Το νόμιμο, το ηθικό και το εφικτό

3' 51" χρόνος ανάγνωσης

Διαχρονικά η Ν.Δ. επένδυε στην ατζέντα της νομιμότητας και όσα αυτή περιλαμβάνει. Την έννοια της ασφάλειας, την τήρηση των κανόνων, την ευταξία σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.

Η ατζέντα αυτή ταίριαζε στη Ν.Δ. –όπως και στα περισσότερα κεντροδεξιά κόμματα–, ταίριαζε στο κοινό που την ψήφιζε («νοικοκυραίοι», άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας κ.λπ.), ταίριαζε σε όσους δεν ήθελαν απλώς να μείνουμε Ευρώπη, αλλά να γίνουμε Ευρώπη.

Είναι δε πολιτικά παράδοξο ότι παρά το γεγονός ότι η νομιμότητα ή η ασφάλεια αποτελούσαν πάντα σημαντικές κοινωνικές προτεραιότητες, τα υπόλοιπα κόμματα δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τα εντάξουν στην ατζέντα τους. Με εξαίρεση κάποιες επιλεγμένες συγκρούσεις με ισχυρούς παράγοντες, ο ΣΥΡΙΖΑ, την εποχή της ακμής του, αλλά και άλλα κόμματα της Αριστεράς ειρωνεύονταν συστηματικά τους «κυρ-Παντελήδες» που ήθελαν τάξη και ασφάλεια, υποστήριζαν σχεδόν αταβιστικά αιτήματα ή δράσεις που δεν τις λες και επιτομή της νομιμότητας (π.χ. καταλήψεις), έμειναν προσκολλημένα σε μια μορφή «επαναστατικότητας» που η πλειοψηφία θεωρούσε ξεπερασμένη. Υποτιμώντας παράλληλα το ότι η νομιμότητα και η ασφάλεια είναι όπλο κυρίως των πιο αδύναμων, εκείνων που έχουν ανάγκη την προστασία του νόμου. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, παρά τη «δημογραφική» εγγύτητα της εκλογικής του βάσης με αυτή της Ν.Δ., ενίοτε ήταν διστακτικό σε αυτά τα ζητήματα.

Αφέθηκε έτσι η Ν.Δ. σχεδόν να μονοπωλήσει –στο πεδίο της ρητορικής τουλάχιστον– αυτή την ατζέντα. Το τελευταίο μόνο διάστημα δέχεται μια πίεση στα θέματα αυτά κυρίως από τα κόμματα στα «δεξιά» της, τα οποία ωστόσο δεν τα έχουν εντάξει συγκροτημένα στον πολιτικό τους λόγο, εξαιτίας κυρίως των «αντισυστημικών» και συχνά αντιφατικών χαρακτηριστικών των ψηφοφόρων τους.

Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα η νομιμότητα είναι ένας τομέας στον οποίο η κυβέρνηση θα επενδύσει πολιτικά. Οι πολίτες αντιδρούν κατά κανόνα θετικά όταν αισθάνονται ότι «μπαίνει μια τάξη» ή ότι έστω γίνονται προσπάθειες. Επί της ουσίας δε, η κυβέρνηση έχει να επιδείξει κάποια πράγματα. Σε τομείς όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ή της αδήλωτης εργασίας –που σχετίζονται ασφαλώς και με την έννοια της νομιμότητας– υπάρχουν ορατά αποτελέσματα. Σε πολεοδομικά ζητήματα (παραλίες, αυθαίρετα κτίσματα, καταπατήσεις χώρων κ.λπ.) επίσης έχουν επιδειχθεί πολλές φορές γρήγορα αντανακλαστικά. Οι εκκενώσεις καταλήψεων επίσης αντιμετωπίζονται κατά κανόνα θετικά από την πλειοψηφία. Ο νέος ΚΟΚ δείχνει τη βούληση να αντιμετωπιστεί αυστηρά ένα ζήτημα στο οποίο η χώρα μας καταγράφει αρνητικές επιδόσεις σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Η συγκεκριμένη ατζέντα, ωστόσο, κρύβει και αρκετούς πολιτικούς κινδύνους. Ο προφανής είναι το αφήγημα της νομιμότητας να μη συνοδεύεται από αντίστοιχες πράξεις. Να μιλάς για τη δημόσια ασφάλεια και η εγκληματικότητα να μη μειώνεται. Να ευαγγελίζεσαι μια αστυνομία δίπλα στον πολίτη και αυτός να μην τη βλέπει. Να μιλάς για κράτος δικαίου, αλλά να υπάρχουν πράξεις ή παραλείψεις που μοιάζουν να το υπονομεύουν. Στους τομείς αυτούς η αξιολόγηση της κυβέρνησης δεν είναι πάντα θετική.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος –για την οποιαδήποτε κυβέρνηση– είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η επιβολή της νομιμότητας περιορίζεται στους πιο αδύναμους την ώρα που γίνονται τα «στραβά μάτια» στους πιο ισχυρούς.

