Καθώς ένα ακόμη καλοκαίρι φθάνει στο τέρμα του, η πραγματικότητα που εμφανίζεται μπροστά μας δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Στην Ελλάδα, η κυρίαρχη αίσθηση παραπέμπει σε μια πραγματικότητα χαμηλών προσδοκιών και κυριαρχίας του λίγου και του μέτριου, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχίζεται η διάβρωση των κανόνων που προέκυψαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, εξασφαλίζοντας την ανεπανάληπτη αύξηση ευημερίας και ελευθερίας που γεύθηκε ο κόσμος μέσα στα τελευταία 70 χρόνια.
Ας ξεκινήσουμε με την εγχώρια πραγματικότητα. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει επιλέξει ένα μείγμα σποραδικών εκσυγχρονιστικών παρεμβάσεων σε φόντο οριζόντιων επιδομάτων, παραδοσιακών πελατειακών πρακτικών και ενστικτώδους εναγκαλισμού αδράνειας και απουσίας οράματος και νεύρου, όλα μέσα σε έναν διάχυτο φόβο για το τι θα επιφύλασσε η έκρηξη του επόμενου οικονομικού σκανδάλου ή κάποια μεγάλη και αναπάντεχη φυσική καταστροφή. Το ΠΑΣΟΚ βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην κινούμενη άμμο της κενής μετριότητας, ενώ τα σπαράγματα του ΣΥΡΙΖΑ μαγνητίζει η επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα, του νέου δηλαδή περιτυλίγματος της παλιάς και εγγυημένα αποτυχημένης εκείνης συνταγής που αντλεί από το τιμημένο (αλλά και φθαρμένο) playbook του αντισυστημικού εθνικολαϊκού με μια αχνή επικάλυψη σοβαρότητας, μήπως και καθησυχάσει ένα κοινό που ζει για να βρίσκεται στα κάγκελα αλλά συγχρόνως αντιλαμβάνεται πως έχει και κάτι να χάσει σε περίπτωση «στραβής». Ταυτόχρονα, η Αριστερά ακκίζεται θεωρώντας πως η πολιτική εξαντλείται σ’ ένα μόνιμο περφόρμανς για το Παλαιστινιακό, την ίδια στιγμή που οι εναπομείναντες πληθυσμοί της ηπειρωτικής ενδοχώρας παρακολουθούν τη ζωή τους να καταρρέει σε αργή (και όλο και λιγότερο αργή) κίνηση, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας σε ένα κοκτέιλ ασυνάρτητης συνωμοσιολογίας και απελπισμένου αλληθωρισμού προς τον ακροδεξιό αυταρχισμό. Δεξιά και Αριστερά εναρμονίζονται στη χρήση ενός λόγου όπου ο ακατάσχετος τιποτολογικός βερμπαλισμός λειτουργεί ως φύλλο συκής ενός καθεστώτος ακινησίας που εξισορροπεί, διαιωνίζοντάς τις, τη μικρή και μεγάλη διαφθορά.
Η οικονομία εξακολουθεί να δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό της, καθώς η περιβόητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου αποδείχθηκε πως δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια εκδοχή του προϋπάρχοντος μοντέλου σε καθεστώς σφιχτότερης δημοσιονομικής διαχείρισης και μεγαλύτερης φτώχειας. Οι ελπίδες εναποτίθενται σε έναν ολοένα και μεγαλύτερο εθισμό της οικονομίας σε ένα εμφανώς αδιέξοδο μοντέλο τουρισμού. Η κοινωνία γερνά και αυτό αυξάνει τον ήδη έντονο συντηρητισμό της, τη ροπή προς την αδράνεια και τον φόβο προς οτιδήποτε νέο και διαφορετικό.
Η κυρίαρχη αίσθηση στην Ελλάδα παραπέμπει σε μια πραγματικότητα χαμηλών προσδοκιών και κυριαρχίας του λίγου και του μέτριου.
Ολα αυτά θα ήταν ίσως γραφικά αν δεν εκτυλίσσονταν σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου κυριαρχούν τρία στοιχεία: οι ΗΠΑ, η χώρα-στυλοβάτης του μεταπολεμικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος έχει, στην καλύτερη περίπτωση, απολέσει τον προσανατολισμό της και διαλύει τους θεσμούς εκείνους που της εξασφάλισαν μια παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Η Ευρώπη ταλανίζεται αδυνατώντας να διαχειριστεί την οικονομική παρακμή της, έχοντας παραλύσει από τον φόβο της αλλαγής που ενισχύει η διάβρωση που προκαλεί το αδιάκοπο αναμάσημα των ενοχών για το παρελθόν της και οι ανόητες ταυτοτικές περιδινήσεις. Τέλος, τα αυταρχικά καθεστώτα συνασπίζονται απειλητικά, προσπαθώντας να προσεταιριστούν τις αποπροσανατολισμένες μάζες που χορεύουν στον ρυθμό τής αέναα ανακυκλούμενης βλακείας που διοχετεύουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να τις πείσουν να θυσιάσουν την ελευθερία τους στο όνομα αντιφατικών και θολών αιτημάτων.
Απέναντι σε όλα αυτά, δεν έχουμε παρά τρία όπλα: την κατανόηση της πραγματικότητας που έχουμε να αντιμετωπίσουμε δίχως ωραιοποιήσεις και αυταπάτες· τη συνεχή καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας και του ορθού λόγου καθώς και την αδιάκοπη υπεράσπιση της αξίας της ελευθερίας· και, τέλος, την αντίσταση απέναντι στην αδιέξοδη γκρίνια, στον διαβρωτικό κυνισμό και στην κυριαρχία της μετριότητας, όχι μόνο στα λόγια, αλλά στη καθημερινή συμπεριφορά μας, ακόμη και στα πιο μικρά πράγματα.
O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

