Το 1965 εκδίδεται στη Γαλλία ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο τίτλος του είναι φαινομενικά απλός: «Τα πράγματα» και ο υπότιτλός του, ασυνήθιστος για μυθιστόρημα: «Μια ιστορία της δεκαετίας ’60». Ο συγγραφέας του, Ζορζ Περέκ, χρησιμοποιεί τη φόρμα του μυθιστορήματος για να περιγράψει την εμφάνιση ενός νέου ανθρωπότυπου, που θα αποκαλούσαμε σήμερα «φασαίους». Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται ειρωνικά και υποτιμητικά για να περιγράψει ιδίως νέα άτομα που επιδιώκουν να περνιούνται ως εναλλακτικά και πολύ προχωρημένα, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς συμβατικά.
Πρωταγωνιστεί ένα νεαρό ζευγάρι, ο Ζερόμ και η Συλβί. Εργάζονται σε μια εταιρεία δημοσκοπήσεων και έρευνας αγοράς. Σχεδόν κάθε τι επάνω τους αντιπροσωπεύει κάτι νέο για την εποχή, σε ρήξη με το παρελθόν: οι προτιμήσεις τους, ο τρόπος ζωής τους, το επάγγελμά τους, οι επιδιώξεις τους, οι αξίες τους.
Τους ενδιαφέρει να κατακτήσουν μια ποιότητα ζωής που βασίζεται πρωταρχικά στην αισθητικοποίηση των κάθε λογής δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν, αλλά και των αντικειμένων της καθημερινότητάς τους που αποκτούν μια ιδιαίτερη αξία, νοηματοδοτώντας τον βίο τους.
Η ζωή τους απαιτεί οικονομική άνεση, αλλά όχι πλούτο. Κυριαρχεί η αποστροφή των πάσης φύσεως δεσμεύσεων, είτε αυτές είναι επαγγελματικές είτε οικογενειακές. Στόχος δεν είναι η συσσώρευση πλούτου, αλλά η κατάκτηση της απόλαυσης μέσω μιας ευχάριστης ζωής που νοηματοδοτείται κυρίως μέσα από την ατομική αυτονομία και την καλλιέργεια της ατομικής επιθυμίας και αισθητικής.
Ο Περέκ περιγράφει τους πρωταγωνιστές του με την απόσταση ενός εντομολόγου και τους αντιμετωπίζει με ειρωνεία, επισημαίνοντας την άγνοια που έχουν για τη φούσκα μέσα στην οποία ζουν και αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα εμπλέκονται: οι επιλογές τους από ένα σημείο και πέρα αποδεικνύονται αδιέξοδες καθώς οι πόροι τους δεν επαρκούν, οδηγώντας τους σε επίπονους συμβιβασμούς, ενώ το κυνήγι της συλλογής αντικειμένων και εμπειριών στο οποίο επιδίδονται κάποια στιγμή τους απογοητεύει.
Εντέλει, ο τρόπος ζωής τους τούς αφήνει ανικανοποίητους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι εναλλακτικές επιλογές γίνονται πιο επιθυμητές. Συμβιβάζονται και το βιβλίο κλείνει με μια πικρή αίσθηση.
Nέα άτομα επιδιώκουν να περνιούνται ως εναλλακτικά και πολύ προχωρημένα, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς συμβατικά. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις και αντίστοιχη βαρύτητα.
Στην Ελλάδα η έννοια του «φασαίου» είναι πολύ πιο επιφανειακή, κυρίως γιατί η οικονομία μας είναι πολύ πιο ρηχή. Οι Ελληνες «φασαίοι» διαθέτουν πολύ πιο περιορισμένους πόρους, πιθανότατα ζουν ακόμη με τους γονείς τους, ενώ η αισθητική τους είναι πιο περιορισμένη, πρωτόγονη και μιμητική.
Το φαινόμενο όμως έχει διευρυνθεί, ενώ το Διαδίκτυο έχει συμβάλει στην εκθετική του ανάπτυξη. Πρόσφατα, το μυθιστόρημα του Ιταλού Βιντσέντζο Λατρόνικο («Η Τελειότητα», εκδόσεις Loggia, μετάφραση Δήμητρας Λότση) επικαιροποιεί με επιτυχία το βιβλίο του Περέκ, μεταφέροντάς το στις μέρες μας. Πρωταγωνιστεί ένα νεαρό ζευγάρι Ιταλών, η Αννα και ο Τομ.
Εχουν μεγαλώσει παράλληλα με το Διαδίκτυο, ασχολούνται επαγγελματικά με τις γραφιστικές τέχνες και τον σχεδιασμό ιστοσελίδων, βιοπορίζονται με ανεξάρτητη εργασία δουλεύοντας από το σπίτι και κάποια στιγμή επιλέγουν να μετακομίσουν στο Βερολίνο, όπου επιδίδονται στη συλλογή εμπειριών και αντικειμένων που χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ο Λατρόνικο αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του με μεγαλύτερη συμπάθεια από ό,τι ο Περέκ τους δικούς του, αλλά και αυτός αναδεικνύει τις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα και τις ειρωνείες αυτού του τρόπου ζωής, ιδιαίτερα την αφέλεια και την αυτοαναφορικότητά του.
Αυτό που όμως έχει σημασία είναι ότι η «Τελειότητα» έρχεται να μας θυμίσει πως η εμφάνιση της νέας αυτής κοινωνικής ομάδας δεν υπήρξε μια ιδιαίτερη στιγμή περιορισμένης εμβελείας της δεκαετίας του ’60.
Αντιθέτως, πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις και αντιφάσεις του, έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις και αντίστοιχη βαρύτητα. Αφορά μια δομική μετατόπιση της αντίληψης του πώς αξίζει να ζει κανείς και συνιστά μια πραγματική κοινωνική επανάσταση με βαθιές συνέπειες.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

