Κάποιες τάσεις στο πολιτικό τοπίο μοιάζουν ξεκάθαρες. Η Ν.Δ. παραμένει σταθερά πρώτη, αλλά με μειωμένα ποσοστά που απέχουν από το όριο αυτοδυναμίας, βάσει του υφιστάμενου εκλογικού νόμου. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αναπτύσσουν –ακόμα τουλάχιστον– κάποια ιδιαίτερη δυναμική. Υπάρχει πολυκερματισμός σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η ένταση και η τοξικότητα που έχουν επανακάμψει στον δημόσιο λόγο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια συγκλίσεων. Οχι μόνο μεταξύ του πιθανότερου πρώτου κόμματος με κάποιο άλλο, αλλά και των υπολοίπων κομμάτων μεταξύ τους. Ενώ τα περισσότερα κόμματα ξορκίζουν το ενδεχόμενο συμμετοχής τους σε κάποια κυβέρνηση συνεργασίας.
Στις ουκ ολίγες εθνικές «ιδιαιτερότητες» πάμε να προσθέσουμε άλλη μία: ενώ σε όλες τις χώρες τα κόμματα ζητούν να ψηφιστούν για να (συν)διαμορφώσουν την κυβερνητική πολιτική, εμείς είμαστε η μόνη χώρα όπου τα περισσότερα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με την υπόσχεση να μη συγκυβερνήσουν!
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένες τις δυσκολίες που διαφαίνονται, είναι λογικό να επανέρχονται οι συζητήσεις για πιθανή αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος μετεκλογικής αστάθειας. Πολλώ δε μάλλον όταν το σενάριο διεξαγωγής «δεύτερων» εκλογών λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, μοιάζει αρκετά πιθανό. Αν υπάρξουν αλλαγές στον εκλογικό νόμο, αυτές θα ισχύσουν στις «δεύτερες» εκλογές.
Ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος προβλέπει κλιμακούμενο μπόνους για το πρώτο κόμμα. Ξεκινάει από 20 έδρες –αν περάσει το 25%– και ανεβαίνει μία έδρα για κάθε 0,5% πάνω από το 25%, φτάνοντας έως και τις 50 έδρες, αν ένα κόμμα φτάσει το 40%. Αν το πρώτο κόμμα δεν φτάσει σε τόσο υψηλά ποσοστά οι πιθανότητες αυτοδυναμίας (ή έστω σχηματισμού κυβέρνησης με έναν μικρότερο εταίρο) μειώνονται σε σχέση με τον προηγούμενο εκλογικό νόμο του σταθερού μπόνους των 50 εδρών.
Ο πρωθυπουργός, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ξεκαθάρισε ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο και ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε καμία αλλαγή. Ούτε σε σχέση με το μπόνους του πρώτου κόμματος, ούτε σε σχέση με το όριο εισόδου στη Βουλή. Φαίνεται ότι το εννοεί. Και την προηγούμενη τετραετία που οι πειρασμοί (αλλά και οι αφορμές) για πρόωρες εκλογές δεν έλειψαν, επέμεινε οι εκλογές να γίνουν στο τέλος της τετραετίας – επιλογή που δικαιώθηκε.
Ολες αυτές οι αποφάσεις πάντως κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Αν η χώρα αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης ακυβερνησίας, η θεσμική συνέπεια του όποιου πρωθυπουργού έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που θα προέχει είναι οι κίνδυνοι μιας ευρύτερης περιδίνησης.
Αν λοιπόν στην πορεία προς τις εκλογές το κλίμα, οι τάσεις αλλά και οι διακηρυγμένες προθέσεις των κομμάτων δεν αλλάξουν, είναι πιθανόν το ζήτημα του εκλογικού νόμου να ανοίξει και πάλι. Στο ενδεχόμενο αυτό τα πολιτικά διλήμματα θα είναι για όλους πιεστικά.
Αν η χώρα αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης ακυβερνησίας, η θεσμική συνέπεια του όποιου πρωθυπουργού έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Η κυβέρνηση, αν προχωρήσει σε αλλαγές, θα προτάξει μεν την ανάγκη σταθερότητας, αλλά θα κατηγορηθεί για αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού και αλαζονεία. Ισως δε η πρωτοβουλία της εκληφθεί και ως ένδειξη πολιτικής αδυναμίας.
Αν δεν αλλάξει τον εκλογικό νόμο, θα δείξει πολιτική συνέπεια και θα μεταφέρει μεγαλύτερη πίεση στα κόμματα που είναι στο όριο εισόδου στη Βουλή, αλλά και σε όσα ξορκίζουν το ενδεχόμενο συνεργασιών μαζί της. Θα ρισκάρει όμως η χώρα να μπει σε ακυβερνησία. Σε ένα πολυκερματισμένο τοπίο οι συνεννοήσεις δεν θα είναι εύκολες, ενώ μια εκ των υστέρων αλλαγή του εκλογικού νόμου θα γίνει ακόμα δυσκολότερη.
Το ΠΑΣΟΚ π.χ. αν μπει σε λογική πιο αναλογικών συστημάτων (αναιρώντας την ίδια την πολιτική του παράδοση), αδυνατίζει τον ρόλο και τη φιλοδοξία του να αποτελέσει ξανά εκείνο τον βασικό πυλώνα απέναντι στη Ν.Δ. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κορυφαίο δείγμα πολιτικής αβελτηρίας. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρόσφατο. Ενα κόμμα που εκτινάχθηκε πολιτικά και κυβέρνησε ακριβώς επειδή υπήρχε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που το ανέδειξε ως αυτόνομο κυβερνητικό πόλο, επλήγη στρατηγικά από τη θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής, καθώς υπονόμευσε τον ηγετικό ρόλο του. Διλήμματα θα αντιμετωπίσουν και τα μικρότερα κόμματα τα οποία δεν θα μπορούν εσαεί και τις κυβερνητικές ευθύνες να ξορκίζουν και αναλογικότερη εκπροσώπηση να διεκδικούν.
Ολα αυτά είναι βέβαια υποθέσεις εργασίας, καθώς το πιθανότερο σενάριο είναι να μην υπάρξει καμία αλλαγή στον υφιστάμενο εκλογικό νόμο.
Αν πάντως –αν λέμε– υπάρξουν τελικά κάποιες αλλαγές, είναι σημαντικό αυτές να δρομολογηθούν με θεσμικά πειστικό τρόπο, επιδιώκοντας ευρύτερες συναινέσεις, ώστε να υπάρχει και κάποια (μικρή έστω) πιθανότητα άμεσης εφαρμογής τους. Κάτι που προϋποθέτει υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές. Το αν αυτό θα αφορά το ύψος του μπόνους, τη δυνατότητα συνασπισμών κομμάτων να το διεκδικήσουν, κάποιο άλλο τρόπο κατανομής εδρών, το όριο εισόδου στη Βουλή, το μέγεθος των περιφερειών, τη χρηματοδότηση και προβολή των κομμάτων, κ.ά., μια συνολική ρύθμιση δηλαδή του πολιτικού-εκλογικού τοπίου, είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει τα κομματικά επιτελεία.
Σίγουρα μια τέτοια προσέγγιση θα διευκόλυνε να ξεπεραστεί η καχυποψία που πάντα συνοδεύει αυτές τις πρωτοβουλίες. Θα ήταν όμως και ένα δείγμα ωριμότητας του πολιτικού συστήματος συνολικά.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

