Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αναμφίβολα πλήττει την κυβέρνηση. Hρθε δε στην επικαιρότητα σε μια περίοδο που η Ν.Δ. είχε αρχίσει κάπως να ανακάμπτει δημοσκοπικά και ενώ η αντιπολίτευση έμοιαζε καθηλωμένη. Το ποιο ακριβώς θα είναι το μέγεθος της φθοράς δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή.
Κατ’ αρχάς δεν είναι σαφές αν το ζήτημα έχει ακόμα «ουρά» και πόση. Αν θα βγουν και άλλα στοιχεία που θα το συντηρήσουν στην επικαιρότητα ή όχι. Αν υπάρξει ουρά, η παρατεταμένη αρνητική δημοσιότητα θα προκαλέσει πρόσθετη φθορά. Αν όχι, η ζημιά μπορεί, υπό προϋποθέσεις φυσικά, να είναι διαχειρίσιμη. Και αυτό γιατί όσο και αν οι περισσότεροι ξορκίζουν κάθε σχετική αναφορά, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης όντως δεν πέφτει από τα σύννεφα. Οσοι έχουν γνώση της επαρχίας και ιδίως των αγροτικών περιοχών ξέρουν ότι η υπόθεση των αγροτικών επιδοτήσεων πράγματι αντανακλά σε διαχρονικές παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Αυτό δεν πρέπει να αξιολογηθεί ούτε ως ελαφρυντικό ούτε ως επιβαρυντικό για την κυβέρνηση, καθώς μπορεί να θεωρηθεί και τα δύο, ανάλογα με τη σκοπιά που το βλέπει κάποιος. Είναι όμως δεδομένο και τα δεδομένα δεν πρέπει να παραβλέπονται στις αναλύσεις.
Ιδιαίτερη είναι επίσης η φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης, αφού δεν πρόκειται για ένα τυπικό σκάνδαλο που αφορά παράνομα οικονομικά οφέλη κάποιων πολιτικών προσώπων –έως τώρα τουλάχιστον δεν έχει ανακύψει τέτοια διάσταση–, αλλά για υπόθεση που αποτυπώνει μια θλιβερή και απαξιωτική παλαιοκομματική και πελατειακή πρακτική και την απροθυμία του πολιτικού συστήματος –εν προκειμένω και της συγκεκριμένης κυβέρνησης– να συγκρουστεί με χρόνιες παθογένειες.
Αυτή όμως ακριβώς η διάσταση είναι που πλήττει την κυβέρνηση. Επειδή αμφισβητεί τον πυρήνα του κυβερνητικού αφηγήματος ότι η χώρα αλλάζει. Επειδή θολώνει τη «μεταρρυθμιστική» εικόνα της και αμφισβητεί τη βούλησή της να αλλάξουν τα κακώς κείμενα.
Στην προσπάθειά του να διαχειριστεί το ζήτημα, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και δεν δίστασε να ομολογήσει την αποτυχία της κυβέρνησης. Η ειλικρίνεια σε κάποιο βαθμό ασφαλώς βοηθάει και σίγουρα βοηθάει περισσότερο από την έλλειψη αυτοκριτικής. Θα βοηθούσε βέβαια ακόμα περισσότερο αν δεν είχαν προηγηθεί και άλλες περιπτώσεις «κακής βαθμολογίας».
Δεσμεύτηκε επίσης ότι πέραν της μεταφοράς των αρμοδιοτήτων στην ΑΑΔΕ –που είναι όντως σημαντική αλλαγή–, θα επιδιώξει να επιστραφούν τα χρήματα από όσους τα πήραν ενώ δεν τα δικαιούνταν. Επίσης ακούγεται θετικά, αλλά το αν και πώς και πότε θα γίνει αυτό μένει να φανεί.
Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε κάποια βήματα τα δύο χρόνια που απομένουν έως τις εκλογές, τότε θα μπορεί να ζητήσει να κριθεί με βάση το ισοζύγιο των καλών και των κακών επιδόσεών της.
