Χάνουν την εξουσία, αλλά επιστρέφουν

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Οταν ένας ηγέτης χάνει την εξουσία, συνήθως αποσύρεται, αφήνοντας χώρο σε διαδόχους και αντιπάλους. Είναι κάπως σπάνιες οι περιπτώσεις που, ακόμη και έπειτα από μία ήττα, οι ηγέτες επανέρχονται και ξαναπαίρνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ότι αυτό μπορεί να συμβεί με τρεις διαφορετικούς τρόπους.

Ο πρώτος είναι η επιστροφή του ηγέτη ως «εθνικού σωτήρα». Ο Σαρλ ντε Γκωλ στη Γαλλία και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Ελλάδα, δύο πολιτικοί που κατά την πρώτη θητεία τους είχαν συσσωρεύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο, έχασαν την εξουσία και έμειναν μακριά από αυτήν για πάνω από μία δεκαετία. Η απουσία τους, όμως, αντί να τους ξεθωριάσει, τους περιέβαλε με μύθο. Χωρίς να υφίστανται καθημερινή πολιτική φθορά, παρέμειναν εθνικοί ηγέτες σε εφεδρεία.

Η επιστροφή τους συνδέθηκε με εθνική κρίση: στη Γαλλία με τον πόλεμο της Αλγερίας και την κατάρρευση της Τέταρτης Δημοκρατίας το 1958, στην Ελλάδα με την πτώση της χούντας και την εθνική ταπείνωση στην Κύπρο το 1974. Υπό τέτοιες συνθήκες, τόσο το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων όσο και η κοινωνία στράφηκαν στο γνώριμο πρόσωπο που φαινόταν το μόνο ικανό να αποκαταστήσει την πολιτική τάξη. Ο Ντε Γκωλ και ο Καραμανλής δεν επανήλθαν στην εξουσία απλώς μέσω εκλογών, αλλά μέσω πρόσκλησης – ή, καλύτερα, επίκλησης της ιστορικής ανάγκης. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιστροφή τους συνοδεύτηκε από πολιτειακή τομή: ο Ντε Γκωλ θεμελίωσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, ενώ ο Καραμανλής εγκαινίασε τη Μεταπολίτευση (πιο επίσημα, την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία).

Ο δεύτερος τρόπος επιστροφής στην εξουσία είναι μέσω της προσωπικής επιμονής του ηγέτη, σε συνδυασμό με τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού και την αξιοποίηση της φθοράς των αντιπάλων. Για να αναφέρω τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, οι Ανδρέας Παπανδρέου το 1993, Μπέντζαμιν Νετανιάχου το 2009 και Βίκτορ Ορμπαν το 2010 επέστρεψαν θριαμβευτικά στην εξουσία έχοντας στο παρελθόν ηττηθεί. Και οι τρεις, όμως, λειτουργώντας ως ηγέτες της αντιπολίτευσης, παρέμειναν ενεργοί στη δημόσια ζωή των χωρών τους, διατηρώντας τον έλεγχο του κόμματος ή του πολιτικού χώρου που εκπροσωπούσαν. Και όταν οι κυβερνώντες στις χώρες τους –η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα, οι κεντρώοι στο Ισραήλ, οι Σοσιαλιστές στην Ουγγαρία– απέτυχαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές προσδοκίες, άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή τους.

Οι επιστροφές αυτές, ωστόσο, δεν ήταν απλώς ανακυκλώσεις των προηγούμενων θητειών. Κάθε ηγέτης αναπροσάρμοσε κατάλληλα το πολιτικό του προφίλ ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας συγκυρίας: ο Παπανδρέου μετατράπηκε σε μετριοπαθή πατριάρχη, ο Νετανιάχου σε ηγέτη που έθεσε την ασφάλεια στο επίκεντρο, ενώ ο Ορμπαν εξέλιξε τον εθνικιστικό και λαϊκιστικό λόγο του. Αυτή η ευελιξία τούς επέτρεψε να ξαναγίνουν πειστικοί και να ενισχύσουν το αφήγημά τους. Το κοινό μάθημα των τριών αυτών περιπτώσεων είναι σαφές: όσοι συνδυάζουν τον έλεγχο του κόμματος με αίσθηση της ιστορικής συγκυρίας μπορούν να επιστρέψουν στην εξουσία – και μάλιστα, εκτός βέβαια από την περίπτωση του βιολογικού θανάτου, να τη διατηρήσουν για πολλά ακόμη χρόνια.

