Το 1989 ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν δέκα ετών. Μόνο ανταύγειες από την πασοκική εποποιία της πρώτης οκταετίας στην «ήπειρο» του Κινήματος –την Κρήτη– θα πρόλαβαν να αποτυπωθούν στην τρυφερή παιδική ψυχή του. Το ληξιαρχικό δεδομένο της ηλικίας κατέστησε ακόμη πιο οξύμωρη την προσπάθεια του πρωθυπουργού να εκτρέψει τη συζήτηση για τις αγροτικές επιδοτήσεις στους «πρασινοφρουρούς» της δεκαετίας του ’80, στα ανεκρίζωτα ήθη του ρουσφετιού, στον Πάγκαλο και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο (νυν) πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε υπέρ του τη δικογραφία. Είχε το συλλογικό πορτρέτο που συνθέτουν οι φωνές των πρωταγωνιστών του δικτύου του ΟΠΕΚΕΠΕ, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των δαπανών για τα βοσκοτόπια και τις λοιπές ανθηρές δραστηριότητες. Ηταν από τις λίγες φορές που ο Ανδρουλάκης είχε την αντιπολιτευτική του φαρέτρα γεμάτη. Ομως, αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα –όπως ευφημιστικά αποκαλούμε την αποστασιοποιημένη εντύπωση που αποκομίζει ο βαριεστημένος οφθαλμός της κοινής γνώμης–, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επανέλαβε μια επίδειξη των «αμφιθεατρικών» του δεξιοτήτων. Εδειξε ξανά ότι μπορεί να βρει ρυθμό στα καταγγελτικά ντεσιμπέλ, χωρίς, στο τέλος της συζήτησης, να έχει κάνει κανένα βήμα για να καλύψει τη μεγάλη απόσταση που τον χωρίζει από τον αντίπαλό του.
Ποιος είναι πιο ΠΑΣΟΚ από το ΠΑΣΟΚ;
Από το μπαράζ αφ’ υψηλού σαρκασμών που ο Μητσοτάκης επιστράτευσε για να καλύψει τα εκτεθειμένα νώτα της συμπολίτευσης, η πιο αλλόκοτη ήταν η μπηχτή ότι το ανδρουλακικό ΠΑΣΟΚ είναι σαν το παλιό ΠΑΣΟΚ χωρίς το χάρισμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Πιο κοντά στα ιστορικά συμφραζόμενα θα ήταν μια άλλη αναλογία: Ο Ανδρουλάκης μπορεί να ανταγωνιστεί τον αντιπολιτευτικό οίστρο του Τσίπρα, αλλά όχι τη γοητεία του. Μπορεί να επιτίθεται, αλλά στα σχεδόν τέσσερα χρόνια που διαρκεί η προεδρία του δεν έχει δείξει ότι μπορεί και να σαγηνεύει.
Η αδυναμία άρθρωσης θετικού –για να μην πει κανείς «γοητευτικού»– λόγου είναι που επιτρέπει στον Μητσοτάκη να τσουβαλιάζει την αντιπολίτευση, παρουσιάζοντάς την σαν ετερόκλητο εσμό γκρίνιας και τοξικότητας. Είναι χαρακτηριστική, όσο και μονότονη πλέον, η προσπάθειά του να εισπράττει τις κραυγές του εξώστη (τα «γκαρίσματα», όπως είπε, της Ζωής) σαν τεκμήρια του δικού του μονοπωλίου «κυβερνησιμότητας». Οι άλλοι ξέρουν να φωνάζουν. Αυτός ξέρει να κυβερνά.
Αυτή η ιδέα της «αναντικαταστασιμότητας» (με έχετε ανάγκη για να σας κυβερνάω, γιατί après moi, le déluge) απηχεί την εξουσιαστική κουλτούρα του δεύτερου πασοκικού imperium (1993-2004), την οποία δεν θυμίζει σε τίποτε το σημερινό ΠΑΣΟΚ της διαμαρτυρίας. Η νεομητσοτακική Ν.Δ. είναι, υπ’ αυτή την έννοια, πιο ΠΑΣΟΚ από το ΠΑΣΟΚ: Είναι το μοναδικό συγκροτημένο κόμμα εξουσίας, όπως φαίνεται και στις αραιές πλέον αντιπαραθέσεις στη Βουλή. Αυτή η αποκλειστικότητα της Ν.Δ. –απρόσβλητη από τους αντιπάλους της– δεν γίνεται πλέον αισθητή ως σταθερότητα. Η «αναντικαταστασιμότητα» εμπεριέχει τη στασιμότητα.

