Τι ήταν το ραντεβού που δεν έγινε στη Νέα Υόρκη; Μια σημαντική συνάντηση που έπρεπε να γίνει, γιατί επρόκειτο να έχει ουσία; Μια παγίδα που η ελληνική διπλωματία έπρεπε να είχε αποφύγει; Μια αγγαρεία που είναι χρήσιμη μόνο για να διατηρείται η ρουτίνα μιας, έστω προσχηματικής, επικοινωνίας;
Οι απαντήσεις ήταν άλλες πριν από το ραντεβού και άλλες μετά τη ματαίωσή του. Λένε ότι το πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να συμφωνήσει ακόμη και στα στοιχειώδη, όπως η εξωτερική πολιτική.
Η ομοφωνία όμως την Τετάρτη στο Κοινοβούλιο ήταν εκκωφαντική. «Είναι ερασιτέχνες και επικίνδυνοι για την εξωτερική πολιτική της χώρας», είπε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
«Ο κ. Μητσοτάκης είναι επικίνδυνος για τα εθνικά συμφέροντα», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. «Χρειαζόμαστε ηγέτες και όχι ικέτες», συμφώνησε ο Κυριάκος Βελόπουλος.
Από την Αριστερά μέχρι τον εξώστη της Δεξιάς, ο τόνος ήταν ίδιος. Η ματαίωση της συνάντησης εξελήφθη ομοθύμως ως εθνική «ματαίωση» – ως ταπείνωση.
Μια στιγμή σπάνιας διακομματικής ομοφωνίας στα «κάγκελα» της εξωτερικής πολιτικής.
Γιατί; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ίδια η Αθήνα είχε συμβάλει στην «κατασκευή» ενός οροσήμου. Ενα τετ α τετ στο περιθώριο, που δεν επρόκειτο καν να διαρκέσει πέραν της μισής ώρας, φορτιζόταν επί εβδομάδες με συμβολισμούς και παραφουσκωμένες προσδοκίες μεταμφιεσμένες σε «ατζέντες».
Η δραματοποίηση ήταν επόμενο να καταλήξει στην ψυχολογία του μοναχικού εραστή που περιμένει ξάγρυπνος να «χτυπήσει» το μήνυμα. Κοιμήσου, δεν θα στείλει.
Πέρα από την πλάκα, αυτή τη σχέση σχεδόν ερωτοπαθούς εξάρτησης έχει αποκτήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική από την ερντογανική Τουρκία. Μετράμε διαρκώς το μπόι μας στον δικό της καθρέφτη. Οι κινήσεις μας –ή η υπερήφανη ακινησία μας– λαμβάνουν αξία από τον αντίκτυπο που έχουν σε εκείνη.
Η υστερική αυτολύπηση για τα μη γεγονότα της Νέας Υόρκης μαρτυρεί ακριβώς αυτό το σύνδρομο της ετερόφωτης διπλωματίας, που αναζητεί τον προσανατολισμό της με βάση το στίγμα που εκπέμπει ο άλλος.
Αυτή η ψυχολογία είναι απότοκη στερεοτύπων που δεν δημιουργήθηκαν από την παρούσα κυβέρνηση, ούτε συντηρούνται εξαιτίας της. Διαχρονικά, το πολιτικό φαντασιακό της Αθήνας μονοπωλείται από τον ίσκιο του υπέρτερου γείτονα. Μια δήλωση ενός Τούρκου αποστράτου σε μια περιθωριακή τουρκική εφημερίδα αρκεί για να προκαλέσει κύματα αγανάκτησης –και αντανακλαστικά πολιτικών περιχαρακώσεων– στη δική μας όχθη του Αιγαίου.
Μέσα σε αυτό το μυθολογικό περιβάλλον, καμία στρατηγική γεωπολιτικού ανταγωνισμού δεν μπορεί να καταστρωθεί με επίγνωση των μεγεθών και γνώμονα μόνο το εθνικό συμφέρον. Το εθνικό συναίσθημα πνίγει το συμφέρον.

