Ο Π. Χαλκιάς, αγκωνάρι του λαϊκού πολιτισμού

5' 18" χρόνος ανάγνωσης

Παραδόξως, το «Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου δεν έχει λήμμα «κλαρι(ν)τζής», ούτε και «κλαρινίστας» ή «κλαρινετίστας». Και λέω «παραδόξως» γιατί, όπως φαίνεται και από το λήμμα «κλαρίνο» του Λεξικού, το μουσικό αυτό όργανο είχε ήδη ενταχθεί στις λαϊκές ορχήστρες και πολλοί βιοπορίζονταν παίζοντάς το, στην Ελλάδα αλλά και ως μετανάστες, κυρίως στην Αμερική. Ιδού: «κλαρίνο: «(ιταλ.) ο ευθύαυλος, το κλαρινέττο, εν χρ. ιδ. εις λαϊκάς ορχήστρας· // φρ. στέκεται κλαρίνο (επί στρατιωτικού ισταμένου ευθυτενώς εις στάσιν προσοχής ή χαιρετισμού)· ομ. σκωπτ. κ. επί των μετά κόμπου παρισταμένων εις τελετάς εν επισήμω περιβολή».

Αυτός ο «κόμπος» δεν είναι βέβαια της γραβάτας αλλά του ήθους· για την υπέρμετρη, την αμετροεπή καύχηση πρόκειται, όπως δείχνει και η «κομπορρημοσύνη». Σαν «κομποφακελορρήμονα» ειρωνευόταν τον Αισχύλο ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» («ο φακέλους, δεμάτια κομπωδών λέξεων συνδέων» κατά Δημητράκο). Και πάνω από μιάμιση χιλιετία αργότερα, ο Βυζαντινός λόγιος και ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, ζηλεύοντας την «πολυσύλλαβη» δόξα του Αθηναίου κωμωδιογράφου και πλειοδοτώντας, στόλισε τον Κροίσο ως «κομπορρηματοχρηματομετεωροφένακα»: «ο επί χρήμασι κομπορρημονών».

Στα χρόνια λοιπόν που απαρτιζόταν και εκδιδόταν το εννεάτομο Λεξικό Δημητράκου, από το 1933 έως το 1950, ή το Λεξικό της Πρωίας, του 1932 αυτό, υπήρχε ήδη ένας επαγγελματικός κλάδος, μια αρκετά μεγάλη ομάδα μουσικών που καταγίνονταν με το κλαρίνο, και μολαταύτα μένουν στ’ άγραφα. Περισσότερο ενημερωμένο το «Επίτομον Λεξικόν» του Δημητράκου, του 1955, λημματογραφεί τον «κλαρινεττίστα»: «ο ειδικός παίζων κλαρινέττο», όπου «κλαρινέττο το κ. κλαρίνο».

Τον μέγα Πετρολούκα Χαλκιά δεν θα τον αποκαλούσαμε ποτέ κλαρινετίστα. Ούτε τον Νικολάκη Σουλεϊμάνη, τον Τάσο Χαλκιά, τον Βασίλη Σαλέα, τον Κώστα Σούκα, τον Χαράλαμπο Μαργέλη, τον Νίκο Καρακώστα, τον Κώστα Γαούζο, τον Νίκο Ρέλια, τον Γιώργο Ανεστόπουλο, τον Γιάννη Βασιλόπουλο, τον Ναπολέοντα Δάμο ή τρεις από τους πολλούς Ηπειρώτες δεξιοτέχνες, που ο Πετρολούκας, άνθρωπος φυσικότατα ευγενής, τους ανέφερε πάντα με σεβασμό, σχεδόν με δέος: τον Θανάση Μπατζή, τον Κίτσο Χαρισιάδη και τον μαθητή του τον Φίλιππα Ρούντα, δάσκαλο του Πετρολούκα. Ολους αυτούς δεν θα τους λέγαμε κλαρινετίστες και, πιστεύω, ούτε κλαρινίστες. Κλαριτζήδες θα τους λέγαμε ή, σε κάποια μέρη, κλαρινι(ε)τζήδες. Εχω την αίσθηση ότι η χρήση των όρων με κατάληξη «-ίστας» (βλ. «αρτίστας») και όχι «-τζής» (βλ. «παλιατζής») υπακούει στην ίδια «εξευγενιστική» ή «αναβαθμιστική» λογική που υπαγορεύει τη χρήση της λέξης «σορός» αντί του «πτώματος» (πλημμυρισμένη από «σωρούς» πάντως η τηλεοπτική και η διαδικτυακή οθόνη) ή της «οικίας» αντί του «σπιτιού». Οι επίσημοι δεν «μπαίνουν» και δεν «βγαίνουν» ποτέ από κάποιο οίκημα. Πάντα «εισέρχονται» και «εξέρχονται». Μεγαλεία.

