«Ρε, κοίτα τη χοντρή! Ρουφιέται!». Αυτή δεν είναι βέβαια μια φράση που ένας μέσος ενήλικας θα επέτρεπε στον εαυτό του – ιδίως αν ο στόχος της φράσης του ήταν παρών, σε ακτίνα που μπορούσε να εισπράξει την προσβολή. Αυτή είναι μάλλον μια φράση που θα έλεγε ένα παιδί – μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν έχει ακόμη φτάσει σε εκείνο το στάδιο κοινωνικοποίησης, ώστε να μπορεί να ζυγίσει τι πολιτισμικό φορτίο κουβαλούν τα λόγια του: Τι δηλώνουν χωρίς να το λένε και τι επίπτωση μπορεί να έχουν στους άλλους.
Ομως, στα «δίκτυα», που με ανεπίγνωστη ειρωνεία αποκαλούμε «κοινωνικά», αυτού του είδους ο ανεπεξέργαστος λόγος όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά συναντάει και πολλαπλασιαστική ηχώ στην υποδοχή –αρνητική ή θετική– των άλλων. Αρκεί κάποιος να εξαπολύσει αυτό που στιγμιαία ένιωσε αντικρίζοντας μια εικόνα για να προκληθεί σκάνδαλο. Αρκεί ένας επαγγελματίας αστειοπώλης να αντιδράσει με ανήλικο αυθορμητισμό στη φωτογραφία μιας τραγουδίστριας για να τον ακολουθήσουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στο λαγούμι: Κρατάει ή δεν κρατάει η αυτοφωτογραφιζόμενη ερμηνεύτρια την ανάσα της; Μπορούμε ή δεν μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε τον (ελαφρύ) ναρκισσισμό με τον (μεγαλόστομο) ακτιβισμό της; Γιατί να μην έχουμε ίση ελευθερία να κρίνουμε τα σώματα των γυναικών, όπως κρίνουμε τα σώματα των ανδρών;
Ο ίδιος ο πρόξενος του σκανδάλου έσπευσε, πάντως, να υπερασπιστεί τη σοσιαλμιντιακή του εκπυρσοκρότηση ως έκφραση ελευθερίας – ως σατιρική «δουλειά» που «ενοχλεί» και γι’ αυτό προκαλεί φθόνο και «συκοφαντία». Αλήθεια; Είναι αυτή η υποτροπή στη σχολική αυλή –«ρούφα κοιλιά»– το είδος του λόγου που αξίζει να κυκλοφορεί ελεύθερος;
Κι όμως, αυτό υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι: Η πολιτική ορθότητα μας είχε δέσει τη γλώσσα. Επρεπε να σκεφτείς πολύ προτού μιλήσεις – να διαλέξεις συλλαβή προς συλλαβή τις διατυπώσεις. Ε, τώρα τελειώσαν αυτά. Ηρθε η ώρα της ελευθερίας. Μπορείς να λες ό,τι σου έρχεται χωρίς να το σκέφτεσαι και να ισχυρίζεσαι κιόλας ότι διαπράττεις μια γλωσσική πράξη αντίστασης. Να παρουσιάζεις τον καταρρακτώδη παλιμπαιδισμό –την υποτροπή σε έναν προ-κοινωνικό λόγο– ως ελευθερία. Και να βρίσκεις μάλιστα ακροατήριο έτοιμο να σε χειροκροτήσει – μάλλον επειδή εσύ «τόλμησες» να δώσεις φωνή σε όσα και οι άλλοι νιώθουν, αλλά δίσταζαν να εκστομίσουν.
Η αλήθεια είναι ότι η ελευθερία του λόγου δεν βάζει όρους ποιότητας. Σε ένα περιβάλλον πλουραλισμού, είναι θεμιτή όχι μόνο η εμπεριστατωμένη άποψη ή η ηδυσμένη χαριτολογία. Ελεύθερη είναι και η σάχλα. Ελεύθερη είναι ακόμη και εκείνη η πεζότητα, που είναι τόσο ωμή, ώστε δεν πληροί καν τις προδιαγραφές της συκοφαντίας. (Αυτός που έκρινε σκόπιμο να πει δημοσίως ότι κρατάς την ανάσα σου όταν φωτογραφίζεσαι με το μαγιό σου δεν έχει καταφέρει καν να σε δυσφημίσει.)
Στο περιβάλλον του ακατάσχετου λόγου, δεν κρίνεται το δικαίωμα της έκφρασης και της συμμετοχής στην ψηφιακή σφαίρα. Κρίνεται η χρήση του. Η ηθική και η αισθητική της άσκησής του.
Η ελευθερία έχει το σχήμα που της δίνουμε ασκώντας την. Αν την οικονομούμε, αναθέτοντάς της μόνο ό,τι «αξίζει» να ειπωθεί. Ή αν τη χρησιμοποιούμε σαν κεντρί για να τσιγκλήσουμε το μέσα μας γαϊδούρι.
Ρουτίνα
Από ∆ΕΘ δεν σώθηκε ποτέ κανείς. Δεν υπάρχει στη ζωντανή μνήμη καμία πρεμιέρα πολιτικής σεζόν, όπως τελείται κάθε Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη, που να άλλαξε τη μοίρα της κυβέρνησης προς το καλύτερο. Αντιθέτως. Η ιστορία έχει καταγράψει μόνο φραστικά ολισθήματα, τα οποία έμελλαν να στοιχειώσουν τους πρωθυπουργούς που τα διέπραξαν. Επιτυχία στο βήμα –και, κυρίως, στη συνέντευξη Τύπου– της ΔΕΘ είναι η αποφυγή του λάθους. Ο,τι κι αν εξαγγείλει ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, η επίδραση στη «βελόνα» των σφυγμομετρήσεων θα είναι φευγαλέα. Η κυβέρνηση θα κριθεί στη διάρκεια. Εδώ που είμαστε, θα κριθεί από το πόσες δυνάμεις θα της απομένουν, αφότου θα έχει ολοκληρώσει την ημερήσια διαχείριση της ζημιάς. Ετσι κύλησε ο προηγούμενος χρόνος: με την κυβέρνηση να αναλώνεται στην προστασία του εαυτού της από μια εξωγενή «ατζέντα» που ροκάνιζε το πολιτικό της κεφάλαιο. Θα έχει, στα δύο χρόνια που της απομένουν, τη δυνατότητα να βγει από την εξουθενωτική ρουτίνα της αυτοσυντήρησης;

