Με την παρουσία και τις εξαγγελίες του στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός είχε καθαρή στρατηγική και πολιτική στόχευση.
Κατ’ αρχάς να ακουστεί, κάτι το οποίο δεν είναι πάντα αυτονόητο. Τόσο η ομιλία όσο και η συνέντευξη Τύπου ήταν ήπιων τόνων, κάτι αναγκαίο σε ένα επιβαρυμένο πολιτικό περιβάλλον. Προχώρησε επίσης σε αρκετές παραδοχές, για δυσκολίες που υπάρχουν και λάθη που έγιναν, κάτι που επίσης βοηθάει στο να ακουστούν τα μηνύματά του.
Εμεινε επικεντρωμένος στην οικονομία. Σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα (εσωκομματικά, ελληνοτουρκικά, ζητήματα παρασκηνίου κ.λπ.) απέφυγε απαντήσεις που θα επισκίαζαν τις οικονομικές εξαγγελίες.
Προτεραιότητα ήταν να ακουστεί το κεντρικό μήνυμα: «Η οικονομία βελτιώνεται, οι επενδύσεις αυξάνονται, η ανεργία πέφτει, η μείωση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής αποδίδει και τώρα τα οφέλη επιστρέφουν στους πολίτες, αρκεί να υπάρχει πολιτική σταθερότητα».
Ο πρωθυπουργός επιχείρησε να απευθυνθεί ξανά σε στρώματα της μεσαίας τάξης. Κυρίως σε μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες, κάτι που έχει πολιτική σημασία σε επίπεδο αφηγήματος, αλλά και καθαρά εκλογικά. Στις εκλογές του 2023 οι ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν η πλέον ευνοϊκή ομάδα για τη Ν.Δ., σε αντίθεση με τους μισθωτούς (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) που ήταν λιγότερο ευνοϊκή.
Το τι λέει η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση στα περίπου τέσσερα εκατ. πολίτες που αφορούν –λιγότερο ή περισσότερο– τα μέτρα, έχει μικρή σημασία. Μεγαλύτερη σημασία έχει τι θα τους πουν οι λογιστές τους, τι διαφορά θα δουν οι ίδιοι στο μισθολόγιο ή τα εκκαθαριστικά τους και πώς θα την αξιολογήσουν.
Ούτε είναι όλα τα εκλογικά κοινά το ίδιο. Στις νέες ηλικίες, π.χ., είναι σαφώς πιο δύσκολο να εκτιμηθεί η επίδραση των μέτρων. Το κοινό αυτό δεν είναι μικρό (οι νέοι κάτω των 30 ετών με εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ είναι 260.000), είναι όμως δύσκολο κοινό και ειδικά για τη σημερινή κυβέρνηση το πλέον δύσκολο. Σε όλο τον δυτικό κόσμο η ηλικιακή διχοτόμηση της ψήφου είναι πλέον πολύ αισθητή, με μεγάλους χαμένους τα παραδοσιακά κόμματα.
Οι λόγοι που τα νέα παιδιά δεν θέλουν να ψηφίζουν τα ίδια κόμματα με τους γονείς τους είναι πολλοί. Είναι οι διαψεύσεις έπειτα από δεκαετίες ισχυρών βεβαιοτήτων. Οι συνεχείς κρίσεις που εντείνουν την ανασφάλεια και τη δυσπιστία τους έναντι του πολιτικού «συστήματος». Ο τρόπος ενημέρωσής τους, από εναλλακτικά Μέσα και πολλά ακόμη.
Το τι λέει η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση στα περίπου τέσσερα εκατ. πολίτες που αφορούν τα μέτρα, έχει μικρή σημασία. Μεγαλύτερη σημασία έχει τι θα τους πουν οι λογιστές τους.
