Το 2017 η Λάουρα Κοβέσι ήταν 44 ετών. Οι διαδηλωτές στο Βουκουρέστι, που ζητούσαν περισσότερη διαφάνεια, κρατούσαν τη φωτογραφία της. Η Ρουμάνα εισαγγελέας είχε καταφέρει να αναχθεί σε σύμβολο κατά του σάπιου πολιτικού συστήματος, που την πολέμησε λυσσαλέα. Το σύστημα πέτυχε την εκπαραθύρωσή της. Αλλά συνέβαλε έτσι άθελά του στην εκτόξευσή της στο ευρωπαϊκό στερέωμα.
Αυτή η προσωπική περιπέτεια στην αλάνα μιας νεαρής δημοκρατίας –που προσπαθούσε να αποκτήσει θεσμική υπόσταση, ύστερα από μισόν αιώνα κομμουνιστικής δικτατορίας– φαίνεται να έχει προικίσει την Κοβέσι με μιαν αίσθηση ιεραποστολικού καθήκοντος. Αν ακούσει κανείς την τελευταία της συνέντευξη στο γερμανικό ARD –απόσπασμα της οποίας έχει κατακλύσει τα τελευταία 24ωρα τα ελληνικά media– θα διαπιστώσει ότι η Ευρωπαία εισαγγελέας δεν μιλάει καθόλου ως νομικός. Περιγράφει τον θεσμό που κλήθηκε πρώτη να ενσαρκώσει σαν ηθικό αγώνισμα κατά της πανταχού παρούσας διαφθοράς. «Δεν υπάρχει καμία καθαρή χώρα», λέει. Ωστόσο, σε αυτό το μανιχαϊκό ευρωπαϊκό σύμπαν, όπου το καθαρό συγκρούεται με το μιαρό, κάποιοι έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη ρυπαρότητα. Η μιντιακή αφήγηση για την εισαγγελέα δεν ξεκινά, ας πούμε, από την έρευνά της για την αμφιλεγόμενη συμφωνία της Κομισιόν για τα εμβόλια. Ξεκινά από τα Τέμπη.
Γιατί το όνομα της Ευρωπαίας εισαγγελέως μπήκε στο λεξιλόγιο της πολιτικής αντιπαράθεσης;
Η Κοβέσι επαναλαμβάνει στην κάμερα τη διαπίστωση ότι αν η Ελλάδα είχε κάνει ορθή χρήση των κονδυλίων, εντός των χρονοδιαγραμμάτων, το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί. Στην ελληνική κοινή γνώμη είχε εμπεδωθεί αυτό το συμπέρασμα προτού το αρθρώσει δημοσίως η Κοβέσι. Είχε ριζώσει κυρίως η καχυποψία πως η φράση «έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη» έχει απομείνει μόνο ως κούφιο κλισέ.
Σε καμία άλλη χώρα της δικαιοδοσίας της το όνομα της Κοβέσι δεν έχει μπει στο λεξιλόγιο της καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν της αφιερώνονται αγιογραφικά και δαιμονοποιητικά πρωτοσέλιδα – ίσως γιατί καμία άλλη δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από ένα εξωτερικό σημείο αναφοράς για να βαθμολογήσει τον εαυτό της. Εδώ, η πολιτική χρήση του ονόματος «Κοβέσι» αντανακλά τη διάχυτη δυσπιστία προς τους οικείους θεσμούς. Πολιτικοί και πολίτες χρειάζονται έναν αλλότριο οφθαλμό επιδιαιτησίας, που να μπορεί να λειτουργεί ως υπερ-εφετείο, εκεί που το εγχώριο σύστημα δείχνει να στομώνει, ανίκανο να συμφωνήσει ακόμη και στο «δικονομικό» πλαίσιο για την αυτοκάθαρσή του. Ταυτόχρονα, όμως, ο υπερθεσμός φέρει βαλκανικό όνομα. Φέρει το στίγμα των «δικών μας» στερεοτύπων και γι’ αυτό είναι πρόσφορος να συρθεί στην εγχώρια σπέκουλα παραπολιτικής καχυποψίας. (Αν δοκιμάσει κάποιος να γκουγκλάρει σκέτη τη λέξη «Ρουμάνα», θα δει στη λίστα των αποτελεσμάτων να κυριαρχεί η εισαγγελέας.)
Τόσο αυτοί που τη λατρεύουν, όσο κι εκείνοι που επείγονται να την «κοντύνουν», αποδίδουν στην Κοβέσι μια δύναμη που δεν έχει. Ακόμη και αν σταθεί στο κενό μας, δεν θα μας σώσει από τον εαυτό μας.