Ενας δεύτερος κίνδυνος –σαφώς πιο «πολιτικάντικος» αλλά υπαρκτός– έχει να κάνει με τα ειδικά συμφέροντα που θίγονται. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η πλειοψηφία π.χ. μπορεί να συμφωνεί επί της αρχής με κάποια μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής της αδήλωτης εργασίας, οι «θιγόμενοι» ωστόσο αντιδρούν. Και επειδή το ζήτημα για τους ίδιους είναι πιο ζωτικής σημασίας από ό,τι για έναν πολίτη που δεν εμπλέκεται άμεσα, οι αντιδράσεις τους είναι κατά κανόνα πιο έντονες. Πόσο μάλλον αν ο δυσαρεστημένος είναι π.χ. ένας ισχυρός παράγοντας των ΜΜΕ.

Σημαντικό είναι επίσης το ζήτημα της αναλογικότητας. Εχει ειπωθεί από σοβαρούς νομικούς ότι η υπέρμετρη «αυστηροποίηση» της νομοθεσίας ενίοτε κάνει τα ίδια τα όργανα της πολιτείας πιο διστακτικά στην επιβολή των προβλεπόμενων ποινών. Ενδέχεται συνεπώς κάτι που θεωρητικά έχει υψηλή αποδοχή να μη λειτουργήσει στην πράξη.

Πολύ κρίσιμο είναι το ζήτημα της συνέπειας. Αν θεωρείς μείζον ζήτημα (και δικαίως) την παραβατικότητα στην οδήγηση, οφείλεις να δείχνεις αντίστοιχη έγνοια και σε περιπτώσεις παραβατικότητας ή προκλητικών συμπεριφορών που τις αντιλαμβάνεται το σύνολο της κοινωνίας. Η αίσθηση ότι μπορεί να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά απαξιώνει όλο το σχετικό αφήγημα.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος –για την οποιαδήποτε κυβέρνηση– είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η επιβολή της νομιμότητας περιορίζεται στους πιο αδύναμους την ώρα που γίνονται τα «στραβά μάτια» στους πιο ισχυρούς.

Κάτι τέτοιο θα εκλαμβάνονταν ως μια υποκριτική ηθικολογία η οποία θα προκαλούσε τεράστια δυσαρέσκεια, θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της πολιτείας και εντέλει θα γύριζε μπούμερανγκ σε όσους είχαν καλλιεργήσει σχετικές προσδοκίες.

Μια κυβέρνηση που κινείται προσεκτικά και ακριβοδίκαια μπορεί να αποκτήσει προφανή οφέλη αν της αναγνωριστεί ότι «προσπαθεί να βάλει τάξη». Αν όμως της καταλογιστεί επιλεκτική συμπεριφορά, οι αντιδράσεις θα πρέπει να θεωρηθούν παραπάνω από δεδομένες και το πολιτικό κόστος καθόλου αμελητέο.

*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT