί ξορκίζουν το φαινόμενο, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι ο πειρασμός του δημαγωγικού λαϊκισμού, ακόμα και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, είναι μεγάλος. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ιστορικά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σπανίως κρίνουν μια εκλογική αναμέτρηση.
Η πιο πρόσφατη περίπτωση που ένα «εθνικό ζήτημα» απασχόλησε την προεκλογική αντιπαράθεση, ήταν η συμφωνία των Πρεσπών. Μια ψύχραιμη ανάλυση, ωστόσο, δείχνει ότι το ζήτημα αυτό, παρά τις αναταράξεις που προκάλεσε, δεν επηρέασε καθοριστικά το τελικό αποτέλεσμα. Η διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεγάλη πριν από την υπογραφή ή την επικύρωση της συμφωνίας και δεν ήταν προϊόν τους. Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ στους νομούς της Μακεδονίας ήταν ελάχιστα μεγαλύτερη από την πανελλαδική. Οι ΑΝΕΛ που έφυγαν από την κυβέρνηση με αφορμή τη συμφωνία εξαϋλώθηκαν εκλογικά, όπως και το Ποτάμι που στήριξε τη συμφωνία.
Κοιτάζοντας ακόμα παλαιότερα, ούτε η κρίση των Ιμίων ούτε η υπόθεση Οτσαλάν εμπόδισαν το ΠΑΣΟΚ να κερδίσει εκλογές που διεξήχθησαν λίγο μετά τα δύο γεγονότα.
Η μόνη περίπτωση που ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης παράγοντας ουσιωδώς πολιτικά αποτελέσματα ήταν το «Μακεδονικό» στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Eβαλε την τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. σε περιδίνηση από το πρώτο μισό της θητείας της και αναμφίβολα συνέβαλε στην ήττα της αν και δεν ήταν ο βασικότερος λόγος της.
Η εμπλοκή και σήμερα προσώπων και ονομάτων με φορτισμένο παρελθόν εγείρει αντανακλαστικά κάποια ερωτήματα. Μπορούν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής να προκαλέσουν αλλαγή συσχετισμών είτε συνολικά, είτε στο εσωτερικό της Ν.Δ.;
Eνας από τους λόγους δημοσκοπικής κάμψης της κυβέρνησης είναι η μείωση των θετικών αξιολογήσεών της στα ζητήματα αυτά. Πριν από τις εκλογές του 2023 η υπεροχή της ήταν συντριπτική. Σήμερα εξακολουθεί να έχει σαφές προβάδισμα αλλά όχι αντίστοιχου εύρους. Αντιθέτως, η κριτική έχει ενταθεί, ιδίως από τα δεξιά της Ν.Δ.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό το κλίμα έχει αλλάξει χωρίς ουσιαστικές αφορμές – τουλάχιστον όχι στον βαθμό που να δικαιολογούν τόσο έντονη κριτική. Υπήρξαν ασφαλώς περιστατικά που «θόλωσαν» την εικόνα, όπως η τουρκική επιρροή στη Λιβύη, η πορεία της ενεργειακής σύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (αν και όχι με ελληνική ευθύνη), οι εξελίξεις με τη Μονή Σινά, κ.ά. Υπήρχαν όμως και επιτυχίες με σημαντικότερη την εμπλοκή της Chevron στην αξιοποίηση των οικοπέδων νοτίως της Κρήτης που ακυρώνει ντε φάκτο το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Το εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας προχωράει κανονικά, την ώρα μάλιστα που το τουρκικό –σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ– συναντά προσκόμματα. Τα θαλάσσια χωροταξικά πάρκα επίσης προχώρησαν, ενώ αυτή την εβδομάδα υπήρξαν δηλώσεις της αμερικανικής πλευράς για το Κυπριακό ευθυγραμμισμένες με τις πάγιες ελληνικές θέσεις.
Η μόνη περίπτωση που ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης ήταν το «Μακεδονικό» στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Το ότι οι όποιες θετικές κινήσεις πέρασαν στα ψιλά, ενώ οι όποιες αρνητικές αντιμετωπίζονται ως μείζονες εθνικές ταπεινώσεις, είναι ενδεικτικό της συνολικής μεταστροφής στο πολιτικό και επικοινωνιακό περιβάλλον. Είναι επίσης αποτέλεσμα μιας συστηματικής αμφισβήτησής της από τα «δεξιά» της κυβέρνησης, είτε από τα υπάρχοντα κόμματα είτε για να δικαιολογηθούν επωαζόμενες πρωτοβουλίες.
Το γενικότερο κλίμα που τροφοδοτεί εκτός των άλλων και την (ακρο)δεξιά ριζοσπαστικοποίηση συμβάλλει και αυτό σε αφοριστικές προσεγγίσεις. Η δε χαοτική διεθνής κατάσταση, η γεωπολιτική αποδυνάμωση της Ε.Ε., που είναι διαχρονικό διπλωματικό όπλο μας, η αμφισβήτηση παγιωμένων καταστάσεων και κανόνων από τη νέα αμερικανική διοίκηση, προκαλούν μια ευρύτερη ανασφάλεια και γενικευμένη αμφισβήτηση των πάντων.
Παρά τα δεδομένα αυτά, ωστόσο, δύσκολα μπορούν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής να λειτουργήσουν ως καταλύτης ευρύτερων εξελίξεων. Κατ’ αρχάς επειδή, παρά τις «οιμωγές», η Ελλάδα δεν έχει υποστεί καμία καταστροφή. Υπάρχουν επιτυχίες, υπάρχουν αρρυθμίες, αλλά σίγουρα αυτές δεν τεκμηριώνουν εικόνα «ταπείνωσης».
Κυρίως όμως, σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο ζήτημα που θα πρέπει άμεσα να απαντηθεί. Το 1992-93 υπήρχε το θέμα της σύνθετης ονομασίας. Σήμερα δεν υπάρχει αντίστοιχο πιεστικό ζήτημα, όπως θα μπορούσε π.χ. να είναι η σύναψη ενός συνυποσχετικού για προσφυγή στη Χάγη. Θα είναι δύσκολο συνεπώς να βρεθεί η αφορμή που θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολιτικές αναταράξεις. Πλην φυσικά ενός θερμού επεισοδίου, μόνο που σε μια τέτοια περίπτωση θα μας απασχολούσαν σοβαρότερα ζητήματα από τις εγχώριες ή τις εσωκομματικές εξελίξεις.
Οσο λοιπόν και αν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής έχουν τη δική τους βαρύτητα, η εμπειρία δείχνει ότι οι εξελίξεις καθορίζονται κυρίως από τα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης. Μια πολιτική πρωτοβουλία που θα επένδυε κατά κύριο λόγο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής –ειδικά σε μια συγκυρία που δεν υπάρχει ένα πιεστικό επίδικο ζήτημα– δύσκολα θα εύρισκε πρόσφορο έδαφος.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