Μνημόνευσα παραπάνω ελάχιστους από τους πολλούς μουσικούς που βάθυναν τον ήχο του κλαρίνου και τον εξελλήνισαν, αυτοσχεδιάζοντας και επινοώντας, αλλά μένοντας ταυτόχρονα πιστοί σε όσα προσκυνούν σαν ιερά και όσια της παράδοσής μας. Κατάφεραν, δηλαδή, να περάσουν σε ένα ξενόφερτο όργανο τα «πιασίματα» του ζουρνά και της φλογέρας. Ξενόφερτο σίγουρα, μια ευρωπαϊκή επινόηση στα τέλη του 17ου αιώνα, από πού μας ήρθε όμως και πότε; Από τη Δύση ή από την Ανατολή; Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα ή στα τέλη του 18ου;

Οπου κι αν έπαιζε, την ίδια μυσταγωγική τελετή οργάνωνε με το κλαρίνο του, την ίδια ομορφιά κεντούσε. Γευόσουν σαν μεταλαβιά τις νότες του είτε σε πανηγύρι του Πωγωνίου και του Παρακάλαμου τον απολάμβανες, είτε σε κάποιο από τα μαγαζιά πέριξ της Ομόνοιας, είτε σε γάμο ηπειρώτικο.

Το ζήτημα είναι περίπου σαν το ομηρικό: το πιθανότερο είναι ότι δεν θα διευκρινιστεί ποτέ τελεσίδικα. Ας ελπίσουμε πως οι ιστοριογραφικές ανασκαφές θα εντοπίσουν νέες μαρτυρίες, αν και ισχυρογνώμονες και κατά δήλωσή τους αυθεντίες θα υπάρχουν πάντα. Τους διαβάζει, όποιος έχει μαζοχιστική υπομονή, στον «διάλογο αναγνωστών» κάτω από τα ρεπορτάζ για τον θάνατο του Πετρολούκα. Οι λιγοστές γνωστικές και μετρημένες φωνές χάνονται μέσα στη βοή που σηκώνουν ο φανατισμός, η ρητορική του μίσους, ο σωβινισμός, ο δογματικότατος τοπικισμός. Ενας διαρκής φαντασιακός εμφύλιος, ο οποίος συνυπάρχει με Βαλκανικούς πολέμους που επίσης δεν λένε να τελειώσουν ποτέ.

