Ηταν η εποχή που οι παραφυάδες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυνηγούσαν ακόμη τον Ανδρέα Γεωργίου –τον επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας– επειδή τάχα είχε διογκώσει το έλλειμμα. Τότε, η νέα ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας –που κράδαινε το λάβαρο της επιστροφής στην κανονικότητα μετά την αντιμνημονιακή παραζάλη– πιεζόταν από τον μικρό φιλελεύθερο κλάδο της βάσης της να πάρει θέση. Πιεζόταν να εκστομίσει το αυτονόητο – ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2009 είχε συντελεστεί, προτού καταγραφεί. Αλλά γιατί να έμπαινε η φρέσκια ηγεσία του κόμματος στο πηγάδι του κομματικού παρελθόντος; Γιατί ο Μητσοτάκης να διακινδύνευε μια ρετρό αντιπαράθεση με τους καραμανλικούς; Του αρκούσε που είχε επωφεληθεί σιωπηρώς από την καχυποψία ότι η καραμανλική Δεξιά ήταν η αφανής συνιστώσα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Πού θα τον ωφελούσε αν εξέφραζε και δημοσίως αυτό που πίστευε ιδιωτικώς;
Ο γνώμονας γι’ αυτή την εσωκομματική Realpolitik ήταν η επαναλαμβανόμενη επωδός ότι «η Ν.Δ. δεν είναι Ποτάμι». Δεν φιλοδοξούσε να είναι ένα πούρο φιλελεύθερο κόμμα, που θα ρίσκαρε να ενοχλήσει τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία ή που θα τραυμάτιζε την πολυσυλλεκτικότητά του για να δώσει «σεμιναριακές» μάχες για το παρελθόν. Αυτές οι αντιπαραθέσεις επί της αρχής ήταν ύλη των μυαλοπωλείων της ελίτ – των αρθρογράφων και των ιστορικών.
Ο δεύτερος γνώμονας της μητσοτακικής προσέγγισης στα εσωκομματικά ήταν ο διαχωρισμός του Καραμανλή από τον Σαμαρά. Ο φέρων το επώνυμο «Καραμανλής» ούτε διέσπασε ποτέ το κόμμα του ούτε ετοιμάζεται ξανά να το διασπάσει από γινάτι. Μπορεί να ξαναβρήκε εσχάτως τη γλώσσα που είχε καταπιεί επί μια δεκαπενταετία, αλλά δεν έχει ιδιοσυγκρασία ISIS, όπως ο Μεσσήνιος. Δεν λυπάται με τη φθορά του Μητσοτάκη, αλλά δεν έχει κιόλας ορκιστεί να την επισπεύσει.
Η επιχείρηση επούλωσης των τραυμάτων στο λαϊκοδεξιό της πλευρό επέβαλε στη νεομητσοτακική ηγεσία μια τακτική οικειοθελούς κώφωσης απέναντι στα κλισέ της καραμανλικής μεμψιμοιρίας για την εξωτερική πολιτική. Συνέφερε στο Μαξίμου να αφήνει τον Καραμανλή να τα λέει, χωρίς να κλείνει και το ενδεχόμενο μιας στανικής επαναπροσέγγισης προς το τέλος της τετραετίας.
Γιατί, λοιπόν, τώρα; Γιατί ο Μητσοτάκης ανακάλυψε δημοσίως τη «μακάρια ακινησία» της περιόδου 2004-2009; Δεν θα μπορούσε τουλάχιστον να είχε διοχετεύσει την ενόχλησή του μέσω «κύκλων» του Μαξίμου, για το όξινο «ψιλόβροχο» που δέχεται από τους εθναμύντορες της Ν.Δ.; Γιατί επέλεξε να αποκηρύξει ρητώς την κυβέρνηση του δικού του κόμματος – στην οποία μετείχαν η αδελφή του και ο αντιπρόεδρος της δικής του κυβέρνησης;
Η πιο πεζή απάντηση είναι επειδή τον έπνιξε το δίκιο. Ακούει και ξανακούει να αμφισβητούν την επάρκεια, ακόμη και τις προθέσεις της εξωτερικής του πολιτικής, παράγοντες που δεν απολογήθηκαν ποτέ για τη μεγαλύτερη απομείωση εθνικής ισχύος που έζησε η χώρα στη μεταπολιτευτική της ιστορία. Δεν απολογήθηκαν που κατέλιπαν μια χώρα σε θέση αναξιόχρεου επαίτη, η οποία όχι εξοπλισμούς δεν μπορούσε να προμηθευτεί, αλλά ούτε τις συντάξεις να πληρώσει.
Ομως, αυτό το δίκιο ο Μητσοτάκης είχε ασκηθεί επί σχεδόν μία δεκαετία να το απωθεί, στο όνομα της διατήρησης της νεοδημοκρατικής συνοχής. Το γεγονός ότι έχασε τώρα την αυτοσυγκράτησή του δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα πολιτικού υπολογισμού. Είναι μάλλον μια ψυχολογία.
Και – και
Μπορούμε να χάσουμε λίγο ακόμη χρόνο με τους ορισμούς και τις περιφράσεις. Μπορούμε να σπαταληθούμε στις εισαγωγικές ενατενίσεις για το τι είναι «αντισημιτισμός» και τι είναι «γενοκτονία». Αλλά γιατί είμαστε καταδικασμένοι να εγκλωβιστούμε σ’ αυτό το δίπολο, που συντηρείται από τα αγελαία ένστικτα της ψηφιακής σφαίρας; Γιατί δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ΚΑΙ το ένα ΚΑΙ το άλλο; Και το Ισραήλ, που χρησιμοποιεί μπροστά στα μάτια μας τον λιμό ως όπλο μαζικής εξόντωσης, διαπράττει γενοκτονία. Και όσοι καταδικάζουν συλλήβδην κάθε Ισραηλινό ως συναυτουργό γενοκτονίας είναι αντισημίτες. Ο «ακτιβισμός» που στρέφεται με εκφοβιστικές –αν όχι και βίαιες– προθέσεις κατά ανθρώπων, ξεχωρίζοντάς τους από το διαβατήριό τους, εκπορεύεται από μια τυφλή προκατάληψη. Γι’ αυτό και παίρνει τη μορφή αυτού που πολεμάει. Γι’ αυτό και εμφανίζεται κατά στοίχους, με ομοιόμορφη περιβολή, σαν τάγμα εκκαθαρίσεων. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας δεν σημαίνει ταυτόχρονα περιφρόνηση της πραγματικότητας στη Γάζα. Υπάρχουν αντιπαραθέσεις στις οποίες η λογική σού υπαγορεύει να μη διαλέξεις στρατόπεδο. Να μη διαλέξεις αγέλη.

