Αυτό το σκάνδαλο δεν σκανδάλιζε. Ετσι πίστεψαν στο Μαξίμου. Είχαν πάρει στα χέρια τους τις πρώτες μετρήσεις μετά την αποκάλυψη της δικογραφίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η Ν.Δ. δεν φαινόταν να πλήττεται από τους διαλόγους των εγκάθετων γραφειοκρατών με τους γαλάζιους «ποιμένες» της Κρήτης. Επικράτησε η αντίληψη ότι διαφθορά που κοστίζει είναι εκείνη που οδηγεί σε πλουτισμό των υπουργών. Οταν το παράνομο χρήμα διαχέεται στις φλέβες των πελατειακών δικτύων και γειώνεται με τη βάση, η διαφθορά δεν είναι πλέον καταλογιστέο ατόπημα. Είναι κοινό μυστικό.
Σε αυτή την υπόθεση της κοινωνικής συνενοχής βασίστηκε και η μετατροπή του πρωθυπουργικού «αποτύχαμε» σε «όλοι μαζί τα φάγαμε». Η πλειοψηφία δεν ήταν διατεθειμένη να αυτομαστιγωθεί, όπως είχε κάνει αμυνόμενη στην αναζωπύρωση της οργής για τα Τέμπη. Θα έβγαινε στην αντεπίθεση, ακόμη κι αν χρειαζόταν να αποσύρει κακήν κακώς τις διακηρύξεις για τη διαχρονική ακαταλληλότητα της Βουλής στη διερεύνηση της ευθύνης των υπουργών. Στα Τέμπη οι εξεταστικές και οι προανακριτικές ήταν ανούσιο πολιτικό θέατρο – τοξικό τσίρκο. Στον ΟΠΕΚΕΠΕ οι εξεταστικές έπρεπε να ξαναγίνουν η βασιλική οδός των «υπεύθυνων» δυνάμεων προς την αποκάλυψη της αλήθειας.
Ούτε η κωλοτούμπα στο τερέν των θεσμών –από το μοντέλο Τριαντόπουλου στο σκαρπέλο Αυγενάκη– κρίθηκε επικίνδυνη. Η θεσμική ορθότητα αξιολογείται πάντα ως δευτερεύουσα, «σαλονάτη» συζήτηση, ανίκανη να καθορίσει τις ροπές της κοινής γνώμης. Με αυτό το σκεπτικό, η κυβέρνηση οργάνωσε την επιχείρηση ιουλιανής προσπέρασης του σκανδάλου-που-δεν-σκανδάλιζε. Ντάλα καλοκαίρι, ποιος θα κάτσει να δει Βουλή; Ποιος θα αντέξει τη Ζωή να γκαρίζει;
Οπως, όμως, έχει συμβεί και στο πρόσφατο παρελθόν –στο σκάνδαλο των υποκλοπών–, η μία θεσμική ανορθογραφία μοιραία οδηγεί σε μια επόμενη. Αυτό που είχε σχεδιαστεί με κυνισμό και εξουσιαστική αυτοπεποίθηση κατέληξε να αποκαλύψει την πολιτική ανασφάλεια μιας πλειοψηφίας που δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τους ίδιους τους βουλευτές της στη μυστική ψηφοφορία. Αντί να εκκαθαρίσει το σκάνδαλο μέσα σε μια νύχτα, η κυβέρνηση κατέληξε να σκάβει δημοσίως λάκκο για να το κρύψει. Οι μεταμεσονύκτιοι αυτοσχεδιασμοί, με την επιστράτευση των βουλευτικών σκιών και την επιστολική ψήφο των απόντων, δεν συνιστούν, όπως λέγεται, «εκτροπή». Η λέξη είναι πολύ βαριά για να αποδώσει το αυτο-γελοιοποιητικό αποτέλεσμα που είχε η παραζάλη μιας πανικόβλητης εξουσίας. Η αντικοινοβουλευτική φάρσα «εξέτρεψε» μόνο τους ίδιους τους εμπνευστές της.
Η δύναμη της μητσοτακικής διακυβέρνησης ήταν η ετοιμότητά της να αναγνωρίζει τις αδυναμίες της: να ομολογεί τα λάθη της και να προσπαθεί να πείσει ότι εργάζεται για να τα διορθώσει. Η μέθοδος αυτή φαίνεται πια να έχει εγκαταλειφθεί – όχι από επιλογή, αλλά από κόπωση, ή από πώρωση ή και τα δύο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς και την εθελότυφλη ανάγνωση των δημοσκοπήσεων, που έκανε το Μαξίμου να πιστέψει ότι οι πολίτες δεν βλέπουν;
Ναι, δεν κρατάνε μες στον καύσωνα πρακτικά. Προσλαμβάνουν την πολιτική επικαιρότητα μόνο με την περιφερειακή τους όραση. Και οσμίζονται περισσότερο από ένστικτο την ενοχή και την ανασφάλεια. Την εξουσία που δαπανάται για την αυτοσυντήρησή της.
Γλυκιά αναρχία
Αξίζει εγκώμιο στον «μαύρο» μελισσοκόμο της Πανεπιστημιούπολης, από τα αδήλωτα μελίσσια του οποίου ξεκίνησε, σύμφωνα με την Πυροσβεστική, η φωτιά της Δευτέρας στου Ζωγράφου. Του αξίζει, όποιος κι αν είναι, να μνημονεύεται ως Πανέλλην, αφού κατάφερε να ενσαρκώσει με ένα σμπάρο πολλές από τις ιδιαιτερότητες που συνθέτουν την εθνική ιδιοπροσωπία: Είναι και αυθαίρετος και εντός του ασύλου. Θα μπορούσε κιόλας να είχε πάρει επιδότηση για την παραγωγή. Θα μπορούσε να έχει ξάδερφο ή κολλητό σε κάποιο Κέντρο Υποδοχής Δηλώσεων, για να τον «γράψει» σε πρόγραμμα ενίσχυσης βιολογικής μελισσοκομίας. Μπορεί κιόλας να νέμεται τον χώρο του πανεπιστημίου με επαναστατική διάνοια – με την πεποίθηση ότι έχει εγκαταστήσει «αυτοδιαχειριζόμενη» μονάδα πρωτογενούς παραγωγής στη δημόσια γη. Θα είχε έτσι ανανεώσει –και μελώσει– το στερεότυπο της πικρής μεταπολιτευτικής παράδοσης για την ενδοπανεπιστημιακή ανομία. Ποια ανομία; Το δικό του «μαγαζί» δεν είναι άγριο. Δεν είναι βίαιο. Το δικό του μπάχαλο είναι γλυκό.