Οποτε κι αν ήρθε στην Ελλάδα το κλαρίνο, όπου κι αν πρωτοπαίχτηκε, χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες για να γίνει το εθνικό μας μουσικό όργανο, μαζί με το μπουζούκι. Για να παντρευτεί δηλαδή με το βιολί, το λαούτο, το ντέφι ή και το σαντούρι, και η κομπανία τους να αντικαταστήσει την κληρονομημένη ζυγιά, απαρτισμένη από ζουρνά (ή πίπιζα ή γκάιντα) και νταούλι. Για καιρό πολύ χλευάστηκε αγρίως σαν «βλάχικο», «γύφτικο», «τούρκικο» «αγροτοποιμενικό», «χωριάτικο» κτλ. Βλέπετε, πρώτοι το έμαθαν όσοι έπαιζαν ήδη ζουρνά ή πίπιζα. Οι Τσιγγάνοι δηλαδή (οι σχετικές μαρτυρίες αφθονούν) και οι «βλάχοι», με πεζό βήτα, οι βοσκοί, μάστορες της φλογέρας αυτοί. Αν είχε σωθεί καμιά γκραβούρα με τον Καραϊσκάκη ή τον Κολοκοτρώνη να χορεύουν συνεπαρμένοι από κλαρίνο θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αλλά το 1821 δεν χόρευαν με κλαρίνο. Για τους «στραβούς με τες λύρες» μιλάει ο Γέρος του Μοριά, για ζουρνάδες και νταούλια οι ξένοι περιηγητές.

Ο Πετρολούκας Χαλκιάς έκανε το κλαρίνο (ξ)ακουστό στα πέρατα του κόσμου. Και πρώτα απ’ όλα το έκανε αγαπητό ακόμα και σε μέρη της Ελλάδας, νησιωτικά κυρίως, που η παράδοσή τους δεν το εμπεριείχε, δεν το γνώριζε καν. Επιπλέον κατάφερε να αποσπάσει το ενδιαφέρον στην αρχή, τον θαυμασμό έπειτα, Ελλήνων που απέρριπταν το κλαρίνο είτε επειδή δεν ανήκε στην αστική μουσική τους καλλιέργεια είτε επειδή το είχαν ταυτίσει με τα χυδαιοκλάρινα της δικτατορίας, που ενίοτε ακούγονταν στη διαπασών, ώστε να απορροφούνται οι κραυγές πόνου των αντιστασιακών, που βασανίζονταν ανελέητα από τα χουντικά θρασίμια.

Οπου κι αν έπαιζε ο Πετρολούκας, την ίδια μυσταγωγική τελετή οργάνωνε με το κλαρίνο του, την ίδια ομορφιά κεντούσε. Πάντα χαμογελαστός, πάντα ικανός να σώσει, από γνήσια καλλιτεχνική αλληλεγγύη, τον τραγουδιστή όταν ξεχνούσε τα λόγια ή τον λαουτιέρη όταν φάλτσαρε. Ικανός επίσης να οδηγήσει με το απίστευτο ταλέντο και το μάτι του τον ατζαμή χορευτή ή τον πρωτόβγαλτο που αδυνατούσε να εναρμονίσει το σώμα του με τη μουσική, αλλά και να πάρει την ψυχή του μερακλή. Γευόσουν σαν μεταλαβιά τις νότες του είτε σε πανηγύρι του Πωγωνίου και του Παρακάλαμου τον απολάμβανες, είτε σε κάποιο από τα μαγαζιά πέριξ της Ομόνοιας, είτε σε γάμο ηπειρώτικο, στο Μέγαρο Μουσικής, σε εκδηλώσεις της Πανηπειρωτικής, σε τηλεοπτική εκπομπή ή σε καλοκαιρινή συναυλία, να συνομιλεί λ.χ., αυτοσχεδιάζοντας, με εξαιρετικούς Ινδούς μουσικούς και να δωρίζουν από κοινού στιγμές μοναδικές.

Το κλαρίνο του Πετρολούκα το αναγνωρίζεις με τις πρώτες νότες. Επί δεκαετίες, ο Ηπειρώτης μουσικός ήταν η ενσώματη μνήμη της παράδοσης, ο έμψυχος στύλος του λαϊκού μας πολιτισμού, το αγκωνάρι του. Μας πλούτισε. Μας μεγάλωσε. Μας παρηγόρησε με τα μοιρολόγια του σε στιγμές από ξυράφι. Ομόρφυνε τη ζωή μας, δωρίζοντάς της πολύτιμες ανάσες. Και θα συνεχίσει να την ομορφαίνει.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT