Σαν σήμερα το 1824, καταμεσής της επανάστασης αλλά και του λυσσώδους (αυτός, σε δύο γύρους) ελληνικού εμφυλίου είδε το φως η πρώτη «Εφημερίς των Αθηνών», γραμμένη στη «φυσική φωνή του έθνους». Βραχύς ο ιστορικός βίος της, τυπώθηκαν φύλλα σε 140 διαφορετικές ημέρες κι όχι συνεχόμενες.
Ψυχή και διευθυντής της ήταν ο πολυταξιδεμένος λόγιος και κατόπιν πολιτικός Γεώργιος Ψύλλας. Δίπλα από τις στήλες με τα νέα από τα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα δημοσιεύονταν κείμενα για τη λογοτεχνία και την πνευματική ζωή. Εμπνευστής έκδοσης και δωρητής του τυπογραφείου ήταν ένας πολυσχιδής φιλέλληνας που δεν στοιχίζεται (κακώς) στην πρώτη γραμμή αναγνωρισιμότητας. Ο συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ.
Δουβλινέζος, μπαρουτοκαπνισμένος στην υπηρεσία του Στέμματος, συγγραφέας, λάτρης της Ελλάδας, έφθασε στον ξεσηκωμένο τόπο, ενισχύοντας με σθένος τον Αγώνα. Γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια στη Λωζάννη. Σε συνομιλία με τον μετέπειτα κυβερνήτη ο Στάνχοπ εκτίμησε ότι «δεν ανησυχούμε για την Τουρκία, αλλά για την εσωτερική αναστάτωση στην Ελλάδα. Φοβόμαστε και τη Ρωσία, ακόμη και την προστασία που μπορεί να προσφέρει». Διαβεβαίωσε μάλιστα τον Καποδίστρια ότι σκοπός του Κομιτάτου του Λονδίνου δεν ήταν «η αγγλοποίηση, αλλά μάλλον η αμερικανοποίηση της Ελλάδας»…
Στο Μεσολόγγι, μαζί με τον φίλο του Λόρδο Βύρωνα, ο Στάνχοπ τόνισε την ανάγκη να υπάρξει εκδοτικός πυρετός με εγκατάσταση τυπογραφείων και πιεστηρίων σε στρατηγικές περιοχές. Στον ίδιο αποδίδεται η επιλογή του Ελβετού Ιακώβου Μάγερ ως εκδότη των «Ελληνικών Χρονικών».
«Ο στρατιώτης ζητάει να πολεμήσουμε τον Τούρκο με γραψίματα», ειρωνεύθηκε με ειλικρινή αγάπη ο ποιητής ενώ το κλίμα διάχυτης διχόνοιας απογοήτευε και τους δύο, βλέποντας τις συμφιλιωτικές γέφυρες να γκρεμίζονται. Μάλιστα ο Στάνχοπ επισκέφθηκε πόλεις και νησιά απευθύνοντας –μέσω μεταφραστή– εκκλήσεις καταλλαγής των παθών.
Εκτιμούσε ιδιαίτερα τους Ψαριανούς, «που ξεχώριζαν για την καλύτερη και πιο ελεύθερη διακυβέρνηση». Ενθουσιάστηκε και από τη γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, αν και θρυλείται πως αυτό σε έναν βαθμό οφειλόταν στο βαθύ μίσος μεταξύ του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Οι εναντίον του λοιδορίες για υπέρβαση των εσκαμμένων έφθασαν στο Λονδίνο, απ’ όπου του εστάλη φύλλο πορείας επιστροφής. Τελευταίο καθήκον ενός υπηρέτη του ελληνικού έθνους, όπως ο Στάνχοπ αποκαλούσε εαυτόν, ήταν να συνοδεύσει με ασφάλεια τη σορό του Λόρδου Βύρωνα από τη Ζάκυνθο στην πατρίδα του.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης τον σκιαγράφησε ως ευγενή και καλοκάγαθο άνδρα, που οραματίστηκε «την στερέωσιν εν Ελλάδι δημοκρατικών θεσμών και την ύπαρξιν πανελευθέρου εφημεριδογραφίας».
Ο συνταγματάρχης πέθανε πλήρης εμπειριών και αναμνήσεων, ευτυχώντας να αθανατιστεί, εκτός από φιλέλληνας, με τον τίτλο του 5ου Κόμη του Χάρινγκτον και ως Eταίρος του Τάγματος του Λουτρού.