Είναι οι κινήσεις αυτές ικανές για να ξεπεραστεί το πρόβλημα; Αν οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες περιοριστούν στα του ΟΠΕΚΕΠΕ, όχι, δεν επαρκούν.
Αρχικά γιατί το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης –άρα και η ανθεκτικότητά της– προϊόντος του χρόνου μειώνεται. Στη συγκεκριμένη συγκυρία κάθε ανάλογο ζήτημα μπορεί να εξελιχθεί σε σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Κυρίως όμως επειδή, όπως προαναφέρθηκε, αυτό που κυρίως πλήττεται είναι το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης ότι θέλει και μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Η πρόκληση συνεπώς για την κυβέρνηση είναι να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες που θα αντιστρέψουν το κλίμα και θα ενισχύσουν το αφήγημά της ότι προσπαθεί κάτι να κάνει. Να αποδείξει ότι δεν κυβερνά επιδιώκοντας κάθε είδους διευθετήσεις, αλλά ότι έχει το σφρίγος και το σχέδιο να λύσει προβλήματα ακόμα και αν αυτό εμπεριέχει κόστος. Για μια κυβέρνηση πολλών ετών, η ακινησία είναι ακόμα πιο επικίνδυνη πολιτικά.
Για να επιτευχθεί βέβαια κάτι τέτοιο, χρειάζεται ένα πολιτικό και επικοινωνιακό σχέδιο. Πρωτοβουλίες που θα φέρουν ορατά αποτελέσματα στην πράξη και ενδεχομένως και την αντιπολίτευση σε δύσκολη θέση. Οπως χρειάζεται και μια επικοινωνιακή «αντεπίθεση» μέσα από την οποία η κυβέρνηση θα οριοθετήσει την όλη αντιπαράθεση. Κάνοντας ασφαλώς την αυτοκριτική της, αλλά θυμίζοντας ταυτόχρονα ότι, εκτός από τα στελέχη της που εμπλέκονται στη θλιβερή υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, υπάρχουν και εκείνα που οργάνωσαν την ψηφιοποίηση του κράτους, που μείωσαν τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή αγνοώντας το πολιτικό κόστος, που έλυσαν το πρόβλημα των εκκρεμών συντάξεων του ΕΦΚΑ, που συγκρούστηκαν με συμφέροντα για να περιοριστεί η ανομία που αφορά την κατάληψη δημόσιου χώρου.
Το κοινό που θα κρίνει τις εκλογές δεν είναι εκείνο που θεωρεί την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ μία ακόμα αφορμή προκειμένου να εκδηλώσει το αντικυβερνητικό μένος του – το κοινό αυτό είναι χαμένο για την κυβέρνηση. Είναι εκείνο που ασφαλώς θα την επικρίνει, χωρίς ωστόσο να διαγράφει οτιδήποτε θετικό έχει κάνει ή θέλει να κάνει. Αν, συνεπώς, η κυβέρνηση θυμίσει αυτά που έκανε και κυρίως αν προχωρήσει σε κάποια βήματα τα δύο χρόνια που απομένουν έως τις εκλογές, τότε θα μπορεί να ζητήσει να κριθεί με βάση το ισοζύγιο των καλών και των κακών επιδόσεών της. Αν εγκλωβιστεί να συζητάει μόνο για τις κακές, θα χάσει. Και αν δεν πει πειστικά και το δικό της αφήγημα, θα επικρατήσει στη δημόσια συζήτηση εκείνο των αντιπάλων της.
Οταν ένας ποδηλάτης ταλαντεύεται και πάει να χάσει την ισορροπία του, η αντίδρασή του πρέπει να είναι ενεργητική και όχι παθητική. Πρέπει να συνεχίσει να κάνει πετάλι και με τη δύναμη της ώθησης να ανακτήσει την ισορροπία και τον έλεγχο του ποδηλάτου του. Η κυβέρνηση βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Που πρέπει να κάνει πετάλι για να φύγει προς τα μπρος. Αλλιώς θα κινδυνεύσει με μεγαλοπρεπή τούμπα.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