Στην Ελλάδα, οι φιλοδοξίες επανόδου ηγετών που ακούγονται μοιάζουν περισσότερο με προσπάθειες υπέρβασης προσωπικών αδιεξόδων παρά με απάντηση στις ανάγκες της χώρας.

Ο τρίτος και τελευταίος τρόπος επιστροφής στην εξουσία έπειτα από ήττα είναι η συστηματική ενεργοποίηση της βάσης μέσω ακραίας πόλωσης. Σε αυτό το σενάριο, οι ηγέτες δεν παρουσιάζονται ούτε ως σωτήρες σε ώρα εθνικής κρίσης ούτε ως πιο αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι σε φθαρμένες κυβερνήσεις. Αντιθέτως, επιδιώκουν να διατηρήσουν απόλυτο προσωπικό έλεγχο στο κόμμα τους, το οποίο μετατρέπεται σε αποκλειστικό όχημα της δικής τους συνεχιζόμενης κυριαρχίας. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος κατέστησε τη Forza Italia προσωπικό του εργαλείο, ενώ ο δεύτερος υπέταξε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στη δική του ηγεμονία. Κανείς από τους δύο δεν αποσύρθηκε ποτέ από το προσκήνιο: παρέμειναν στο πολιτικό επίκεντρο μέσω τηλεοπτικών μέσων ή κοινωνικών δικτύων, συντηρώντας διαρκώς την αίσθηση της σύγκρουσης και κρατώντας τη βάση τους σε εγρήγορση.

Η επιστροφή τους, ασφαλώς, τροφοδοτήθηκε από την αδυναμία των αντιπάλων τους. Η ιταλική Κεντροαριστερά αποδείχθηκε διχασμένη και αναποτελεσματική, ενώ οι Δημοκρατικοί της Κάμαλα Χάρις δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν ή να πείσουν. Σε αυτή την κατηγορία, ωστόσο, τα σκάνδαλα και οι δικαστικές περιπέτειες των ηττημένων ηγετών δεν λειτούργησαν ως εμπόδιο αλλά ως καύσιμο: αξιοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το αφήγημα της «δίωξης από το σύστημα» και να εδραιώσουν την ταύτιση ηγέτη – βάσης. Η επιστροφή τους δεν οικοδομήθηκε πάνω σε συναίνεση αλλά σε διαρκή σύγκρουση, με αποτέλεσμα τη θεσμική διάβρωση και την υπονόμευση των αντίβαρων της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Στη σημερινή Ελλάδα, κανένας από τους τρεις δρόμους επιστροφής δεν είναι ανοιχτός. Δεν υπάρχει εθνική κρίση που να ζητάει «σωτήρα», η κυβέρνηση δεν εμφανίζει τη φθορά που θα άνοιγε τον δρόμο σε παλιούς αντιπάλους και κανένας ηττημένος ηγέτης δεν ελέγχει κόμμα και βάση με τρόπο που να επιτρέπει την επιστροφή του μέσω της πόλωσης. Οι φιλοδοξίες επανόδου ηγετών που ακούγονται μοιάζουν περισσότερο με προσπάθειες υπέρβασης προσωπικών αδιεξόδων παρά με απάντηση στις ανάγκες της χώρας.

*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Το νέο του βιβλίο, «Εξηγώντας τον Τραμπ», κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Πατάκη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT