Πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους και ότι αξίζουν ειδικής μεταχείρισης. Σε όσους θεωρούν κατώτερους μιλούν με αγένεια. Πιστεύουν ότι οι κανόνες δεν ισχύουν γι’ αυτούς. Στην αρχή θα προσπαθήσουν να ευχαριστήσουν και να εντυπωσιάσουν τους άλλους, αλλά –μην ξεγελιέστε– οι δικές τους ανάγκες έρχονται πάντα πρώτες. Εχουν συνεχή ανάγκη για έπαινο ή θαυμασμό. Γι’ αυτό συχνά καυχιούνται ή υπερβάλλουν για τα επιτεύγματά τους. Τους λείπει η ενσυναίσθηση, είναι απρόθυμοι ή ανίκανοι να συμπάσχουν με τις ανάγκες, τις επιθυμίες ή τα συναισθήματα των άλλων, γεγονός που καθιστά επίσης δύσκολο για εκείνους να αναλάβουν την ευθύνη για τη συμπεριφορά τους. Εχουν εμμονή με φαντασιώσεις επιτυχίας, εξουσίας ή ιδιοφυΐας και πίστη ότι είναι πιο ξεχωριστοί ή μοναδικοί από τους άλλους. Κι αφού δεν κάνουν λάθη, δεν ζητούν συγγνώμη.
Ο λόγος για τους ναρκισσιστές, όλο και κάποιον/α θα έχετε στο περιβάλλον σας, η επαφή με τον/ην οποίο/α σας κάνει να σηκώνετε τα χέρια ψηλά. Από απόγνωση και παραίτηση: απλώς δεν τα βγάζεις πέρα. Με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον Ιούλιο του 2015, τα δεκάδες αφιερώματα και φυσικά την αποκάλυψη (μέρους) των πρακτικών της κρίσιμης συνεδρίασης των πολιτικών αρχηγών την επομένη του δημοψηφίσματος, αναρωτήθηκα γιατί σε μένα αλλά και πολλούς άλλους οι μνήμες από εκείνη την εποχή προκαλούν μεγαλύτερη του προβλεπομένου αναστάτωση. Ηταν η επέτειος της σχέσης με έναν νάρκισσο.
Αντιπαρέρχονταν κάθε κριτική με επίθεση. Οπως οι ναρκισσιστές, δεν άντεχαν την αίσθηση της έκθεσης ή του ελέγχου. Στις επαφές με δημοσιογράφους, σερβιριζόταν πάντα το combo των χαρακτηρισμών περί παραπληροφόρησης και προπαγάνδας. Οσοι συναναστρέφεστε ναρκισσιστές, αναγνωρίζετε το μοτίβο. Αν επισημάνετε, για παράδειγμα, κάτι αδιανόητο που κάνουν, μπαίνετε στο στόχαστρο. Θα μετατοπίσουν το κέντρο βάρους της συζήτησης σε εσάς για να πάρουν πίσω τον έλεγχο. Ετσι και το 2015. Οποιος τους αμφισβητούσε, ήταν γερμανοτσολιάς, προδότης, προσκυνημένος.
Αντέστρεφαν την πραγματικότητα, ήταν αδύνατο να βρεις κοινό τόπο. Δεν ήταν εκείνοι αλαζόνες, οι άλλοι ήταν προδότες. Δεν ήταν αδιάλλακτοι, οι άλλοι είναι δογματικοί (η ψυχολογική «αντιστροφή» είναι κομβικό χαρακτηριστικό των νάρκισσων). Το αφήγημα άλλαζε αναλόγως του ακροατηρίου, η συνέπεια θυσιαζόταν προς όφελος της δίψας για αποδοχή και θαυμασμό. Από το σκίσιμο μνημονίων περάσαμε στο ότι «τα μνημόνια δεν είναι πρόβλημα, η εφαρμογή τους είναι». Η τρόικα έγινε θεσμοί κ.ο.κ.
Ακόμη και δέκα χρόνια μετά, εμμένουν στο αφήγημα ότι αντιστάθηκαν στην Ευρώπη. Αν δεν ολοκλήρωσαν το έργο τους ήταν λόγω της στυγνής πολιτικής των Ευρωπαίων. Αν δεν είναι σωτήρες, είναι θύματα. Οπως οι ναρκισσιστές που δεν μπορούν να αντέξουν την ιδέα του λάθους, δεν υπήρξε ποτέ ανάληψη ευθύνης για ό,τι έγινε ή ό,τι ακολούθησε. Δεν απολογήθηκαν ποτέ ούτε έκαναν εσωτερική αυτοκριτική. Πάνω απ’ όλα, μας έκαναν να αμφισβητήσουμε την αντίληψή μας για τα πράγματα. Το χειρότερο με τους νάρκισσους δεν είναι ότι σε πληγώνουν. Είναι ότι, στο τέλος, σε πείθουν πως δεν πληγώθηκες ποτέ.

