Η συμφιλίωση με τον ρόλο του «πρώην» δεν είναι πάντα εύκολη. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για πρώην πρωθυπουργούς. Η ψυχολογική διαχείριση «της ζωής μετά» δεν είναι πάντα εύκολη. Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει ότι δεν έζησε χαρούμενη ούτε μία ημέρα μετά την απομάκρυνσή της από την Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, μετά την ατιμωτική παραίτησή του ζούσε με την αγωνία της δικαίωσης της πολιτικής του.
Ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Μαρκεζίνης είχε πει σε συνέντευξη ότι ο πατέρας του Σπύρος, ακόμη και στα βαθιά γεράματα και ενώ είχε ήδη χάσει μέρος των αισθήσεών του, υπονοούσε σε συζητήσεις ότι μπορεί οι συνθήκες να απαιτήσουν την επανενεργοποίησή του. Το σαράκι ήταν πάντα εκεί…
Οι επιστροφές βέβαια των πρώην στην ενεργό πολιτική δεν είναι εύκολες. Ελάχιστοι πρώην πρόεδροι – πρωθυπουργοί της εποχής μας κατάφεραν να επιστρέψουν στο αξίωμά τους. Η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ –που ενδεχομένως να έχει βάλει ιδέες σε πολλούς– είναι η εξαίρεση, που μάλλον επιβεβαιώνει τον κανόνα. Του Βραζιλιάνου προέδρου Λούλα επίσης. Για κάθε Τραμπ ή Λούλα, όμως, που τα κατάφεραν, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι Σαρκοζί, Ρέντσι ή Γιώργος Παπανδρέου να θυμίζουν τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Οι απόψεις για τη χρησιμότητα των δημοσίων παρεμβάσεων των πρώην επίσης διίστανται. Πολλοί τις θεωρούν πολύτιμες, καθώς η εμπειρία, οι γνώσεις, η θεσμική τους βαρύτητα δίνουν πρόσθετη αξία στα όσα επισημαίνουν. Το ότι δεν έχουν άμεσες πολιτικές σκοπιμότητες, συχνά τους δίνει τη δυνατότητα να πουν πράγματα που οι εν ενεργεία πολιτικοί δυσκολεύονται, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους. Μπορούν έτσι να λειτουργήσουν ως statesmen, ως μια χρήσιμη φωνή για τον τόπο, πάνω από τις διαμάχες της τρέχουσας πολιτικής.
Ορισμένοι προτάσσουν κάποιες άλλες πτυχές. Οτι συχνά οι πρώην διακατέχονται από τις εμμονές της δικής τους περιόδου αναπαράγοντας συγκρούσεις και διαμάχες που έχουν ξεπεραστεί. Οτι συχνά δημιουργούν εσωκομματική αναστάτωση. Ακόμη κι αν κάποια πράγματα διατυπωθούν καλόπιστα ή με ειλικρινή αγωνία, αυτό που συχνά μένει είναι η παραπολιτική τους διάσταση.
Το τελευταίο διάστημα συζητούνται πολλά σενάρια για τις παρεμβάσεις και τις προθέσεις τριών πρώην πρωθυπουργών. Των κ.κ. Καραμανλή, Σαμαρά και Τσίπρα. Οι περιπτώσεις τους δεν είναι ασφαλώς ίδιες.
Τα σενάρια δημιουργίας νέων κομμάτων από τους κ. Σαμαρά και Τσίπρα συζητούνται ευρέως. Το ότι δεν τα διαψεύδουν δείχνει ότι προφανώς ζυγίζουν κάποια δεδομένα.
Ο κ. Καραμανλής απέχει από την τρέχουσα πολιτική και δεν τροφοδοτεί κανένα σενάριο πιθανής επιστροφής του σε πιο ενεργό ρόλο. Δεν το έκανε ποτέ τα 16 χρόνια που έχει αποχωρήσει από την πρωθυπουργία. Mόνο τον τελευταίο χρόνο έκανε κάποιες παρεμβάσεις για ζητήματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής.
Ο κ. Σαμαράς, αντιθέτως, έχει έντονη πολιτική δραστηριότητα, ενώ ο τόνος και το περιεχόμενο των παρεμβάσεών του δεν παραπέμπουν σε πολιτικό που αισθάνεται ότι έχει κλείσει έναν κύκλο. Κλιμακώνει δε τόσο πολύ την κριτική του προς τη σημερινή κυβέρνηση, που σε κάποιο βαθμό εγκλωβίζεται σε αυτήν. Οταν η αντιπαράθεση είναι απόλυτη, η όποια πιθανή αναδίπλωση γίνεται δυσκολότερη.
Ο κ. Τσίπρας επιχειρεί την επανατοποθέτησή του –το λεγόμενο rebranding– με προσεγμένες πρωτοβουλίες. Με εξαίρεση την εμπλοκή του στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ, οι υπόλοιπες δράσεις του αποσκοπούν κυρίως στο να εμφανιστεί ο ίδιος με μια νέα ατζέντα.
Τα σενάρια δημιουργίας νέων κομμάτων από τους κ.κ. Σαμαρά και Τσίπρα συζητούνται ευρέως. Η λογική λέει ότι όποιος δεν σκέφτεται κάτι τέτοιο κλείνει το θέμα κατευθείαν. Το ότι δεν τα διαψεύδουν δείχνει ότι προφανώς ζυγίζουν κάποια δεδομένα. Ο κ. Σαμαράς, αν μπορεί να εκφράσει μια ατζέντα που διεθνώς κερδίζει έδαφος. Ο κ. Τσίπρας, αν μπορεί να εκφράσει έναν κατακερματισμένο χώρο, τον οποίο ιστορικά μόνο ο ίδιος έχει οδηγήσει σε εκλογικές νίκες.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα σενάρια αυτά δεν θα υπήρχαν καν, αν ο χώρος που ο κάθε πρώην πρωθυπουργός σκέφτεται να εκφράσει είχε καλυφθεί επαρκώς από τους πολιτικούς που ακολούθησαν. Αυτό στην περίπτωση του κ. Τσίπρα έχει βάση, στην περίπτωση Σαμαρά όχι τόσο, μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Το βασικό ερώτημα πάντως είναι αν σε μια περίοδο κρίσης πολιτικής εμπιστοσύνης και απέναντι σε μια κυβέρνηση με σημάδια κόπωσης και φθοράς, μπορούν την εναλλακτική λύση να αποτελέσουν ο προηγούμενος και ο προ-προηγούμενος πρωθυπουργός.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

