Αχ, «και να ’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου»

Αχ, «και να ’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου»

3' 22" χρόνος ανάγνωσης

Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο Μακρυγιάννης, από τον καιρό της αργοπορημένης ανακάλυψής του και δώθε, τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο νεοελληνικό πάνθεον. Οι γραμματικοί ανακάλυψαν έναν προικισμένο… πεζογράφο και οι γραμματιζούμενοι (ξέρετε, αυτοί οι πάντοτε ευκολόπιστοι) τον ανέγνωσαν μετά μανίας, τον γύρεψαν στους αστικούς μπαξέδες (Ελευθερίου – Ανδριόπουλος) και αιτήθηκαν την επιστροφή του που το «στραβό» θα κάνει «ίσο» (Γκάτσος – Ξαρχάκος).

Μετά τον θρίαμβο του εγχώριου σοσιαλισμού (και τη δημοσίευση των Τετραδίων του) ήγγικεν όμως ο καιρός της απομάγευσης και της καταγγελίας του «μακρυγιαννισμού». Τέρμα η… λογοτεχνική κριτική. Εφεξής βορά του αδέκαστου επιστημονισμού, όχι τόσο τα γραφτά όσο ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, που στο πρόσωπό του αναγνωρίστηκε όχι η καταπόνηση από τις άπονες εξουσίες που τον σακάτεψαν –κυριολεκτικά– αλλά το πέρασμα του ρωμιού «από την αγροτική οικονομία σε μια μικροεμπορευματική – τοκογλυφική»! Επιπλέον, ο αγράμματος «πατριδοφύλακας» κατά τας γραφάς του συρμού και του διασυρμού, εκτός από ημίτρελος θεούσος, εντέλει ήταν ένας δευτεροκλασάτος καπετάνιος, ένας παραδόπιστος καιροσκόπος, ένας μεμψίμοιρος καταφερτζής που γέλασε λ.χ. τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο και το πανελλήνιο, αλλά οι «μισομαθείς και άθρησκοι» που τον περίλαβαν τον έκαναν τσακωτό –grand succès– στις επιστημονικές τους ξόβεργες! (Οι υπόλοιποι θηρευτές εισέτι αρκούμαστε στα στοιχειώδη της κυνηγεσίας: «με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους».)

Πέραν τούτων, ως Eλληνες και ως νεοελληνιστές, για πολλούς λόγους, θα χρωστάμε ες αεί χάριτες στον Γιάννη Βλαχογιάννη. Χάρη στους δικούς του κόπους μάθαμε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για τον Στρατηγό. Eκτοτε, τα «Απομνημονεύματά» του κυκλοφόρησαν σε διάφορες εκδόσεις με διάφορα προβλήματα. Το άλλο του εργόχειρο, η ημετέρα «φωτισμένη λογοκρισία» (Γ. Π. Σαββίδης) το πέρασε από τα σαράντα κύματα για να εκδοθεί με καθυστέρηση σαράντα ετών υπό τον διόλου ευφάνταστο τίτλο «Οράματα και θάματα», μόλις το 1983. Σήμερα έχουν περάσει περισσότερο από είκοσι χρόνια από την τελευταία του ανατύπωση κι ο εκδότης (ΜΙΕΤ), παρότι εξαντλημένο, δεν στέργει να το επανεκδώσει. Με άλλα λόγια, τα δύο αυτά βιβλία είναι δυσεύρετα ή και άβρετα στα βιβλιοπωλεία. Και αυτή η αδόκητος απουσία από τα ράφια (και τις κουβέντες μας) εκτιμώ πως είναι λαλέουσα. Πρωτίστως, μας λέει σταράτα ότι δεν υπάρχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και δεν υπάρχει αναγνωστικό ενδιαφέρον διότι, κυρίως μετά το «Οράματα και θάματα», με όλα αυτά τα θεοτικά, ο Μακρυγιάννης έπαψε να είναι συμβατός με τις επιστημονικοφανείς και ιδεοληπτικές μπαγαποντιές κι έγινε ξεκάθαρα οχληρός γιατί μας θύμιζε ότι η ρίζα μας δεν κρατάει από τον τοκογλύφο του Διαφωτισμού (Βολταίρος), αλλά «απ’ το δέντρο του Θεού» (Γκάτσος).

Λαμποκοπάει ο αμφίστομος λόγος του Μακρυγιάννη, αλλά δεν είναι κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι εθνικό κεφάλαιο.

Και πού να φτουρήσουν σε αυτά τα εκτός έδρας οι καλοθελητές; Ο έρμος Μακρυγιάννης, που δεν έκανε ζάφτι το άδικο, δεν ανήκει στη γραμματολογική τους επικράτεια – βγάζει μάτι αυτή η κοντοφθαλμία. Δεν ήταν συγγραφικές οι προθέσεις του. Ναι, λαμποκοπάει ο αμφίστομος λόγος του, αλλά δεν είναι κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι εθνικό κεφάλαιο. Και τα γραψίματά του ανήκουν στον χώρο της ενσώματης μαρτυρίας. Και μαρτυρούν έναν αλλοτινό εαυτό με τον οποίο κάνουμε ότι δεν γνωριζόμαστε. «Είναι μια στάσις κι αυτή – νιώθεται». Αλλά και κρίνεται. Οι Ελληνες του Μακρυγιάννη έχουν τα θάρρητά τους στους αγίους και μιλάνε στον Θεό στον ενικό. Οι τωρινοί στεκόμαστε κλαρίνο στις «εισπρακτικές». Οπότε, τι να μας πει ο λόγος (και η ζωή) ενός που στάθηκε κερί αναμμένο μην του πειράξουν την «πατρίδα» και τη «θρησκεία»; Ας είμαστε ειλικρινείς: αμφότερα λογαριάζονται παρωχημένα στην τωρινή προκοπή μας. Δεν είναι ότι από τον τσάμικο καταλήξαμε στο «σέικ», όπως καταγράφουν οι έμπονοι στίχοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου που τιτλοφορούν τη σημερινή επιφυλλίδα. Είναι ότι προσαράξαμε στο κατά μόνας λίκνισμα της ελευθεριότητάς μας, χωρίς καμιά σωματική –ούτε καν βλεμματική– επαφή. Ανέπαφοι μεν, safe δε.

Ο Σπ. Ασδραχάς, αν καλά θυμάμαι, έγραψε πως ο Μακρυγιάννης ως άνθρωπος είναι «μέτριος». Δεν ξέρω τι εννοούσε, αλλά βρίσκω τον χαρακτηρισμό ταιριαστό. Πράγματι, ο Μακρυγιάννης μας θύμισε το αρχαίο μέτρο, εκείνο που όταν το υπερβαίνουμε διαπράττουμε ύβριν, αδιαφορώντας για το «τι τέξεται η επιούσα» που, θέλοντας και μη, θα μας ξημερώσει έμφορτη τα κρίματα μιας αλαζονικής αγνωμοσύνης ολότελα δικιάς μας.

*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT