Θα μπορούσε να αποτελεί και τον ορισμό της λέξης «σκάνδαλο»: ευρωπαϊκές επιδοτήσεις εκατομμυρίων ευρώ καταβλήθηκαν σε μη δικαιούχους μέσω εικονικών μισθώσεων βοσκοτόπων, με συστηματική εμπλοκή υπηρεσιακών παραγόντων, πολιτικών προϊσταμένων, βουλευτών, τοπικών αξιωματούχων και ιδιωτών. Σε αντίθεση, όμως, με άλλα σκάνδαλα του παρελθόντος, που είτε δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ είτε συγκαλύφθηκαν μεθοδικά, εδώ συνέβη κάτι νέο: όχι μόνον ορισμένοι δημόσιοι λειτουργοί έπραξαν το καθήκον τους και αντέδρασαν, όπως επίσης και πολλοί πραγματικοί αγρότες, αλλά οι αντιδρώντες κατήγγειλαν την απάτη απευθείας στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Και μόνον όταν η τελευταία απήγγειλε κατηγορίες σε δεκάδες εμπλεκομένους η υπόθεση έλαβε διαστάσεις στο εσωτερικό προκαλώντας πολιτική αναταραχή, κύμα κριτικής για τη θεσμική ανεπάρκεια του κράτους, ακόμη και δημόσια παραδοχή αποτυχίας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ταυτόχρονα, όμως, συνέβη ένα ακόμη παράδοξο: παρά την έκταση και τη σοβαρότητα του σκανδάλου, η κοινωνική αντίδραση υπήρξε υποτονική. Σε αντίθεση με τα δύο άλλα πρόσφατα γεγονότα που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη –υποκλοπές και τραγωδία στα Τέμπη– αυτή τη φορά υπήρξαν λιγότερα πρωτοσέλιδα, κανένα συλλαλητήριο και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αμελητέο εκλογικό κόστος για την κυβέρνηση.
Ορισμένοι υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση πέτυχε επικοινωνιακή νίκη, καθώς κατάφερε να εκτρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης από το σκάνδαλο, στρέφοντάς την σε άλλα ζητήματα της επικαιρότητας – διεθνείς εξελίξεις, παιδοκτονίες, νέα μεταναστευτική κρίση, καύσωνες κ.ά. Μόνο που παρόμοια γεγονότα υπάρχουν πάντοτε και, συνήθως, δεν αρκούν για να επισκιάσουν ένα πραγματικά σοβαρό σκάνδαλο. Πώς εξηγείται, λοιπόν, η εντυπωσιακή κοινωνική σιωπή στην υπόθεση των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων; Τρεις φαίνονται ως οι πιθανότερες εξηγήσεις.
Πρώτον, η χαμηλή συναισθηματική φόρτιση του σκανδάλου. Εδώ δεν υπάρχουν ανθρώπινα θύματα, όπως στα Τέμπη, ούτε κατάφωρες παραβιάσεις δημοκρατικών αρχών, όπως στην υπόθεση των υποκλοπών. Πρόκειται για ένα τεχνικό, διαχειριστικό και οικονομικό αδίκημα – γραφειοκρατικό, σύνθετο, δυσνόητο. Ποιος κατανοεί τις λεπτομέρειες για τα αγροτεμάχια, τα δικαιώματα χρήσης γης, τους διασταυρωτικούς ελέγχους; Και για πόσο να ενδιαφερθεί κανείς για κάτι που μοιάζει μακρινό και σχεδόν αδιάφορο, ειδικά όταν δεν απειλεί άμεσα τη ζωή του, τον τραπεζικό του λογαριασμό ή τα ατομικά του δικαιώματα; Πώς να αγανακτήσει ή να οργιστεί με κάτι που μετά βίας μπορεί να αφηγηθεί;