Μιλάμε όμως για μια γενιά, που αν και έχει στοιχεία αντισυστημικής πολιτικής συμπεριφοράς, είναι κατ’ ουσίαν συντηρητική σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητές της. Την αφορούν πολύ λιγότερο τα «μεγάλα οράματα» και πολύ περισσότερο οι καθημερινές πρακτικές της ανάγκες. Μοιάζει αντιφατικό, αλλά πρόκειται για μια γενιά που είναι παγκοσμιοποιημένη και εξωστρεφής πολιτιστικά, αλλά κατά κανόνα επιζητεί την ασφάλεια ενός προστατευμένου περιβάλλοντος (οικογενειακού, κοινωνικού, εθνικού).
Η διαπίστωση αυτή ανοίγει ένα παράθυρο στη σημερινή κυβέρνηση να βελτιώσει την επικοινωνία της με τα νεανικά κοινά, εστιάζοντας σε ένα αφήγημα και θεματικές πρωτοβουλίες που τα αφορούν. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι ένα βήμα. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού το ίδιο.
Οι πρωτοβουλίες για τη στέγαση –αν φυσικά αποδώσουν– επίσης μπορούν να αποτελέσουν ένα πεδίο επικοινωνίας. Χρήσιμες μπορούν να είναι οι πρωτοβουλίες στον χώρο της εκπαίδευσης, είτε με τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ είτε με την τεχνική εκπαίδευση. Αλλά και πρωτοβουλίες που αφορούν κυρίως νέους, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας, που δεν έχουν αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση – με δική της φυσικά ευθύνη. Με αποτέλεσμα να εισπράττει το κόστος από όσους εισφοροδιέφευγαν (που είναι αριθμητικά λιγότεροι), χωρίς να χτίσει μια πολιτική συμμαχία με όσους ωφελήθηκαν (που είναι πολύ περισσότεροι).
Αρκούν αυτές οι πρωτοβουλίες για να αντιστρέψει η κυβέρνηση το κλίμα στις νέες ηλικίες; Βοηθούν, αλλά δεν επαρκούν. Κυρίως επειδή η Ν.Δ. πάσχει στο πεδίο των ψυχικών ταυτίσεων με αυτά τα κοινά και αυτό δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Μπορεί όμως να γίνει κάπως διαχειρίσιμο, όπως συνέβη στην τελική ευθεία των εκλογών του 2023, όταν με μια εξαιρετική καμπάνια του κ. Μητσοτάκη στα σόσιαλ μίντια βελτίωσε τις επιδόσεις της.
Ανάλογα ισχύουν και για το σύνολο του πληθυσμού. Υπάρχουν περιπτώσεις που αντίστοιχες πρωτοβουλίες απέδωσαν, αλλά και περιπτώσεις που πήγαν στο βρόντο. Το πακέτο Σημίτη στη ΔΕΘ του 2003 ελάχιστα επηρέασε τις τάσεις που είχαν διαμορφωθεί. Τα μέτρα Μητσοτάκη, την περασμένη τετραετία, για τον κορωνοϊό και την ακρίβεια, όπως και τα μέτρα Τσίπρα το 2019 είχαν αποδώσει. Αν μια κυβέρνηση έχει ακόμη πολιτικό κεφάλαιο, τέτοιες κινήσεις μπορούν να της δώσουν ώθηση. Αν το έχει εξαντλήσει, δεν μπορούν να αντιστρέψουν το κλίμα.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να ταξινομηθεί. Εχει φθορά και πάνω από έξι χρόνια θητεία. Παραμένει ωστόσο πρώτη δύναμη με υψηλή παράσταση νίκης. Το αν ανακτήσει τη δυναμική της θα κριθεί στην πορεία και θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Από την οικονομία και την ακρίβεια. Από την αίσθηση για την ισχύ της χώρας. Από τον χειρισμό διαφόρων υποθέσεων. Από τις ισορροπίες του παρασκηνίου. Από τις κινήσεις, φυσικά, των υπολοίπων πολιτικών πρωταγωνιστών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα μέτρα που θα εφαρμοστούν τον ερχόμενο Νοέμβριο και όσα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται από τον ερχόμενο Ιανουάριο μπορούν να αποτελέσουν μέρος ενός ευρύτερου αφηγήματος που η κυβέρνηση έχει απόλυτη ανάγκη.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

