Ιούλιος 2015. Η χώρα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα: ένα συντριπτικό «Oχι» στο δημοψήφισμα, μια συμφωνία για νέο μνημόνιο λίγες ημέρες μετά, και στο μεσοδιάστημα, το κλειστό συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Αποσπάσματα από τα πρακτικά εκείνης της δραματικής σύσκεψης διέρρευσαν δέκα ολόκληρα χρόνια μετά. Οπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες συνθήκες, αυτά που δεν περιλαμβάνει ένα τέτοιο αρχείο είναι ίσως πιο αποκαλυπτικά από αυτά που αποκαλύπτει.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα –με πρώτο και καλύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα στην εξουσία– δεν επιδίωξε ποτέ μια συνεκτική ανάγνωση εκείνης της ιστορικής στιγμής. Αντίθετα, αφέθηκε στην επιβίωση των αφηγηματικών θραυσμάτων – άλλοτε θριαμβικών, άλλοτε απολογητικών. Ούτε και τα τωρινά πρακτικά μάς έκαναν σοφότερους για το πώς διαμορφώνονται αποφάσεις σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στη χώρα μας, όταν το κράτος γίνεται θεατής των ίδιων του των ορίων. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι αυτή μιας αποϊδεολογικοποιημένης, συντεταγμένης και ορθολογικής διαχείρισης της κρίσης, που θολώνει αγρίως την ανάμνηση του πόσο βαθιά ήταν η πολιτική και αξιακή ρήξη της εποχής. Δεν μάθαμε αν υπήρχε σχέδιο ή απλώς διαχείριση ήττας. Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται να δηλώνει: «Με ρωτάτε: τι θα κάνω αν η ΕΚΤ εκτελέσει τη χώρα; Αν κάποιος θέλει να εκτελέσει τη χώρα, θα κάνω ό,τι μπορώ να το αποτρέψω». Πώς να τον ερμηνεύσουμε; Ως έναν ηγέτη που παίρνει στα χέρια του την κατάσταση σε κρίσιμες στιγμές ή ως μια παραλίγο μοιραία φιγούρα σε μια χώρα σε κατάσταση πολιορκίας και χωρίς σαφές σχέδιο διαφυγής;
Ομως η υπόθεση των πρακτικών του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών δεν είναι απλώς ένα ζήτημα «πολιτικής μνήμης». Είναι, πάνω απ’ όλα, απόδειξη της θεσμικής ελαφρότητας που χαρακτήρισε εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Πώς μπορεί, σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να πραγματοποιείται μια από τις πλέον δραματικές συνεδριάσεις της Μεταπολίτευσης χωρίς στοιχειώδη θεσμικά πρωτόκολλα; Πώς γίνεται να αποχωρούν οι πρακτικογράφοι στη μέση της συνεδρίασης επειδή «δεν ήταν η ώρα για εντάσεις», σύμφωνα με τον Σταύρο Θεοδωράκη, και να αφήνεται το μαγνητόφωνο απλώς να γράφει; Αν δεχτούμε ότι το ηχητικό όντως υπήρξε –και όλα συνηγορούν προς αυτό–, τότε γιατί δεν εντοπίστηκε ποτέ; Ποιος είχε την ευθύνη για τη φύλαξή του; Ποιος αποφάσισε ότι δεν πρέπει να παραδοθεί; Και άρα πώς γίνεται, δέκα χρόνια αργότερα, να μην ξέρουμε με ακρίβεια τι ακριβώς ειπώθηκε εκείνη τη μέρα;
Πώς μπορεί σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Eνωσης να πραγματοποιείται μια από τις πλέον δραματικές συνεδριάσεις της Μεταπολίτευσης χωρίς στοιχειώδη θεσμικά πρωτόκολλα;
Oσοι έχουμε δουλέψει εντατικά με την απομαγνητοφώνηση ομιλιών, συνομιλιών ή συνεντεύξεων γνωρίζουμε καλά πως τα πρακτικά αποτυπώνουν λόγια, όχι συγκείμενα. Λείπει ο τόνος, οι παύσεις, οι σιωπές, τα βλέμματα. Συχνά, για παράδειγμα, ξενίζει η ειρωνεία ή το σκοτεινό χιούμορ – όπως όταν ο Αλέξης Τσίπρας ρωτά τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη αν ψήφισε «Oχι» στο δημοψήφισμα. Δεν βλέπουμε τη διαπραγμάτευση πίσω από τις διατυπώσεις. Δεν παίρνουμε μυρωδιά από τις άτυπες συνομιλίες στα διαλείμματα, τις τηλεφωνικές γραμμές που «έκαιγαν», τον ρόλο των συμβούλων ή των Ευρωπαίων εταίρων που διαμόρφωναν το τοπίο της πίεσης. Λείπει η ατμόσφαιρα του τρόμου, της κούρασης, της αβεβαιότητας, της κατάρρευσης των όποιων στρατηγικών.
Η έλλειψη ενός πλήρους και επαληθεύσιμου αρχείου δεν είναι τεχνικό ατύχημα· είναι πολιτική επιλογή. Είναι η προέκταση μιας βαθύτερης κουλτούρας αυθαιρεσίας και θεσμικής αφασίας, στην οποία η ευθύνη διαχέεται και τελικά εξαφανίζεται, όπως όλα στη χώρα μας. Oταν ένα κράτος αφήνει τέτοιες ιστορικές στιγμές στην τύχη, χωρίς καταγραφή, χωρίς θεσμική λογοδοσία, χωρίς διασφάλιση της συλλογικής μνήμης, τότε δεν μιλάμε για απλό ερασιτεχνισμό, αλλά για ξέφραγο αμπέλι. Αν κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί στη Γαλλία, στη Γερμανία ή στην Ισπανία, θα είχε πιθανότατα προκληθεί θεσμικός σεισμός. Στην Ελλάδα, απλώς συνεχίζουμε να πορευόμαστε με το «δεν ξέρω», «δεν ήμουν εκεί», «δεν υπήρξε αρχείο». Και έτσι η εθνική αυτογνωσία μένει μόνιμα μετέωρη ανάμεσα στο μύθο, στην αμηχανία, στη σιωπή και στην εικασία.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