Δεύτερον, ο πολυμερής χαρακτήρας της πολιτικής ευθύνης για το φαινόμενο που οδήγησε στο σκάνδαλο – δηλαδή το παραδοσιακό πελατειακό σύστημα. Αν και η παρούσα κυβέρνηση φέρει το κύριο βάρος, η υπόθεση αποκαλύπτει ένα διαχρονικό, διακομματικό πλέγμα συναλλαγών που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Η πρακτική ήταν γνωστή και ευρέως ανεκτή: τα ευρωπαϊκά κονδύλια «έπρεπε» να απορροφηθούν, οι αγρότες να ικανοποιηθούν, η ψήφος τους να εξασφαλιστεί – όπως γινόταν εδώ και δεκαετίες. Η σιωπή της αντιπολίτευσης για την ουσία του σκανδάλου, που είναι το πελατειακό κράτος, δεν είναι τυχαία: πώς να καταγγείλεις ένα σύστημα στο οποίο και εσύ συμμετείχες για να διατηρήσεις την πολιτική σου επιρροή;
Τρίτον, και ίσως πιο αποκαλυπτικό, η ηθική ασυμμετρία σε επίπεδο κοινωνίας. Το σκάνδαλο των ψευδών επιδοτήσεων, σε αντίθεση με τις υποκλοπές ή τα Τέμπη, δεν εκθέτει μόνο την πολιτική τάξη, αλλά και την κοινωνία. Μια κοινωνία που για χρόνια, είτε γνωρίζοντας είτε υποψιαζόμενη την παρανομία, προτίμησε τη σιωπή από τη διαμαρτυρία, τη μετάθεση ευθυνών από το αίτημα κάθαρσης. Αυτή η στάση αποκαλύπτει μια δομική υποκρισία: εξεγειρόμαστε για σκάνδαλα που φαίνονται να οφείλονται σε «άλλους» και αφορούν «άλλους» – την κυβέρνηση, τα θύματα. Οταν όμως το πρόβλημα διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, η σιωπή λειτουργεί ως μηχανισμός αυτοπροστασίας. Διότι στους καταλόγους των παράνομων δικαιούχων βρίσκονται συγγενείς, φίλοι, γνωστοί. Πώς να καταγγείλεις ένα διεφθαρμένο κράτος, όταν η συνενοχή απλώνεται οριζόντια; Πώς να ξεσηκωθείς εναντίον της διαφθοράς, όταν στον καθρέφτη της αναγνωρίζεις τον ίδιο σου τον εαυτό; Οταν η ενοχή είναι συλλογική.
Και τώρα; Τώρα απλώς επιστρέφουμε στο γνώριμο σκηνικό. Η κυβέρνηση αμύνεται, επικαλούμενη τον διαχρονικό χαρακτήρα του πελατειακού κράτους. Η αντιπολίτευση επιτίθεται, επιλέγοντας να στοχοποιήσει πρόσωπα –τον πρωθυπουργό, συγκεκριμένους υπουργούς– αποσιωπώντας τη βαθιά ριζωμένη πελατειακή νοοτροπία και τις δικές της ευθύνες στη διαιώνιση του φαινομένου. Οπως εύστοχα σημείωσε ο Χαρ. Τσούκας, η κυβέρνηση έχει βολευτεί στη γλώσσα του παρατηρητή – αυτού που, αντί να δρα, περιορίζεται να σχολιάζει και να υπεκφεύγει. Μόνο που και η αντιπολίτευση δεν πάει πίσω. Αντί να μιλήσει ως υπεύθυνος διεκδικητής της εξουσίας, αναλώνεται σε καταγγελίες – κι αυτό, στο κάτω κάτω, το κάνει καλύτερα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να συγκινήσει την κοινωνία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης – δηλαδή, να την κινήσει μαζί του σε μια προσπάθεια θεσμικής κάθαρσης. Αντί να εμπνεύσει, ανακυκλώνει τη δυσπιστία και, αντί να κινητοποιήσει, επιβεβαιώνει τη γενικευμένη απογοήτευση – απέναντι στα κόμματα, στους θεσμούς, στη δημοκρατία την ίδια. Διότι, πώς να το κρύψουμε, «αυτή είναι η Ελλάδα», μια χώρα όπου «όλοι μαζί τα τρώνε» μέχρις ότου, αναπόφευκτα, κάποιος να ομολογήσει: «Αποτύχαμε».
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

