Τρίβαμε τα μάτια μας όταν ήρθε ο λογαριασμός στο καφενείο στου Χαλικόκου, στα Πιτσινιάνικα Κυθήρων: 50 ευρώ για 4 άτομα! Καλά διαβάσαμε εκείνη την ώρα, και καλά διαβάζετε κι εσείς τώρα: 50 ευρώ για το φαγητό 4 ατόμων, απλό αλλά κεφλίδικα μαγειρεμένο, με ευχερή νοστιμιά, 50 ευρώ για θρέψη και για χόρταση, με ωραίες μερίδες, και για τέρψη. Φάβα ζεστή, πυκνόρρευστη, γίγαντες μελάτοι με λαχανικά, μυρωδιές και το ωραίο κόκκινο λαδάκι τους, κεφτέδες ριγανάτοι έξοχοι, φέτα μπουγιουρντί στο τσανακάκι, ντοματοσαλάτα με ντόπιο λαδοκούλουρο και τυρί, γεμιστά λαδερά, μακαρονάδα με μπαχαράτο κιμά.
Στο κουζινάκι και στο τιμόνι του μαγαζιού, ένα νεαρό ζευγάρι. Μόλις είχαν βγει οι γίγαντες και η φάβα, άχνιζαν. Τηγάνι για τις πατάτες δεν είχε μπει ακόμα στη φωτιά. Στο πλάι, έξω, είχαν βάλει να γυρνάνε δυο μεγάλα κοντοσούβλια. Η βραδινή πελατεία θα είχε και αυτή την επιλογή, να αλαφρώσει λίγο η κουζίνα που αναστέναζε όλη μέρα.
Το καμάρωσα αυτό το μαγαζάκι. Μες στον αυγουστιάτικο συνωστισμό, έκανε τα κουμάντα του και τα έκανε καλά, με κοφτερό πόθο για τίμια μαγειρική από το μηδέν, με καλά, ήσυχα πράγματα και χωρίς να σ’ τη ρίχνει στ’ αυτιά. Μα πού ακούστηκε αυτό, 50 ευρώ για 4 άτομα;
Ενας δεν βρέθηκε φέτος να μη μου πει πόσο δύσκολο είναι πια το φαγητό των διακοπών. Συχνότατα ασύμφορο, συχνά –δυστυχώς– και ανυπόφορο, άτιμο. Κι όσο πιο ακριβό το θέρετρο, τόσο πιο ακριβό το φαγητό: πληρώνεις το μπραντ Paros ή Mykonos, το μπραντ Greek summer εν γένει, τα δυσθεώρητα νοίκια, τη συνολική ακρίβεια του μέρους. Και μετά, τις επιλογές του μαγαζάτορα και της κουζίνας: το ψηλομύτικο ντιζάιν, τα μεταξωτά υλικά, τα χρυσά φαγιά. Εντάξει, δεν είναι αυτά για μας, πάμε παρακάτω.
Να ‘ταν μόνον ο Αύγουστος και τα τουριστικά θέρετρα… Στην Αθήνα, οι τιμές έχουν γίνει ανεξέλεγκτα αερόστατα. Βγαίνεις με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστείς, το παλιό 30 ευρώ το άτομο έγινε 50, το παλιό 50 έγινε 80. Και λίγα λέω. Κι έτσι βγαίνεις λιγότερο, κάποιοι βγαίνουν ελάχιστα έως και καθόλου.
Μα πώς να βγει ο κόσμος; Φταίνε, λέει η εστίαση, τα νοίκια, οι πρώτες ύλες, τα χαράτσια, το ρεύμα, που είναι ακριβά. Φταίει το κράτος και το σύστημα. Κι εμείς που ζούμε σε αυτόν τον ίδιο ακριβό κόσμο, εμείς τι φταίμε; Που πρέπει να ψάχνουμε ωσάν λαγωνικά για τίμια μαγαζιά, όπως ο καφενές στου Χαλικόκου, να μας χορτάσουν χαρά άνευ δακρύων;

